Κεφάλαιο Πρώτο
Ήταν το 2003, ή 2004, μια ημερομηνία που πλέον δεν είχε καμία σημασία για εκείνον, αφού η μνήμη του την είχε προσπεράσει σαν τα ασήμαντα μικρά μονοπάτια στην άκρη ενός μεγάλου δρόμου που για κανέναν δεν έχουν σημασία. Ο ιστορικός Δρ. Τζον Χόρνερ, καθισμένος στο γραφείο του, στον τρίτο όροφο της βιβλιοθήκης του Κάνσας Σίτυ στο Μιζούρι, δέχτηκε ένα υπεραστικό τηλεφώνημα, ένα μεσημέρι σαν όλα τ’ άλλα, ένα μεσημέρι που ο χρόνος κρατιόταν βασανιστικά τους δείκτες του ρολογιού ακίνητους.
«Είστε ο Δρ. Τζον Α.Χόρνερ;», άκουσε μια άγνωστη φωνή να τον ρωτάει.
«Μάλιστα. Με ποιον μιλάω…»
«Δεν έχει σημασία ποιοι είμαστε», τον διέκοψε απότομα η φωνή. Ο Χόρνερ σάστισε με τον πληθυντικό. Δεν πρόλαβε όμως να ρωτήσει τίποτα προτού ακούσει ξανά την φωνή. «Σημασία έχει αυτό που βρήκαμε. Έχει σχέση με την υπόθεση του δωματίου 1046. Νομίζω ότι μάλλον την έχετε ακουστά».
Ο Χόρνερ ήταν μπερδεμένος. Το μυαλό του πάλευε να βρει εκείνη την πληροφορία ανάμεσα στο συνονθύλευμα των γνώσεων που κουβάλαγε μέσα του. Απάντησε όμως καταφατικά, οδηγημένος από την περιέργεια, την στιγμή που το χέρι του τεντώθηκε προς την άκρη του γραφείου για να σημειώσει την υπόθεση.
Η άγνωστη φωνή συνέχισε. «Ξεχωρίζαμε τα πράγματα ενός ηλικιωμένου που πέθανε πρόσφατα. Ανάμεσα στα πράγματά του βρήκαμε κι ένα κουτί παπουτσιών, που μέσα του είχε ένα σωρό αποκόμματα από παλιές εφημερίδες, σχετικά με την υπόθεση. Εκτός αυτού…βρήκαμε κι ένα από τα αντικείμενα που αναφέρονται μέσα στα άρθρα…»
«Ποιο αντικείμενο είναι αυτό;» ρώτησε χωρίς να πάρει απάντηση. Η άγνωστη φωνή είχε ήδη κλείσει. Μάταια για δευτερόλεπτα πριν βάλει το ακουστικό στην θέση του περίμενε να ακούσει την συνέχεια στο ακουστικό του.
Χωρίς να χάσει χρόνο, άρχισε να ψάχνει στον υπολογιστή του, για την υπόθεση. Λίγα όμως αποτελέσματα βγήκαν στον υπολογιστή και κατέβηκε αμέσως στα αρχεία των παλιών εφημερίδων. Βλέποντας την ασπρόμαυρη φωτογραφία του νεαρού άντρα, που η αστυνομία έψαχνε στοιχεία του, αναφώνησε «Μα βέβαια!». Η υπόθεση του δωματίου 1046. Αυτή που στοίχειωνε χρόνια τώρα την πόλη του Κάνσας. Αυτή που δεν μπόρεσε κανείς να λύσει. Καθισμένος στην δερμάτινη καρέκλα του, αναρωτήθηκε ποιοι να ήταν άραγε αυτοί οι άγνωστοι. Και, κυρίως, τί στοιχείο να είχαν στα χέρια τους; Φόρεσε με μιας το καφέ τουΐντ σακάκι του και έφυγε από την βιβλιοθήκη, χωρίς κανείς να τον καταλάβει, ανάμεσα στο πλήθος των φοιτητών που έβγαιναν. Ένας τρόπος υπήρχε να μάθει, να βρει τον φάκελο της υπόθεσης στην αστυνομία.
Αυτό όμως δεν αποδείχτηκε εύκολη υπόθεση. Ο χοντρός αστυνόμος τον κοιτούσε με δυσπιστία πίσω από τον πάγκο του γραφείου πληροφοριών. Άλλωστε, όπως προσπαθούσε να του εξηγήσει, η υπόθεση είχε περάσει προ πολλού στα χέρια του FBI και τα ντόνατς στο κουτί που στεκόταν στην άκρη του γραφείου του είχαν περισσότερο ενδιαφέρον. Το να το συζητάνε ήταν χάσιμο χρόνου. Ο Χόρνερ, δείχνοντάς του του την ταυτότητά του, κατάφερε να τον πείσει ότι επρόκειτο για μια έρευνα, για μια διατριβή που επρόκειτο να ολοκληρώσει σχετικά με τα άλυτα μυστήρια της πολιτείας. Τελικά, τον έπεισε και κατάφερε να μπει σε έναν μακρύ λαβύρινθο από αρχειοθετημένες υποθέσεις, για να βρει ένα λεπτό ντοσιέ με ξεθωριασμένα γράμματα. Έβγαλε αντίγραφα και επέστρεψε γρήγορα στο γραφείο του. Στην νυχτερινή απομόνωση του τρίτου ορόφου, κάτω από το ισχνό φως της λάμπας του, με μόνη συντροφιά μια ζεστή κούπα καφέ, ξεκίνησε να διαβάζει.
Κεφάλαιο Δεύτερο – 2 Ιανουαρίου 1935
Ήταν ο χειρότερος χειμώνας που είχαν δει οι κάτοικοι του Κάνσας Σίτυ. Τα βαριά σύννεφα από τον Καναδά, όλοι έλεγαν ότι θα κρέμονταν από πάνω τους για μέρες, κι ακόμη και οι εορτασμοί της Πρωτοχρονιάς μόλις ένα εικοσιτετράωρο πριν είχαν τελειώσει γρήγορα. Εκείνο το μεσημέρι δεν έμοιαζε διαφορετικό. Περαστικοί κατευθύνονταν με γοργά βήματα προς όλες τις πλευρές, αρκεί να έβρισκαν ένα ζεστό μέρος για να γλιτώσουν από το τσουχτερό κρύο. Ήταν 1:20 το απόγευμα και ο ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου Πρέζιντεντ, μην προσμένοντας νέους ενοίκους, χάζευε την λεωφόρο Μπάλτιμορ από την θαλπωρή του για να περάσει η ώρα, όταν ένας νέος άντρας μπήκε στο λόμπι.
Ο ρεσεψιονίστ άθελά του κοίταζε τον γιγαντόσωμο νέο σαν να ψάχνει κάτι να βρει, κάτι να εξηγήσει. Ήταν καλοντυμένος, με μια ανοιχτή πληγή στο αριστερό του αυτί και μια ουλή που χανόταν μέσα στα σκούρα του μαλλιά. Όμως φαινόταν δυνατός και υγιής και παραήταν καλοντυμένος για να είναι κάποιος του δρόμου, από αυτούς που χτυπάνε το θύμα τους μέχρι θανάτου για να πάρουν τα υπάρχοντά του, από αυτούς που πολλές φορές είχε δει να ξεπροβάλουν από τα σκοτεινά κάθετα σοκάκια της λεωφόρου. Και ήταν ευγενής. Του ζήτησε ένα δωμάτιο, ένα μονόκλινο δωμάτιο για ένα βράδυ, ίσως κάτι απομονωμένο στην πίσω πλευρά του ξενοδοχείου, με ένα τρόπο που πρόδιδε όμως άτομο με τρόπους. Ο ρεσεψιονίστ σκέφτηκε την ώρα που του έδινε το κλειδί του δωματίου 1046, ότι ήταν πολύ καλλιεργημένος για να είναι μποξέρ. Μόνο αυτό το επάγγελμα του τρόμου θα εξηγούσε τις πληγές. Ο νεαρός υπέγραψε στο βιβλίο επισκεπτών ως Ρόλαντ Τ. Όουεν από το Λος Άντζελες και έβγαλε ένα πεντοδόλαρο για να τον πληρώσει. Τότε ήταν που είπε στον ρεσεψιονίστ, ότι το προηγούμενο βράδυ είχε μείνει στο ξενοδοχείο Muehlebach και τον είχαν χρεώσει πέντε δολλάρια, ένα εξωφρενικό ποσό για ένα μικρό δωμάτιο. Του φάνταζε σαν κλοπή. Χαμογελώντας, ο ρεσεψιονίστ του έδωσε τα ρέστα του και με μια κίνηση στον αέρα φώναξε τον γκρουμ, που με δύο γρήγορες δρασκελιές διέσχισε το άδειο λόμπι, παίρνοντας την μικρή βαλίτσα του νέου επισκέπτη, για να τον οδηγήσει οδήγησε στο δωμάτιο.
Ο Ράντολφ Πρόπστ, ο γκρουμ, είχε συνηθίσει παρά τα χρόνια του να κουβαλά τα βάρη. Ήξερε ότι συνήθως οι κύριοι που επισκέπτονταν το πολυτελές ξενοδοχείο όπου δούλευε, κύριοι που φορούσαν ακριβά μαύρα παλτά σαν τον νεαρό που τον ακολουθούσε, είχαν πάντα μαζί τους δυο αλλαξιές πουκάμισα και ένα ακόμη κουστούμι μέσα στην βαλίτσα. Και μαζί με αυτό, πάντα ήλπιζε σε ένα καλό πουρμπουάρ. Με τις κυρίες όλα ήταν πάντα βαρύτερα, αλλά ήταν και καλύτερα τα πουρμπουάρ. Όμως εκείνο το μεσημέρι, αισθανόταν να κουβαλά μόνο το βάρος της βαλίτσας και τίποτα άλλο. Βγαίνοντας από το ασανσέρ στον δέκατο όροφο, έστριψαν δεξιά στον μακρύ διάδρομο μέχρι το τέλος και μετά αριστερά, εκεί που βρισκόταν και η πόρτα του του κλιμακοστάσιου.
Ο Ρόλαντ μπήκε πρώτος μέσα. Δεξιά η ντουλάπα, αριστερά το μπάνιο. Το κρεβάτι ήταν στον δεξί τοίχο κι ένα μικρό κομοδίνο δίπλα του με το τηλέφωνο διακοσμούσε την δεξιά πλευρά. Από την άλλη, ένα μικρό γραφείο και μια καρέκλα. Ο γκρουμ ακούμπησε την βαλίτσα στο κρεβάτι και άρχισε να του δείχνει τα κατατόπια, όμως ο Ρόλαντ έδειχνε αδιάφορος γι’ αυτές τις λεπτομέρειες. Απλώς άνοιξε την βαλίτσα και έβγαλε από μέσα της μόνο την οδοντόβουρτσα και την οδοντόπαστά του και μια βούρτσα μαλλιών προς έκπληξη του Ράντολφ. Πήρε τα λιγοστές αποσκευές του και τις ακούμπησε στην άκρη του νιπτήρα, λέγοντας στον Ράντολφ ότι όλα ήταν έτοιμα και μπορούσαν να φύγουν. Ο γκρουμ τον κοίταξε με απορία να κλείνει την πόρτα πίσω τους και όταν έφτασαν στο ασανσέρ, τον ρώτησε αν ήταν εντάξει να γυρίσει πίσω και να κλειδώσει, όπως ήταν το σωστό. Ο Ρόλαντ του έδωσε το κλειδί και τον περίμενε, όσο εκείνος έκλεινε τα φώτα και κλείδωνε την πόρτα. Επέστρεψαν στο λόμπι χωρίς κανείς από τους δυο τους να πει κουβέντα μέσα στο ασανσέρ. Ο Ράντολφ είδε τον παράξενο νεαρό με τα έντονα χαρακτηριστικά να ξεμακραίνει από την είσοδο του ξενοδοχείου.
Δεν είχε περάσει πολλή ώρα από την στιγμή που ο Ράντολφ κατέβηκε στο λόμπι, όταν η Μέρι Σόπτικ, η καμαριέρα του ξενοδοχείου, επέστρεψε από την πρωτοχρονιάτικη άδεια που είχε πάρει και ο ρεσεψιονίστ της είπε ότι έπρεπε να καθαρίσει το δωμάτιο 1046. Κατέβηκε γρήγορα στο υπόγειο, άνοιξε το ντουλάπι της, κι αφού φόρεσε την καθαρή της στολή, πήρε τα καθαριστικά της και ανέβηκε στον δέκατο όροφο. Χτύπησε την πόρτα του δωματίου και ξαφνιασμένη είδε τον Όουεν να της ανοίγει, αφού θυμόταν καθαρά ότι δύο μέρες πριν στο δωμάτιο έμενε μια γυναίκα. Η Μέρι ζήτησε συγνώμη και του είπε πως νόμιζε ότι το δωμάτιο ήταν άδειο κι ότι θα ερχόταν αργότερα, όμως ο Ρόλαντ επέμεινε να μπει και κάνει την δουλειά της. Δευτερόλεπτα πέρασαν από εκείνη την στιγμή, όταν τον άκουσε να της λέει ότι έβγαινε έξω και καλό θα ήταν να μην κλειδώσει την πόρτα φεύγοντας. «Περιμένω ένα φίλο σε λίγο», της είπε. Και είχε κάτι το αγχώδες και το θλιμμένο η φωνή του που έκανε την Μέρι να γυρίσει να τον δει, όμως τότε κατάλαβε ότι οι κουρτίνες ήταν κλειστές και το μοναδικό αμυδρό φως στο δωμάτιο ερχόταν από την λάμπα του κομοδίνου.
Ξαφνικά, η Μέρι θυμήθηκε ότι δεν είχε φέρει μαζί της καθαρές πετσέτες. Όσο ήταν ακόμη στο υπόγειο του ξενοδοχείου και φορούσε την στολή της, το στεγνωτήριο δούλευε ακόμη και μέχρι τις 4 το απόγευμα οι φρεσκοπλυμένες πετσέτες θα ήταν έτοιμες. Κοίταξε την ώρα στο ρολόι της. Ήταν τέσσερις παρά. Κατέβηκε κάτω γρήγορα και ανέβηκε κρατώντας τις πετσέτες. Ήταν σίγουρη ότι ο Ρόλαντ δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Όμως το δωμάτιο ήταν ξεκλείδωτο και μέσα στο ημίφως, είδε την σκιά του να είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Πάνω στο γραφειάκι, είδε ένα σημείωμα. «Ντον, θα είμαι πίσω σε ένα τέταρτο. Περίμενέ με».
Κεφάλαιο Τρίτο – 3 Ιανουαρίου 1935
Η Μέρι ξεκίνησε την μέρα της νωρίς. Ήταν χαράματα ακόμα όταν πήρε το λεωφορείο που πήγαινε στο κέντρο από το σπίτι της. Κάθε μέρα η ίδια διαδρομή, η ίδια ρουτίνα. Κατέβαινε στην στάση, στην 12η λεωφόρο γύρω στις 7 το πρωί, έστριβε αριστερά στην λεωφόρο Μπάλτιμορ, και από το λόμπι πήγαινε στο υπόγειο να αλλάξει και να πάρει τα καθαριστικά της. Ως τις 10 το πρωί, είχε ήδη τελειώσει με όλα τα δωμάτια ως και τον ένατο όροφο. Στις δέκα και μισή, ήταν έξω από την πόρτα του δωματίου 1046. Από μέσα δεν ακουγόταν τίποτα. Η Μέρι ήταν σίγουρη ότι αυτή τη φορά το δωμάτιο θα ήταν άδειο και δεν θα χρειαζόταν να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον μυστηριώδη νέο. Έβγαλε το πασπαρτού από την τσέπη της και άνοιξε την πόρτα. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Ο Ρόλαντ καθόταν στην καρέκλα μέσα στο σκοτάδι με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα. Μα ακόμη περισσότερο δεν μπορούσε να πιστέψει πως βρισκόταν μέσα ο Ρόλαντ από την στιγμή που η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Το πασπαρτού άνοιγε τις πόρτες μόνο όταν αυτές ήταν κλειδωμένες απ’ έξω και η αστραπιαία σκέψη ότι κάποιος τον είχε κλειδώσει μέσα πέρασε από το μυαλό της. Δεν πρόλαβε να πει τίποτα. Ο ήχος του τηλεφώνου διέκοψε κάθε της σκέψη και κίνηση. Ο Ρόλαντ, πήγε στο κομοδίνο και σήκωσε το τηλέφωνο. Δεν είπε κουβέντα σηκώνοντάς το, ούτε καν εμπρός. Μια ησυχία που την αναστάτωσε και την φόβισε ακόμη πιο πολύ. Μετά από λίγο άκουσε τον Ρόλαντ να λέει:
«Όχι Ντον. Δεν θέλω να φάω. Δεν πεινάω. Μόλις έφαγα πρωινό».
«…»
«Όχι, δεν είμαι πεινασμένος», απάντησε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Αμέσως γύρισε στην Μέρι και την ρώτησε για την δουλειά της. Αν όλος ο όροφος είναι δική της υποχρέωση, αν το ξενοδοχείο είχε και μόνιμους ενοικιαστές εκτός από περαστικούς ταξιδιώτες. Εκείνη, νιώθοντας ότι κάτι προσπαθούσε να μάθει ή να βρει, κάτι που θα την έβαζε σε μπελάδες σίγουρα, προτίμησε να μην απαντήσει. Τότε εκείνος κοίταξε τριγύρω, τον ήσυχο διάκοσμο του δωματίου και της είπε ότι στο ξενοδοχείο Muehlebach είχαν προσπαθήσει να τον κλέψουν για ένα εσωτερικό δωμάτιο σαν το 1046. Η Μέρι όντας πλέον ακόμη πιο αμήχανη, μάζεψε τις βρεγμένες πετσέτες με βιαστικές κινήσεις κι έφυγε από το δωμάτιο.
Στις τέσσερις το απόγευμα, που οι φρεσκοπλυμένες πετσέτες είχαν στεγνώσει πάλι, η Μέρι, έβαλε ένα μεγάλο πακέτο στο τρόλεϊ της κι ανέβηκε στον δέκατο όροφο για να τις αφήσει στα δωμάτια. Πάντα το έβρισκε απλούστερο να ξεκινάει την δουλειά από ψηλά και να τελειώνει με τον πρώτο όροφο πριν σχολάσει. Φτάνοντας στο δωμάτιο 1046, άκουσε μια βραχνή φωνή από μέσα να μιλάει με τον Ρόλαντ. «Ποιος είναι;» την ρώτησε η άγνωστη φωνή. Η Μέρι είπε ότι ήταν η καμαριέρα κι ότι είχε φέρει τις φρέσκιες πετσέτες. «Δεν χρειαζόμαστε πετσέτες!» άκουσε τον άντρα να της φωνάζει απότομα. Η Μέρι έκανε μεταβολή και έφυγε.
Κεφάλαιο Τέταρτο – την ίδια μέρα
Εκείνο το απόγευμα, η Τζιν Όουεν, μια τριαντάχρονη γυναίκα, οδήγησε από το σπίτι της που βρισκόταν στο Λη Σάμιτ, μέχρι το Κάνσας Σίτυ για ψώνια, μια διαδρομή σαράντα τουλάχιστον λεπτών. Εκεί βρήκε τον φίλο της, τον Τζο Ράινερτ, που δούλευε σαν ανθοπώλης στο κέντρο του Κάνσας. Χάζευε τις βιτρίνες για ώρα, όταν ξαφνικά αισθάνθηκε μια αδιαθεσία και πριν προλάβει να αλλάξει γνώμη, πέρασε από το ανθοπωλείο, που βρισκόταν αρκετά κοντά, και είπε στον Τζο ότι θα ήταν καλύτερα να μην βγουν το βράδυ. Η ξαφνική κούραση που ένιωθε ήταν μεγαλύτερη ακόμη κι από την σαραντάλεπτη διαδρομή της επιστροφής. Κατέληξε στο ότι θα ήταν καλύτερα αν έκλεινε ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Πρέζιντεντ για εκείνο το βράδυ. Γύρω στις έξι και μισή, μπήκε στο δωμάτιό της. Κάπου είκοσι λεπτά αργότερα, τηλεφώνησε στον Τζο και του είπε ότι ήταν στο δωμάτιο 1048 του ξενοδοχείου. Ο Τζο, που περίμενε πως και πως για να βρεθεί με την ερωμένη του, έφτασε στο Πρέζιντεντ δυόμιση ώρες αργότερα, και αφού έμεινε μαζί της για ένα δίωρο ακόμα, έφυγε.
Περίπου μισή ώρα νωρίτερα, λίγο πριν τις έντεκα το βράδυ, ο Ρόμπερτ Λέιν, εργαζόμενος της εταιρείας ύδρευσης, οδηγούσε κατά μήκος της 13ης λεωφόρου. Ήταν ένα κρύο βράδυ και ελάχιστοι περπατούσαν στο δρόμο εκείνη την ώρα, κι αυτό ήταν αρκετό για να προσέξει κάτι παράξενο. Πλησιάζοντας την λεωφόρο Λίντια, είδε έναν άντρα να τρέχει φορώντας μόνο ένα σορτς, μια φανέλα και τα παπούτσια του. Απορημένος, σκέφτηκε ότι ο άντρας σίγουρα πάγωνε μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο και τον πλησίασε. Ο Λέιν τον φώναξε και εκείνος γύρισε και πλησίασε το αυτοκίνητο. Με το πρόσωπό του αυλακωμένο, ζήτησε συγνώμη λέγοντας «νόμιζα ότι είστε ταξί».
Ο Λέιν τον παρατήρησε και του είπε «δεν φαίνεσαι και πολύ καλά».
O άντρας μουρμούρισε «θα τον σκοτώσω αυτόν τον (…) αύριο θα τον σκοτώσω! », την ώρα που άνοιγε την πόρτα και καθόταν στο πίσω κάθισμα.
Όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα για να αντιδράσει. Ο Λέιν τον κοίταζε από τον μεσαίο καθρέφτη, όπως έκανε αναστροφή και κατευθύνθηκε προς την 12η λεωφόρο. Μια βαθιά γρατσουνιά στο αριστερό μπράτσο του άντρα αιμορραγούσε ελαφρά και κρατούσε τα χέρια του σε σφιχτές γροθιές. Ο Λέιν υπέθεσε ότι αυτή δεν ήταν η μόνη πληγή που είχε πάνω του. Όμως πριν προλάβει να καταλάβει τί γινόταν, ο άντρας του είπε να σταματήσει και, αφού κατέβηκε από το αυτοκίνητο, μπήκε στην θέση του οδηγού ενός παρκαρισμένου ταξί, κόρναρε και έβαλε μπροστά. Εις μάτην ο οδηγός του ταξί που έτρωγε το βραδινό του στο εστιατόριο στην απέναντι πλευρά του δρόμο προσπάθησε να τον σταματήσει. Ο Λέιν, αποσβολωμένος από ότι γινόταν στάθηκε για λίγο στην άκρη του δρόμου πριν φύγει.
Κεφάλαιο Πέμπτο – 4 Ιανουαρίου 1935
Στις 7 το πρωί, η Ντέλα Φέργκιουσον, η τηλεφωνήτρια του ξενοδοχείου, ξεκίνησε την βάρδια της. Και φυσικά για την Ντέλα εκείνες η πρωινές ώρες ήταν ήσυχες. Όμως δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει όταν μπήκε στο γραφείο της, ότι στον πίνακα, το ακουστικό του τηλεφώνου στο δωμάτιο 1046 φαινόταν να έχει βγει από την θέση του. Το λαμπάκι όμως σήμαινε ότι ίσως ο ένοικος του δωματίου να μιλούσε με κάποιον και περίμενε μέχρι τις επτά και δέκα, όταν είδε ότι ήταν ακόμη αναμμένο το λαμπάκι για να ειδοποιήσει τον Ράντολφ Προπστ και του ζήτησε να ανέβει στο δωμάτιο και να ζητήσει από τον επισκέπτη να βάλει το ακουστικό στη θέση του.
Ο Ράντολφ ανέβηκε στον δέκατο όροφο για να βρει την ταμπέλα «μην ενοχλείτε» κρεμασμένη έξω από την πόρτα του Ρόλαντ. Σκεπτόμενος ότι ίσως να κοιμάται, χτύπησε την πόρτα δυνατά χωρίς να πάρει απάντηση. Χτύπησε πάλι, αυτή τη φορά όμως, άκουσε μια φωνή να του λέει να μπει μέσα. Δοκίμασε να ανοίξει όμως η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ξαναχτύπησε για να πάρει την απάντηση «σβήσε τα φώτα». Αυτό όμως για τον Ράντολφ δεν έβγαζε νόημα. Χτύπησε αρκετές φορές και μην παίρνοντας πια απάντηση, φώναξε στον επισκέπτη να βάλει το ακουστικό του τηλεφώνου στην θέση του και γύρισε στο λόμπι. Η Ντέλα, που τον περίμενε στην άκρη του λόμπι, είδε τον Ράντολφ να κατεβαίνει έξαλλος και να της λέει ότι ο τύπος είναι μάλλον μεθυσμένος. «Περίμενε μια ώρα. Αν δεν το κλείσει στείλε κάποιον άλλο», θα της πει στο τέλος.
Συνεχίζεται…