Κεφάλαιο Έκτο – 4 Ιανουαρίου 1935
Η ένδειξη στον πίνακα της Ντέλα, επέμενε σαν πονοκέφαλος. Κοίταξε κλεφτά στο ρολόι της την ώρα. Ήταν οκτώ και μισή το πρωί. Η Ντέλα αυτή τη φορά, γνωρίζοντας καλά ότι ο Προπστ δεν θα ανέβαινε πάλι, φώναξε τον Χάρολντ Πάικ, τον γκρουμ που στεκόταν στα σκαλιά με το κόκκινο βελούδινο σακάκι του με τα χρυσά κουμπιά. Ο Πάικ ακολουθώντας την εντολή ανέβηκε στον δέκατο όροφο ράθυμα. Βλέποντας ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη, έβγαλε το πασπαρτού του και την άνοιξε, απορώντας πως ήταν δυνατόν, αφού αφενός η πόρτα έπρεπε να έχει κλειδωθεί απ’ έξω για να μπορεί να την ανοίξει, αφετέρου η Ντέλα του είχε πει ότι ο επισκέπτης ήταν στο δωμάτιό του. Έκανε ένα μικρό βήμα προς το δωμάτιο και κοίταξε γύρω του εξονυχιστικά, μέχρι που είδε από το φως του διαδρόμου, την σκιά του Όουεν ξαπλωμένη και γυμνή στο κρεβάτι. Το τηλέφωνο ήταν ριγμένο στο πάτωμα, και ο Πάικ, σαν γάτα που κινείται αθόρυβα μέσα σε θάμνους πήγε μέχρι το κομοδίνο για να βάλει στην θέση του το τηλέφωνο. Έκανε μερικά βήματα προς την πόρτα, γύρισε για να τσεκάρει αν το ακουστικό ήταν στην θέση του, και επέστρεψε στο πόστο του. Περνώντας απ’ έξω από το γραφείο της Ντέλα, της είπε: «Μάλλον πιωμένος είναι, κοιμόταν γυμνός στο κρεβάτι του αν θες να ξέρεις».
Πέρασαν δύο ώρες, όταν ξαφνικά η Μπέτι Κόουλ, η υπεύθυνη του τηλεφωνικού κέντρου, εκνευρισμένη είδε πάλι την φωτεινή ένδειξη από το δωμάτιο 1046 αναμμένη. Έριξε ένα λοξό βλέμμα στην Ντέλα και φώναξε πάλι τον Ράντολφ Προπστ, που της είπε ότι θα πήγαινε αμέσως μόλις τέλειωνε την δουλειά του. Γύρω στις 11, ο Ράντολφ Προπστ ξαναβρήκε την ταμπέλα «μην ενοχλείτε» κρεμασμένη από το πόμολο. Άνοιξε αμέσως την πόρτα και βρήκε τον Όουεν στο μισό μέτρο από την πόρτα να στέκεται στα γόνατα και στους αγκώνες του στο πάτωμα κρατώντας το κεφάλι του μέσα στα χέρια του. Άναψε το φως για να διαπιστώσει ότι είχε αίμα στο κεφάλι. Έτρεξε προς τα μέσα, έβαλε το τηλέφωνο στη θέση του και τότε είδε ότι οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ένα πάνω από το κρεβάτι και στο μπάνιο.
Ο Προπστ έτρεξε έντρομος στον υποδιευθυντή, Μ.Σ. Γουίβερ για να του πει τι ανακάλυψε. Εκείνος πάλι ανέβηκε στο δωμάτιο αμέσως, όμως δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα παρά μόνο μερικά εκατοστά. Το σώμα του Όουεν είχε πέσει από πίσω της. Ήταν το δεύτερο άτομο που κατέβηκε στο ισόγειο έχοντας χάσει το χρώμα του. Κάλεσε την αστυνομία και μετά από λίγο οι ντετέκτιβ Τζόνσον και Έλντριτζ έφτασαν, συνοδεία του γιατρού Φλάντερς από το Γενικό Νοσοκομείο. Στην είδηση αυτής της υπόθεσης στα κεντρικά, ακόμη δύο ντετέκτιβ έφτασαν μετά από λίγο στο ξενοδοχείο. Βρήκαν τον Όουεν δεμένο μ’ ένα καλώδιο, που ξεκίναγε γύρω από τον λαιμό του, κατέβαινε στα στους καρπούς των χεριών κι από εκεί στους αστραγάλους του. Ο γιατρός τους ανακοίνωσε πως είχε βασανιστεί άσχημα. Μαχαιριές είχαν ανοίξει βαθιές πληγές στο στήθος του γύρω από την καρδιά του. Μια σίγουρα είχε πληγώσει τον πνεύμονά του και το κρανίο του είχε σπάσει στην δεξιά πλευρά, όπου είχε χτυπηθεί παραπάνω από μια φορές. Ο μελανιασμένος του λαιμός μαρτυρούσε ίχνη πάλης. Το αίμα είχε βάψει το δωμάτιο ακόμη και στο ταβάνι. Ο δρ. Φλάντερς έκοψε τα καλώδια. Ελευθερωμένος από τα δεσμά του, ο Όουεν άνοιξε τα μάτια. Ο ντετέκτιβ Τζόνσον στάθηκε από πάνω του και τον ρώτησε ποιος ήταν στο δωμάτιο μαζί του. «Κανείς», απάντησε ξεψυχισμένα ο Όουεν. Μα ήταν δυνατόν να το έχει κάνει μόνος του, αναρωτήθηκε ο Τζόνσον. Ο Έλντριτζ διάβασε την απορία του στα σμιγμένα του φρύδια.
«Προσπάθησες να αυτοκτονήσεις;» θα τον ξαναρωτήσει ο Τζόνσον.
«Όχι», ήταν η απάντηση που κατάφερε να δώσει ο Όουεν πριν πέσει αναίσθητος.
Κεφάλαιο Έβδομο – 4 Ιανουαρίου 1935
Το ασθενοφόρο είχε μεταφέρει τον Ρόλαντ στο νοσοκομείο, όμως ο δρ. Φλάντερς είχε προλάβει από μια πρόχειρη εξέταση να βγάλει συμπεράσματα. «Το αίμα έχει πήξει ήδη εδώ και ώρα. Ήταν μια σκληρή μάζα», είπε στους ντετέκτιβ. Οπωσδήποτε είχε περάσει ένα εξάωρο από την ώρα που δέχτηκε τα χτυπήματα.
«Πολύ πριν τις 7 το πρωί που ο Προπστ πρωτοανέβηκε στο δωμάτιο», ψιθύρισε ο Τζόνσον στον Έλντριτζ.
Οι νέοι ντετέκτιβ ήξεραν από την πρώτη στιγμή ότι είχαν να κάνουν με έναν σκληρό γρίφο. Αυτό που τους προβλημάτιζε περισσότερο δεν ήταν το τι έβρισκαν τριγύρω, αλλά το τι δεν έβρισκαν. Δεν είχε απομείνει τίποτα από τα ρούχα του θύματος στο δωμάτιο, ούτε το μαύρο παλτό με το οποίο ο Ρόλαντ είχε φτάσει στο ξενοδοχείο, ούτε το κοστούμι του, ούτε κάλτσες, ούτε παπούτσια. Το μόνο που βρήκαν ήταν μια γραβάτα με ετικέτα από το Νιού Τζέρσεϋ, από ένα μαγαζί που βρισκόταν μίλια μακριά.
«Ποιος άνθρωπος που θέλει να αυτοκτονήσει εξαφανίζει τα μπουκαλάκια του σαμπουάν από το μπάνιο μαζί με την οδοντόπαστά του;», ρώτησε δυνατά ο Έλντριτζ.
«Ποιος είπε ότι έχουμε να κάνουμε με αυτοκτονία;» του απάντησε μ’ ένα στραβό χαμόγελο στα χείλη ο Τζόνσον.
Ο Έλντριτζ έριξε μια ματιά στο σημειωματάριό του. «Καθόλου ρούχα, προσωπικά είδη υγιεινής, πουθενά το μαχαίρι…Το μόνο που μας μένει είναι η γραβάτα, μια παραμάνα, ένα τσιμπιδάκι μαλλιών, ένα γεμάτο μπουκάλι θειικού οξέος, κι ένα τσιγάρο που δεν το άναψαν ποτέ», του είπε και ανασήκωσε τους ώμους του από απογοήτευση.
«Κι ένα ποτήρι με αποτυπώματα», του είπε αμέσως ο Τζόνσον, στεκόμενος μπροστά στο παράθυρο. «Κι είναι μικρά Έλντριτζ. Μικρά και κομψά. Δεν μου το βγάζεις από το μυαλό ότι κάποια γυναίκα είναι μπερδεμένη σε όλο αυτό».
«Κάποιος πρέπει να άκουσε κάτι…», απάντησε ο Έλντριτζ. «Δεν γίνεται να μην φώναξε και δεν ήταν φιμωμένος».
Ο Τζόνσον έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι του, έβγαλε ένα μπουκαλάκι bourbon από την τσέπη του και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά. Η σκέψη του πήγαινε στα αποτυπώματα. Σκέφτηκε ότι ένας άντρας πιθανότατα θα χρησιμοποιούσε ένα πιστόλι. Ήταν πιο εύκολο για τους άντρες να βρουν ένα πιστόλι. Μια γυναίκα θα χρησιμοποιούσε το κουζινομάχαιρό της, το έγκλημα θα ήταν πιο προσωπικό, και αυτό εξηγούσε και το τσιμπιδάκι. Όμως μέσα του δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μια γυναίκα θα είχε την δύναμη να δέσει με αυτόν το τρόπο ένα νέο και σίγουρα πιο δυνατό άντρα από αυτήν.
Στο λόμπι επικρατούσε πανικός. Οι λίγοι επισκέπτες που είδαν το σώμα του Ρόλαντ να μεταφέρεται στο νοσοκομείο, διέσπειραν αποτελεσματικά τον πανικό στους υπόλοιπους που με τρόμο άκουγαν ότι μια δολοφονία είχε γίνει τόσο κοντά τους. Τα περιπολικά με τους αναμμένους φάρους, παρκαρισμένα έξω από την είσοδο γεννούσαν σενάρια σχετικά με τον δολοφόνο.
Ο Τζόνσον, πέρασε μέσα από το έντρομο πλήθος των επισκεπτών, και έριξε μια ματιά στο βιβλίο επισκεπτών. Στο κοντινότερο δωμάτιο είχε μείνει η Τζιν Όουεν το προηγούμενο βράδυ. Έκλεισε το μάτι του στον Έλντριτζ, ο οποίος με τη σειρά του έδωσε εντολή στον υποδιευθυντή να τους οδηγήσει όλους στη σάλα χορού του ξενοδοχείου για ανάκριση.
Στο δωμάτιο χορού
Η Τζιν Όουεν ήταν εκνευρισμένη με την όλη υπόθεση και το έκανε εμφανές. Κοίταζε κατάματα τον ντετέκτιβ Τζόνσον, με το ένα φρύδι ανασηκωμένο. «…δεν έχω καμία σχέση με τον Όουεν που μου λέτε. Καμία απολύτως! Το μόνο που ξέρω είναι ότι χθες το βράδυ είχε πολύ θόρυβο στον όροφο που έμενα. Μετά βίας κατάφερα να κοιμηθώ. Ο πονοκέφαλος δεν έλεγε να με αφήσει κι έτσι έμεινα ξάγρυπνη μέχρι αργά. Αρκετά για να ακούσω το πάρτι που γινόταν σε κάποιο από τα δωμάτια του ορόφου».
«Τί ακριβώς ακούσατε;»
«Άντρες και γυναίκες να μιλάνε δυνατά και να βρίζουν. Ήταν τόσο δυνατά που είχα αποφασίσει να καλέσω τη ρεσεψιόν για να διαμαρτυρηθώ αλλά τελικά δεν το έκανα…»
Ο ντετέκτιβ Τζόνσον γύρισε τότε στον Τσαρλς Μπλόχερ, τον υπάλληλο του ασανσέρ. «Σίγουρα ο κος. Μπλόχερ μπορεί να μας πει σε ποιον όροφο γινόταν το πάρτι».
«Έπιασα δουλειά λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Μέχρι τη μιάμιση το βράδυ ανεβοκατέβαινα συνέχεια. Μετά η δουλειά έπεσε λίγο και τότε κατάλαβα ότι γινόταν ένα πάρτι στο δωμάτιο 1055».
«Πώς είστε τόσο βέβαιος ότι το πάρτι γινόταν εκεί;» τον διέκοψε αυτή τη φορά ο Έλντριτζ.
«Μια γυναίκα μπήκε στο ασανσέρ. Την αναγνώρισα γιατί ερχόταν συχνά στο ξενοδοχείο. Δεν την ήξερα προσωπικά, αλλά ήξερα ότι έρχεται με διάφορους άντρες εδώ, αν καταλαβαίνετε τί εννοώ. Την ανέβασα στον δέκατο όροφο και μόλις φτάσαμε με ρώτησε σε ποια πλευρά είναι το δωμάτιο 1026. Την κατεύθυνα προς τα δεξιά και κατέβηκα κάτω. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και πήρα σήμα να ξανανέβω. Ήταν η ίδια γυναίκα που με περίμενε στην πόρτα του ασανσέρ. Παραπονέθηκε ότι ο άντρας που έψαχνε δεν ήταν στο δωμάτιο 1026 όπως νόμιζε, γιατί ποτέ δεν την κάλεσε χωρίς λόγο και μετά αναρωτήθηκε αν έπρεπε να πάει στο 1024, γιατί εκεί το φως ήταν αναμμένο. Το είχε δει λέει κάτω από την χαραμάδα. Δεν ήξερα τί να της πω…όμως τελικά αντί να μπει στο ασανσέρ κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο πάλι. Ίσως να ήταν όντως στο 1024 ο άντρας που έψαχνε γιατί μετά από μισή ώρα, ίσως σαράντα λεπτά, πήρα σήμα να ξανανέβω στον δέκατο όροφο. Αυτή τη φορά πάλι, μπήκε στο ασανσέρ και κατέβηκε στο λόμπι και έφυγε. Μετά από μια ώρα ξαναγύρισε με τη συντροφιά ενός άντρα και τους ανέβασα στον ένατο όροφο, από όπου επέστρεψα για να την πάρω κατά τις τέσσερις και τέταρτο το πρωί. Όταν κατεβήκαμε στο λόμπι την είδα να φεύγει από το ξενοδοχείο. Κάπου γύρω στις τεσσεράμισι πήρα τον άντρα από τον ένατο όροφο. Παραπονέθηκε ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί κι ότι θα έβγαινε για μια βόλτα…»
Μόνος του στη σάλα ο Τζόνσον, αναρωτιόταν όση ώρα έλειπε ο Έλντριτζ, αν όντως η γυναίκα αυτή πήγαινε στο 1026, ή μήπως το είπε για άλλοθι και έψαχνε για το 1046. Μήπως είχε πάει εκεί για τον Όουεν ή έψαχνε για κάποιον άλλο άντρα; Κι αυτό το πάρτι που γινόταν στο 1055, πώς μπορούσε να είναι τόσο σίγουρη για το δωμάτιο η Τζιν; Ακόμη κι αν υπέθετε ότι η άγνωστη αυτή γυναίκα πήγαινε στο 1046, τί σχέση μπορεί να είχε ο άντρας με τον οποίο ανέβηκε στον ένατο όροφο; Μα όλο αυτό ήταν ένα παζλ στο μυαλό του ντετέκτιβ, όταν κοίταζε στο μπλοκάκι του την ώρα που έφυγαν. Κι ήταν πολύ νωρίτερα από την ώρα που ο γιατρός του είπε ότι δέχτηκε τις μαχαιριές. Ίσως η Τζιν να είχε σχέση με τον Όουεν, το επώνυμό τους να μην ήταν όπως έλεγε εκείνη μια απλή συνωνυμία, αλλά ο Έλντριτζ επιβεβαίωσε το άλλοθι της με τον Τζο. Δεν του άρεσε που έπρεπε να διαγράψει το όνομά της από το μπλοκάκι, ήταν άλλωστε η μόνη που έμενε τόσο κοντά στο 1046, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Ο Μπλόχερ του είχε περιγράψει ένα ψηλό άντρα που φορούσε ένα καφέ παλτό με ασορτί παπούτσια και καπέλο, όπως ήταν και τα δικά του ρούχα. Η γυναίκα πάλι ήταν εξίσου ψηλή, αδύνατη, και φορούσε ένα παλτό από δέρμα φώκιας με γιακά από λευκή γούνα. Αυτό το θυμόταν και ο ρεσεψιονίστ που έκανε την βραδινή βάρδια. Κι όμως, ακόμη κι αν το παλτό ξεχώριζε, ο Τζόνσον ένιωθε σαν να ψάχνει για ψύλλους στ’ άχυρα από τις περιγραφές. Όμως το δωμάτιο του Όουεν ήταν πολύ κοντά στο κλιμακοστάσιο, και αναρωτήθηκε αν ανεβοκατέβηκαν από εκεί για να τον μαχαιρώσουν. Άναψε ένα τσιγάρο και έφυγε για το αστυνομικό τμήμα.
Κεφάλαιο Όγδοο – 5 Ιανουαρίου 1935
Ο Τζόνσον καθόταν στην κουζίνα του σπιτιού του, ακούγοντας μπλουζ, περιμένοντας ένα τηλεφώνημα. Το bourbon δεν κατάφερνε να ξεθολώσει τη σκέψη του. Λίγο πριν επιστρέψει σπίτι του, είχε στείλει την ταυτότητα του Όουεν για εξακρίβωση στο αστυνομικό τμήμα του Λος Άντζελες, μια δουλειά καθαρά διαδικαστική. Ήθελε να πιστεύει ότι τελικά ο Όουεν θα τα κατάφερνε. Ήταν αρκετά νέος για να τα καταφέρει να επιζήσει. Όμως λίγο μετά τα μεσάνυχτα, πήρε ένα τηλεφώνημα από το νοσοκομείο. Η νοσοκόμα του ανακοίνωσε ότι ο Όουεν είχε πεθάνει. Δεν του έμενε τίποτα άλλο, από το να περιμένει τα νέα από το Λος Άντζελες, όταν ο ήλιος θα σηκωνόταν πάνω από την πόλη, πολύ μετά το Κάνσας.
Μέχρι να λάβει νέα από την δυτική ακτή, ο Τζόνσον πέρασε από το ξενοδοχείο Muehlebach για να επιβεβαιώσει ότι ο Όουεν είχε μείνει εκεί. Ο ρεσεψιονίστ ρίχνοντας το βλέμμα του στην φωτογραφία του απάντησε ότι θυμόταν τον άντρα που είχε μείνει εκεί, μόνο που γράφτηκε στο βιβλίο επισκεπτών ως Γιουτζίν Σκοτ. Οι υποψίες του ότι πιθανότατα ο Όουεν είχε χρησιμοποιήσει διαφορετικές ταυτότητες επιβεβαιώθηκε αργότερα όταν έλαβε δύο τηλεφωνήματα: το ένα από το Λος Άντζελες που του επιβεβαίωνε ότι δεν υπήρχε κανένας Όουεν η Σκοτ από εκεί, το άλλο από το ξενοδοχείο Πρέζιντεντ, όταν τον κάλεσε ο υποδιευθυντής για να του πει ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας μια γυναίκα είχε πάρει τηλέφωνο για να μάθει αν επρόκειτο για ένα πελάτη της, ο οποίος της είχε πει ότι ήταν από το Κλίντον του Μιζούρι.
Την Κυριακή εκείνη, με ένα τσιγάρο να κρέμεται πεισματικά από τα χείλη του, ο Τζόνσον είδε κοντά 300 άτομα να πηγαίνουν στο γραφείο τελετών Mellody-Mc Gilley, για να δουν το σώμα του άγνωστου πια άντρα. Ένας από αυτούς ήταν ο Ρόμπερτ Λέιν, που έσπευσε αμέσως να πει την ιστορία με τον άντρα που μπήκε στο αμάξι του λίγες μέρες νωρίτερα, στον ντετέκτιβ. Παρότι η ιστορία δεν του φάνηκε τραβηγμένη, ο Τζόνσον δεν καταλάβαινε πώς γινόταν για όσες μέρες έμενε στο ξενοδοχείο, να κάνει όλα αυτά τα πέρα δώθε χωρίς κανείς από τους εργαζόμενους να τον έχει πάρει χαμπάρι. Σίγουρα, κάποιος θα τον είχε δει να μπαίνει μέσα ή να βγαίνει ντυμένος τόσο ελαφρά, όσο περιέγραφε ο Λέιν, όμως κάτι τέτοιο δεν του επισημάνθηκε, κι έτσι το ένστικτό του του είπε ότι αποκλείεται ο νεαρός άντρας που είχε δει ο Λέιν και αυτός που βρισκόταν ξαπλωμένος στο φέρετρο να είναι το ίδιο άτομο.
Το θέμα ήταν να βρεθεί η πραγματική ταυτότητα. Μόνο τότε θα κατάφερνε να ακολουθήσει τα ίχνη του. Κι αφού κανείς δεν μπορούσε στο Κάνσας να του πει ποιος ήταν, ο Τζόνσον άρχισε να στέλνει την φωτογραφία του σε όλα τα αστυνομικά τμήματα της χώρας. Όσο ο κόσμος έβλεπε την φωτογραφία του, τόσο έτρεχε ο κόσμος με την ελπίδα ότι θα έβρισκε στο πρόσωπό του ένα χαμένο συγγενή και σε κάθε απογοήτευση ο Τζόνσον κατάφερνε να αποκλείσει σενάρια στο μυαλό του. Το δεύτερο που μπορούσε να κάνει, ήταν να βρει τον «μυστηριώδη Ντον», που τόσο έντονα του είχε περιγράψει η καμαριέρα. Άραγε ο άντρας που είχε πάει στο ξενοδοχείο μαζί με τη γυναίκα και ο Ντον να είναι το ίδιο πρόσωπο, αναρωτήθηκε εις μάτην.
Τίποτα δεν έβγαζε νόημα. Όσοι είχαν δει τον Όουεν στο γραφείο κηδειών, έδιναν και διαφορετικές πληροφορίες. Ένας άντρας, ο Έρνεστ Τζόνσον, τον είχε αναγνωρίσει ως ξάδερφό του, με το όνομα Χάρβει Τζόνσον, μόνο που όταν αργότερα βρήκαν την αδερφή του Έρνεστ, εκείνη τους είπε ότι ο Χάρβει είχε πεθάνει πέντε χρόνια πριν. Λίγες μέρες αργότερα, στις 12 του Γενάρη, ο Τόνι Μπερνάρντι από το Λίτλ Ροκ του Αρκάνσας, του είπε ότι το όνομά του ήταν Σέσιλ Βέρνερ, κι ότι τον είχε προσεγγίσει για να πάρει μέρος σε παράνομους αγώνες μποξ. Μάλιστα του είπε ότι είχε παλέψει ενάντια στον Τσαρλς Λοκ. Όμως ο Τσαρλς Λοκ δεν τον αναγνώρισε καν στην φωτογραφία όταν τον βρήκε ο ντετέκτιβ, και επέμεινε ότι ποτέ δεν πάλεψε μαζί του.
Τίποτα δεν έβγαζε νόημα. Κι όσο περνούσαν οι μέρες, κανένα στοιχείο δεν ερχόταν στην επιφάνεια. Ο Τζόνσον άφησε τον λεπτό φάκελο της υπόθεσης στην άκρη του γραφείου του, και ήπιε μια ακόμη γουλιά bourbon.
Κεφάλαιο Ένατο – Μάρτιος 1935
Το γραφείο κηδειών Mellody-McGilley έλαβε ένα τηλεφώνημα λίγο πριν κλείσει το βράδυ. Μια άγνωστη γυναικεία φωνή είπε ότι ήταν πρόθυμη να πληρώσει για την κηδεία του άντρα που ακόμη η πραγματική του ταυτότητα παρέμενε άγνωστη. Θα τους έστελνε σύντομα τα λεφτά. Ο Μακ Γκίλεϋ τηλεφώνησε στην αστυνομία και σύντομα το πτώμα του Όουεν/Σκοτ, ή όπως λεγόταν θάφτηκε. Εκείνη την Τετάρτη μετά την κηδεία, μια γυναίκα τηλεφώνησε στην εφημερίδα Journal Post και επέμεινε, αφήνοντας άγνωστη την ταυτότητά της, ότι ο Όουεν δεν θάφτηκε σε κανένα κενοτάφιο, όπως νόμιζαν στην εφημερίδα, αλλά είχε ταφεί κανονικά στο κοιμητήριο. «Πάρτε το γραφείο κηδειών», τους είπε «και θα δείτε ότι τα έξοδα για τα λουλούδια έχουν πληρωθεί». 13 τριαντάφυλλα ήταν πάνω στον τάφο, με ένα σημείωμα που έλεγε «Θα σ’ αγαπώ για πάντα. Λουίζ».
Κεφάλαιο Δέκατο – Ενάμισι έτος μετά
Οι μήνες περνούσαν, όμως τόσο η ταυτότητα του Όουεν, όσο και ο μυστηριώδης Ντον παρέμεναν άλυτα μυστήρια για τους ντετέκτιβ που πια δεν ήλπιζαν σε τίποτα. Το μόνο πράγμα που έδινε ελπίδα ήταν ένα άρθρο του American Weekly Magazine, με τον τίτλο «Το μυστήριο του δωματίου 1046». Αν κάποιος αναγνώριζε τον Όουεν, μόνο τότε θα έπαιρνε ξανά η υπόθεση μπρος. Αυτό όμως θα έπαιρνε ενάμισι έτος.
Το φθινόπωρο του 1936, μια γυναίκα από το Μπέρμινγκχαμ της Αλαμπάμα, τυχαία έπεσε πάνω στο παλιό τεύχος του περιοδικού. Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες βρήκε το άρθρο και αναγνώρισε στην φωτογραφία του Όουεν τον γιο μιας φίλης της, που είχε φύγει από το σπίτι από τον Απρίλιο του 1934. Το όνομά του ήταν Άρτεμους Όγκλτρι.
Η αστυνομία πήγε κατευθείαν στο σπίτι της Ρούμπι Όγκλτρι, της μητέρας του. Για ενάμισι χρόνο, η κα. Όγκλτρι δεν είχε λάβει τίποτα από τον γιό της εκτός από τρία μικρά γράμματα, γραμμένα σε γραφομηχανή. Το πρώτο είχε γραφτεί την άνοιξη του 1935, αφού το σώμα του Όουεν είχε βρεθεί στο δωμάτιο. Η κα. Όγκλτρι ήταν τόσο απελπισμένη όλο εκείνο το διάστημα να βρει τον γιό της που είχε ανταλλάξει γράμματα ακόμη και με τον Χούβερ ζητώντας την βοήθειά του. Όταν όμως οι αστυνομικοί της έδειξαν τη φωτογραφία στο άρθρο, εκείνη αμέσως βρήκε στην φιγούρα τον γιό της. Είχε μόλις κλείσει τα 17 όταν πέθανε, και τους εξήγησε ότι η ουλή πάνω στο κεφάλι, πίσω από το αυτί του, ήταν αποτέλεσμα ενός ατυχήματος όταν ήταν παιδί.
Έστω και μετά από τόσο καιρό, η αστυνομία κατάφερε να ιχνηλατήσει τις κινήσεις του Άρτεμους. Ο Τζόνσον βρήκε ότι ο Όγκλτρι, πριν μείνει στο ξενοδοχείο Πρέζιντεντ, είχε μείνει και σ’ ένα άλλο, το St. Regis, όπου είχε μοιραστεί το δωμάτιο με έναν ακόμη άντρα, που πιθανότατα ήταν ο μυστηριώδης Ντον.
Όμως αυτό δεν απαντούσε κανένα από τα ερωτήματά του. Ποιος και γιατί είχε σκοτώσει τον Άρτεμους; Ήταν μόνος ή είχε βοήθεια; Τί ακριβώς έγινε στο δωμάτιο 1046 εκείνο το βράδυ; Και πώς έγινε χωρίς κανείς να δει ή να καταλάβει τίποτα; Η βραχνή φωνή που είχε ακούσει η καμαριέρα ήταν ο Ντον; Και ποια ήταν η Λουίζ;
Ο Δρ. Χόρνερ κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Κόντευε να ξημερώσει πια. Διάβασε τις τελευταίες γραμμές στον φάκελο. Μια θεωρία ήταν ότι ο Άρτεμους έπαιρνε μέρος σε παράνομους αγώνες μποξ για λογαριασμό της μαφίας. Μια άλλη, έλεγε ότι η αρραβωνιαστικιά του τον σκότωσε γιατί την απατούσε με άλλη γυναίκα. Καμία θεωρία όμως δεν αποδείχτηκε αληθινή. Μέσα στον φάκελο βρήκε ένα μικρό χαρτάκι που είχε γράψει ο Τζόνσον, την δεκαετία του ’50 πια. «Ποτέ δεν θα πάψω να ψάχνω…»