Ίσως να νομίσαμε ότι έγιναν έτσι τα πράγματα.
Αλλά ίσως να ΄γιναν στ΄αλήθεια.
Όλα, πάντως, ξεκίνησαν από τις εφημερίδες που μας πολυβολούσαν αυτές τις ημέρες με απειλητικούς τίτλους, όπως: «Η Αθήνα το Πάσχα θα ερημωθεί…», ή κατά μία δεύτερη εκδοχή: «Θα ερημωθεί η Αθήνα το Πάσχα…» ή κατά μία τρίτη εκδοχή: «Το Πάσχα η Αθήνα θα ερημωθεί…». Έτσι, όταν την Πέμπτη η γυναίκα μου με ρώτησε: «Που θα κάνουμε Πάσχα;» απάντησα: «Γιατί να μην μείνουμε στην έρημο;». Και της παρουσίασα τα επιχειρήματά μου, τα οποία ήταν πάνω-κάτω αυτά:
- Η Αθήνα με 500.000 λιγότερους κατοίκους, όπως προέβλεπαν οι πιο αισιόδοξες πληροφορίες, θα ήταν μια καινούργια πόλη που άξιζε να την επισκεφτούμε. Το επιχείρημά μου ήταν επί λέξει το εξής: «Όλοι ξέρουμε πως είναι το Πήλιο, η Ρόδος ή ο Πόρος, αλλά πόσοι από μας ξέρουν πως θα είναι η Αθήνα μείον 500.000 Αθηναίους;».
- Θα ήταν η μόνη γωνιά της ελληνικής γης που θα μας έδινε τη βεβαιότητα ότι δεν θα βλέπαμε κανένα γνωστό μας για τρεις τουλάχιστον μέρες. Οπουδήποτε αλλού να πηγαίναμε δεν θα είχαμε αυτή την ευτυχία.
- Δεν θα τρώγαμε την Κυριακή του Πάσχα καλαμαράκια τηγανητά ή παστίτσιο. Είναι παρατηρημένο ότι αυτές τις ημέρες δεν βρίσκεις αρνί στην ελληνική ύπαιθρο. Την ώρα που εσύ ταξιδεύεις, για να τα γευθείς στις στάνες τους, αυτά ταξιδεύουν προς την Αθήνα: πρόκειται για μια κανονική ανταλλαγή πληθυσμών.
- Δεν θα είχαμε να παλέψουμε με κατσαρίδες, μυρμήγκια, κορεούς, σαρανταποδαρούσες, αλογάκια της Παναγίας και άλλα άγρια θηρία της ελληνικής υπαίθρου.
- Θα ήταν ενδιαφέρον, βρε αδερφέ, να δούμε πως κάνουν Πάσχα στην έρημο.
Έτσι, το αποφασίσαμε.
Ήταν ένα σεμνό και ήσυχο ταξίδι στην έρημο, όπως πάνω-κάτω αυτά που βλέπουμε στον κινηματογράφο. Κάναμε Ανάσταση στο αραβικό τέμενος του Αγίου Λουκά και φάγαμε μια σούπα, που όπως μας είπαν ήταν η αδυναμία του Χαρούν αλ Ρασίντ. Σημείωσα και το όνομά της, γιατί μπορεί να ενδιαφέρει κάποιον ερευνητή της αραβικής κουζίνας. Την λένε El Magiritsa.
Το πρωί άρχισε λίγο άσχημα. Είχαμε πει να σηκωθούμε νωρίς, αλλά η σκηνή μας αναστατώθηκε από την επιδρομή μιας ομάδας Κούρδων ανταρτών, που κράδαιναν το λάβαρο: «Ο ταχυδρόμος της περιοχής σας σας εύχεται Καλό Πάσχα».
Αργότερα πέρασε μια δεύτερη ομάδα Κούρδων με το λάβαρο «Ο οδοκαθαριστής της περιοχής σας σας εύχεται Καλό Πάσχα». Είχα απελπιστεί τόσο πολύ, ώστε πρότεινα στη γυναίκα μου να ντυθούμε κι εμείς Κούρδοι για να ισοσκελίσουμε τον προϋπολογισμό μας. Δεν είχα σκεφτεί τι θα έγραφε το λάβαρο, αλλά θα μπορούσε να λέει πάνω-κάτω: «Ο χρονογράφος της περιοχής σας σας εύχεται Καλό Πάσχα».
Το μεσημέρι μας βρήκε να περπατάμε στην καυτή άμμο της οδού Σταδίου, που διασχίζει, όπως είναι γνωστό, ολόκληρη την Αραβία.
Ποιος είπε ότι η έρημος είναι γεμάτη παγίδες; Όποιος το είπε έχει πολύ δίκιο. Δεν συναντήσαμε άλλους Κούρδους, περάσαμε όμως ξυστά από μια βιτρίνα οχτώ μέτρων με τα τελευταία θερινά μοντέλα. Το μαγαζί ήταν κλειστό, αλλά η γυναίκα μου ήθελε να σημειώσει τις τιμές. Την άφησα να τις γράψει σε ένα χαρτάκι και μετά, όταν ξαπλώσαμε να ξεκουραστούμε κάτω από ένα φοινικόδεντρο, της έκλεψα το χαρτάκι και το έδωσα σε μια καμήλα να το φάει.
Ήταν απόγευμα όταν φτάσαμε στην μεγάλη όαση που είναι στο βόρειο άκρο της Αραβικής ερήμου: Πολύ συμπαθητική όαση, με ωραία αραβικά κτίρια γύρω-γύρω, με «Αμέρικαν Εξπρές» και άλλα καλά. Μοιάζει πολύ με την πλατεία Συντάγματος. Είδαμε και ένα κινηματογραφικό συνεργείο που γύριζε εκεί μια ταινία. Ο πρωταγωνιστής ήταν ένας ξανθός κύριος με γαλανά μάτια.
Ρωτήσαμε ποιος ήταν και μας είπαν πως ήταν ο Λώρενς της Αραβίας και γύριζε την ταινία «Η ζωή του Πήτερ Ο Τουλ».
Τη νύχτα κατεβήκαμε με μια καμήλα του 6ου ΚΤΕΛ ως την Ερυθρά Θάλασσα του Νέου Φαλήρου, που την λένε έτσι γιατί είναι δίπλα στο γήπεδο του Ολυμπιακού.
Ένας μουεζίνης έψελνε λυπητερά από κάποιο τρανζίστορ. Σημείωσα το όνομά του γιατί μπορεί να ενδιαφέρει κάποιον λάτρη της αραβικής μουσικής. Τον λένε: El Bithikotsi.
Μόνο μια παραφωνία σημειώθηκε. Ένας τουρίστας, σκαρφαλωμένος επάνω σε μία μαύρη καμήλα, πάτησε μπροστά στα μάτια μας τρεις ανθρώπους, έριξε κάτω έξι φοινικόδεντρα και κλάδεψε μισό περίπτερο.
«Ο Αλλάχ ας σώσει την Αραβία από τους Ευρωπαίους τουρίστες», είπα λυπημένα στον σεΐχη που καθόταν δίπλα μου. «Μήπως ξέρεις εσύ ποιο είναι αυτό το μούτρο, αδερφέ μου;».
Και ο σεΐχης μου είπε πιο λυπημένα:
«Είναι ο γιος του Ίμπν Σαούντ*».
(*Σαουδάραβας και ιδρυτής του ενιαίου Σαουδικού κράτους)
Φρέντυ Γερμανός
(από το βιβλίο «Το δις εξαμαρτείν», πρώτη έκδοση 1966, Αθήνα, που περισαλμβάνει συλλογές από δημοσιευμένα άρθρα του)