Λονδίνο, 14 Σεπτεμβρίου 1767.
Η Ρόουζ περπατούσε ανάμεσα από τα πλακόστρωτα στενά, τραβώντας την οκτάχρονη κόρη της, Άννα, από το χέρι, προσπερνώντας τις καθαρίστριες που κουβαλούσαν στους ώμους τους τους γεμάτους κουβάδες από τις τουαλέτες τις περιοχής, και που τώρα ανέδιδαν την έντονη δυσοσμία τους στον πρωινό αέρα. Περπατούσε τόσο γρήγορα, που το αέρινο παιδικό βήμα της κόρης της φτερούγιζε στον αέρα. Είχε μόλις χαράξει, όμως τα σκούρα κτίρια από τούβλο και πέτρα κρατούσαν το ημίφως στους δρόμους μέχρι κάτω, το ποτάμι.
Αν και η στεναχώρια μέσα της έμοιαζε με ένα μαύρο σύννεφο βροχερής μέρας, η καινούργια ζωή, μια μαύρη ζωή, που περίμενε εκείνη και την κόρη της δεν της άφηνε περιθώρια να ξεσπάσει η καταιγίδα στα μάτια της. Είχε μόλις ένα μήνα που είχε μείνει χήρα. Και απένταρη. Τα μόνα χρήματα που της είχαν απομείνει ήταν αρκετά για να πάρει μια άμαξα αργότερα, όταν θα παρέδιδε την κόρη της στην Ελίζαμπεθ, για να την πάει στο καινούργιο της σπίτι. Το νέο της αφεντικό, ένας αριστοκράτης χήρος με τρία παιδιά, εξ αρχής το ξεκαθάρισε πω χώρος για δύο νέες υπηρέτριες προς το παρόν δεν υπήρχε, πόσο μάλλον για ένα παιδί ακόμη, κι έτσι η κόρη της ξαφνικά της είχε γίνει ένα επιπλέον βάρος. Όμως μέσα της η σιγουριά ότι η Ελίζαμπεθ θα την πρόσεχε την έκανε να νιώθει ασφαλής. Άλλωστε εκείνη την μεγάλωσε. Όταν ήταν ένα ορφανό κορίτσι κι η ίδια, η Ελίζαμπεθ την πήρε υπό την προστασία της και της έμαθε όσα ήξερε. Κι αν η Άννα φαινόταν έξυπνη από την αρχή, σύντομα κι εκείνη με την σειρά της θα έβρισκε μια καλοπληρωμένη δουλειά και μια στέγη πάνω από το κεφάλι της.
Στρίβοντας όμως προς το πάρκο του Τάιμπερν, ένας μανιασμένος όχλος, ένα πλήθος που μύριζε ιδρώτα και γη, την παρέσυρε προς τα μέσα του πάρκου, εκεί που έστεκε το καταραμένο δέντρο του Τάιμπερν, η κρεμάλα που όλοι γνώριζαν ότι ήταν ο τόπος εκτελέσεων αυτού του κομματιού της πόλης.
«Θάνατος στην φόνισσα!» φώναξε μια γυναίκα στο πλήθος κρατώντας μια τσουγκράνα στο χέρι, και όλοι μαζί γύρω της άρχισαν να κραυγάζουν δυνατά, όσο ο δήμιος φαινόταν να ετοιμάζεται για το λειτούργημά του.
«Μα ποιο φριχτό φονικό έγινε; Ποιαν πάνε στην κρεμάλα;» ρώτησε η Ρόουζ παίρνοντας την κόρη της στην αγκαλιά της.
«Δεν το έχετε ακούσει; Σήμερα κρεμάνε την Ελίζαμπεθ Μπράουνριγκ, την φόνισσα της Φέτερ Λέιν! Μα τί πάθατε; Γιατί χλομιάσατε έτσι;» την ρώτησε το νεαρό αγόρι που στεκόταν δίπλα της.
«Πες μου λοιπόν τί έγινε; Με ποιες βαριές κατηγόριες σφράγισε ο θάνατος την μοίρα της γυναίκας;»
«Μόνο βαριές δεν είναι. Ο θάνατος την γύρευε και δίκαια σας λέω», της είπε το αγόρι και όλοι την κυκλώσανε σαν γάτες που στα μάτια της είδαν ένα ποντίκι και άρχισαν με την σειρά να της εξιστορούνε.
«Για όλα αυτά που έκανε στα δύσμοιρα κορίτσια, ο θάνατος είν’ βάλσαμο για όλες τις πληγές τους», της ψιθύρισε μια γυναίκα από την άλλη πλευρά τραβώντας της το μανίκι.
«Όπου όλα αρχινήσανε πριν από λίγα χρόνια. Με εκείνα εκεί τα ορφανά που ‘στειλε η εκκλησία, για να τους μάθει έλεγαν πώς να κρατάνε σπίτια. Όμως η μέγαιρα αυτή, που όντως καρδιά δεν είχε, σαν δούλες τους φερότανε, σαν να’ τανε σκυλιά…»
«Το πρωί της ξεθέωνε, τις έβριζε, χτυπούσε, το βράδυ νηστικές κι αυτές για ύπνο σαν πηγαίναν, κατάρες τους εδιάβαζε και το νερό στερούσε. Μέσα στα κάρβουνα κι αυτές, σαν άλλες Σταχτοπούτες, το φαΐ ονειρεύονταν, ποντίκια τις ετρώγαν…»
«Μια μέρα έκλεψε φαΐ, η μια απ’ τις δύο. Η Μέρι Μίτσελ ήτανε που έκλεψε καρύδια, μόνο που η ανόητη την πόρτα δεν κλειδώνει, κι από την άκρη η κυρά την βλέπει και θυμώνει. Αμέσως την εδέσανε ο γιός της και ο άντρας, σε μια καρέκλα ολόγυμνη με τους γλουτούς να φέγγουν, κι εκείνη, η Ελίζαμπεθ με το μαστίγιό της, βαθιά στο δέρμα άφηνε γραμμές από αίμα…μετά σειρά επήρανε αμέσως και οι άντρες, κι όσο εκείνη βάραγαν, εκείνη εγελούσε και μέσα στο στομάχι της σταφύλια ετρυγούσε…όμως εκείνη την νυχτιά η Μέρι σαν συνήλθε, την πόρτα βρήκε ανοιχτή και άρχισε να τρέχει…»
«Στην εκκλησιά κατέφυγε, στον πάστορα τον ίδιο, που μόλις την εθώρισε, τρόμος βαθύς τον πιάνει. Νερό της δώσαν και φαΐ, κι η δύστυχη η Μέρι, μόλις συνήλθε κάμποσο άρχισε να τους λέει, πώς τις βαρούσε τακτικά, πώς τα μαλλιά τραβούσε, και πως η Ελίζαμπεθ τον όρκο δεν κρατούσε. Ο πάστορας την άκουσε, μα λέξη δεν πιστεύει κι όλο περίμενε κι αυτός μην κάποιος την γυρέψει. Πάει στον λόγιο γνωστό, τον δικηγόρο Γουίλσον κι εκείνος πένα έπιασε κι έγραψε ένα γράμμα…»
«Κι έλεγε στην Ελίζαμπεθ τι έλεγε ο νόμος! Εκείνη δεν φοβήθηκε, την Μέρι επιστρέψαν, κι όλος ο κόσμος έχαψε το μαύρο παραμύθι, που η κοπέλα έλεγε λες κι ήταν ένα ψέμα…»
«Και τότε τα χειρότερα έκαμε η κακούργα, στην Μέρι Κλίφορντ την φτωχιά, την άλλη της την δούλα. Τόσα που όλοι είπανε πως κάλλιο πόρνη να’τανε κάπου στο Ουάιτσαπελ, πάρα στα χέρια να έπεφτε εκείνης της γυναίκας. Ποιος να μας έλεγε παλιά πως η σεβαστή μαία, τόση κακία έκρυβε για εκείνα τα κορίτσια;»
«Την Μέρι Κλίφορντ έδεσε ψηλά απ’ το ταβάνι, το σώμα της κρεμιότανε, σαν ψάρι σπαρταρούσε, για τέσσερα μερόνυχτα με ένα καμουτσίκι, με την σειρά το έπαιρναν και την πληγιάζαν όλοι. Η Λιζ λένε πως γέλαγε, τον άντρα της φιλούσε, την Μέρι όταν την άφησαν, στην κάμαρα βογκούσε. Τόσο το φχαριστιότανε η βρώμα, η πανούργα, που λίγο κιόλας έλειψε μπροστά της να το κάνουν όσο η νιά ‘βοήθεια’ τους επαρακαλούσε! Και τότε που όλες οι πληγές βρωμούσαν απ’ το πύο, την έριξαν στο πάτωμα και στο μαντρί την βάλαν, μαζί με τα γουρνόπουλα να πέσει να πεθάνει. Όμως το επόμενο πρωί, ο φούρναρης την είδε, που τα μακριά μαύρα μαλλιά είχαν μπλεχτεί στα στάχυα, κι αμέσως έτρεξε γοργά στον πάστορα και είπε, πώς μες το σπίτι στην γωνιά τα βάσανα δεν λείπαν…»
«Και τότε πια τί έγινε;» τους ρώτησε η Ρόουζ. «Πείτε μου πως την έσωσαν, πείτε μου μόνο αυτό!»
«Ο φούρναρης τον πάστορα επήρε απ’ το χέρι, μαζί στο σπίτι πήγαινε, την πόρτα τους χτυπούσαν. Η Λιζ την πόρτα άνοιξε και τα αρνήθηκε όλα, μα ο πάστορας δεν πίστεψε ούτε μια της λέξη. Ο άντρας της εφάνηκε αίφνης από την σκάλα, στο σπίτι τέτοιο άτομο ουδέποτε υπήρξε!’, τους φώναξε να φύγουνε μα εκείνοι επιμέναν. Στο τέλος την ξανθιά, την Μέρι Μίτσελ φέραν, που ήτανε αιμόφυρτη και είπαν ‘τούτη είναι’. Όμως ο φούρναρης αυτός που ήταν αετομάτης, στην άκρη τους έσπρωξε και μέσα μπήκε αμέσως. Από γωνιά σε άλλη γωνιά άψαχτο δεν αφήσαν κείνο το σπίτι στην γωνιά, καταραμένο να’ ναι. Στην στάνη μόλις μπήκανε και είδαν το κορίτσι τα δάκρυα τους έπιασαν για την κατάστασή της. Δέρμα δεν είχε για να δεις, αίμα από το στόμα, την σήκωσαν και έσυραν για το νοσοκομείο. Όμως η δόλια η μικρή από τον πόνο πέθανε, αφού οι πληγές δεν κλείναν. Τότε την Λιζ επήρανε για να την εκδικάσουν, ένοχη την ευρήκανε, κανείς πια δεν την σώζει…»
Η άμαξα εμφανίστηκε, η Λιζ βγήκε από μέσα. Όλοι στην κόλαση να πάει ευχήθηκαν αμέσως, κι η Ρόουζ μακάρισε την δυσμενή της τύχη…
Η Ελίζαμπεθ Μπράουνριγκ βρέθηκε ένοχη για τον φόνο της Μέρι Κλίφορντ μια μέρα νωρίτερα. Ο άντρας της και ο γιος της βρέθηκαν αθώοι, αφού για την εποχή οι άντρες δεν ήταν υπεύθυνοι για τις υπηρέτριες του σπιτιού. Ο σκελετός της Ελίζαμπεθ βρισκόταν κρεμασμένος για χρόνια σε έναν από τους τοίχους του Royal College of Surgeons, τόσο για τους φοιτητές για το μάθημα ανατομίας, όσο και για παραδειγματισμό προς τον κόσμο.