Όλα ξεκίνησαν ένα βράδυ την Άνοιξη του 2016 στο Half Note, το γνωστό jazz club στην Αθήνα.
Στην πραγματικότητα βέβαια, ο φωτορεπόρτερ Στέλιος Ματσάγγος, ήδη εδώ και 8 μήνες μέχρι εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ, προσπαθούσε έρθει σε επαφή με διάφορες ναυτιλιακές εταιρίες προκείμενου να εξασφαλίσει άδεια επιβίβασης σε ένα μεγάλο εμπορικό πλοίο για να κάνει ένα φωτορεπορτάζ για το πώς είναι η ζωή στην ανοιχτή θάλασσα.
Ας επιστρέψουμε όμως στο Half Note… Στο διπλανό τραπέζι καθόταν ένα ζευγάρι και σε ένα μουσικό διάλειμμα έγιναν οι συστάσεις και, ποιος θα το περίμενε, ο άνδρας της παρέας ήταν πράκτορας σε μια μεγάλη ναυτιλιακή εταιρία που έκανε υπερπόντια ταξίδια. Ο Στέλιος, που είχε αρχίσει να απελπίζεται από την πολύμηνη προσπάθεια να έρθει σε συνεννόηση με μια τέτοια εταιρία, εξηγεί στον άγνωστο άνδρα τι θέλει να κάνει και εκείνος του ζητά το τηλέφωνό του για του κανονίσει ένα ραντεβού. Όντως, προς έκπληξη του, την επόμενη μέρα τον καλεί και ο Στέλιος Ματσάγγος βρίσκεται στα κεντρικά γραφεία της πλοιοκτήτριας εταιρίας στον Πειραιά για να εξηγήσει το concept του. Η έγκριση δίνεται με τον όρο ότι θα ενημερωθεί δύο με τρεις μέρες πριν την αναχώρηση του πλοίου εν ευθέτω χρόνο και ότι η επιστροφή του στην Αθήνα θα γίνει με δικά του έξοδα.
Τον καλούν δύο μήνες περίπου αργότερα. Το πρώτο ταξίδι του θα είναι για 10 μέρες με το τάνκερ Sea Princess το οποίο θα ταξιδέψει ως τη Σούπσα της Μαύρης Θάλασσας στη δυτική Γεωργία και στη συνέχεια θα κατευθυνθεί νοτιοδυτικά προς την Τεργέστη της Ιταλίας.
Το τάνκερ βρίσκεται αγκυροβολημένο στα ανοιχτά του Σαρωνικού. Στις 6 το πρωί συναντά τον πράκτορα της πλοιοκτήτριας εταιρείας στο τελωνείο του οργανισμού λιμένος Πειραιώς και μετά τους απαραίτητους ελέγχους επιβιβάζεται σε μια λάντζα που τους μεταφέρει μαζί με εκπροσώπους της εταιρίας και ναυτικούς που πρόκειται να ταξιδέψουν στο πλοίο. Όσο πλησιάζουν, ο όγκος του πολλαπλασιάζεται· το τάνκερ έχει μήκος 274,11 μ. και πλάτος του 50 μ. …«μου χρειάστηκαν μερικές μέρες και το εξερευνήσω» λέει χαρακτηριστικά. Ανεβαίνει από μια εξωτερική ανεμόσκαλα μέχρι το κατάστρωμα που βρίσκεται σε 23 μ. ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας· το ύψος της γέφυρας δε βρίσκεται στα 50 μ.. Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στον Στέλιο στην πορεία του ταξιδιού είναι ότι όταν αρχίζει να γεμίζει με πετρέλαιο στα ανοιχτά της Μαύρης Θάλασσας, το τάνκερ σταδιακά βυθίζεται και στο τέλος το κατάστρωμα φτάνει να αγγίζει σχεδόν την επιφάνεια της θάλασσας.
Ο απόπλους είναι προγραμματισμένος για μετά τα μεσάνυχτα και το απόγευμα της επόμενης μέρας φτάνουν στα Δαρδανέλια και εν συνεχεία στο Τσανάκαλε· το τάνκερ είναι υπερσύγχρονο και οι μηχανές του δουλεύουν με δύναμη 22.000 ίππων που μεταφράζεται σε 14 – 15 ναυτικά μίλια την ώρα. Η ζέστη είναι αφόρητη όπως και ο θόρυβος και από τις πέντε το πρωί της επόμενης μέρας βρίσκονται εν αναμονή του διάπλου του Βοσπόρου, ο οποίος είναι εφικτός μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας και απαραίτητα με πιλότο Τούρκο – τα μέτρα ασφαλείας είναι πολύ αυστηρά λόγω των διεθνών ατυχημάτων στα στενά – ο οποίος γύρω στη μία το μεσημέρι επιτέλους ανεβαίνει στην γέφυρα και παίρνουν την άδεια από τον έλεγχο του Βοσπόρου για τον διάπλου.
Στις 5 το απόγευμα μπαίνουν στη Μαύρη Θάλασσα και αναμένεται να φτάσουν στην Σούπσα σε δύο μέρες, τα ξημερώματα της Δευτέρας. Ολόκληρη η Κυριακή, που το τάνκερ βρίσκεται πλέον ανοιχτά των βορείων ακτών της Τουρκίας, είναι ημέρα ξεκούρασης για το πλήρωμα χωρίς ιδιαίτερες δραστηριότητες πέραν των ψυχολογικών. Τη Δευτέρα νωρίς το πρωί φτάνουν στην Σούπσα μέσα σε μια πνιγηρή ατμόσφαιρα λόγω της υγρασίας και της ζέστης. Ο πιλότος που θα τους οδηγήσει να δέσουμε στην τσαμαδούρα, στα ανοιχτά της ακτής επιβιβάζεται άμεσα. Μαζί του επιβιβάζονται οι τελωνειακές και αστυνομικές αρχές της Γεωργίας, καθώς και εκπρόσωποι της εταιρείας εκμετάλλευσης του πετρελαίου. Όλο το προσωπικό είναι σε εγρήγορση…
Μετά το δέσιμο του πλοίου, ξεκινάει η διαδικασία προσέγγισης των αγωγών που είναι πλωτοί και ρυμουλκούνται από ένα πλοιάριο που κολλάει στην αριστερή πλευρά του τάνκερ. Στη συνέχεια ξεκινά η προσπάθεια ανύψωσης των αγωγών με γερανούς που κλειδώνουν στους αντίστοιχους αγωγούς-υποδοχείς του πλοίου. Στις 10 το πρωί αρχίζει η φόρτωση. Μεσημέρι της επόμενης, η ροή του πετρελαίου διακόπτεται για περίπου 8 ώρες και ξεκίνα πάλι στις οχτώ το βράδυ της ίδιας μέρας, δημιουργώντας έναν εκνευρισμό στο πλήρωμα, ενώ η έξοδος στο κατάστρωμα είναι πολύ δυσάρεστη λόγω των αναθυμιάσεων και από τις μυρωδιές του πετρελαίου.
Το βράδυ το τάνκερ είναι γεμάτο με 150.000 τόνους αργό πετρέλαιο, και μετά από τους τελευταίους εξονυχιστικούς ελέγχους σε αγωγούς, βαλβίδες και δεξαμενές το Sea Princess είναι έτοιμο για αναχώρηση με άσχημο πλέον καιρό με πολλά μποφόρ που δεν καταφέρνουν ωστόσο να κουνούν το πλοίο λόγω του τεράστιου βάρους του φορτίο του.
Λίγο πριν από τη Δύση βρίσκονται στην βόρεια πλευρά του Βόσπορου. Λόγω της απαγόρευσης του διάπλου τη νύχτα, αναγκάζονται να περιμένουν το ξημέρωμα· η αναμονή διαρκεί μέχρι το μεσημέρι της επόμενης, λόγω αυξημένης κίνησης στα στενά. Το απόγευμα αφήνουν πίσω τους στο Βόσπορο και μπαίνουν στη θάλασσα του Μαρμαρά και θα χρειαστούν γύρω στις 8 ώρες για να φτάσουν και πάλι στα Δαρδανέλια και να περάσουν στο Αιγαίο.
Ο Στέλιος εγκαταλείπει το πλοίο τα ξημερώματα της μεθεπόμενης στα Βάτικα, δηλαδή στη Νεάπολη της Πελοποννήσου.
Το επόμενο ταξίδι είναι προγραμματισμένο μέσα στο χειμώνα, με το φορτηγό πλοίο Searider αυτή τη φορά της ίδιας πλοιοκτήτριας εταιρίας, στο οποίο επιβιβάζεται από το λιμάνι της Κωνστάντζας. Το Searider ήταν δεμένο σε μια προβλήτα και δίπλα του υπήρχε ένα βουνό με παλιοσίδερα που οι γερανοί φορτώνανε ασταμάτητα. Το σκαρί ήταν 23 ετών, γερμανικής κατασκευής και η πλειονότητα του πληρώματος ήταν αλλοδαποί πλην του καπετάνιου και του Α΄ και Β΄ μηχανικού, σε αντίθεση με το πλήρωμα του τάνκερ. Έκανε κρύο και ψιλόβρεχε θυμάται ο Στέλιος Ματσάγγος.
Γύρω στα μεσάνυχτα ήταν έτοιμοι για απόπλου και γύρω στις δύο τα ξημερώματα το φορτηγό πέρασε τον κυματοθραύστη του λιμανιού, από όπου απλωνόταν η Μαύρη Θάλασσα· η πορεία τους νότια προς τα στενά του Βοσπόρου. Την επόμενη το πρωί βρισκόταν ήδη στα ανοιχτά του Μπούρκας και σε δύο με δυόμισι ώρες θα φτάνανε στο Τουρκελι, το βόρειο άκρο του Βόσπορου. Στα έξι ναυτικά μίλια από την είσοδο στο Βόσπορο οι μηχανές του Searider σταμάτησαν, καθώς έπρεπε να περιμένει να περάσει πρώτο τα στενά ένα τάνκερ. Η άδεια δόθηκε γύρω στις 5 το απόγευμα, ο πιλότος αυτή τη φορά επιβιβάστηκε αμέσως, το φορτηγό πέρασε μπροστά από την Αγιά Σοφιά και το Τοπ Καπί και στη συνέχεια προχώρησε στη θάλασσα του Μαρμαρά.
Το πρωί της 17ης Δεκεμβρίου περάσανε το Τσανάκαλε. Στα Δαρδανέλια όμως και πριν την είσοδο τους στο Αιγαίο το πλοίο έπαθε ένα ολιγόλεπτο blackout, αλλά η βλάβη αποκαταστάθηκε άμεσα, χωρίς περαιτέρω προβλήματα. Στο Αιγαίο ο καιρός ήταν άσχημος και το Searider, με φορτίο 450.300 τόνους, κουνούσε έντονα· το απογευματάκι έφτασαν νοτιοδυτικά της Λέσβου και τα μεσάνυχτα, με συνεχή πορεία προς το νότο διέσχιζαν το Ικάριο πέλαγος.
Στις 18 Δεκεμβρίου γύρω στις 10 το πρωί το φορτηγό είχε φτάσει νότια της Ρόδου και η θάλασσα είχε πλέον ηρεμήσει. Την επόμενη ο Στέλιος Ματσάγγος αποβιβάστηκε στο Πορτ Σάιντ, στο Σουέζ από όπου και επέστρεψε στην Αθήνα.
Αυτό που περιγράφει έντονα από την εμπειρία του να ζήσει αρκετές μέρες με ναυτικούς, είναι ότι πρόκειται για ανθρώπους με αυξημένη την αίσθηση ευθύνης γι’ αυτό που κάνουν και με ιδιαίτερη άμιλλα μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα, σχολιάζει ο Στέλιος Ματσάγγος είναι μια κλειστή κοινωνία που λειτουργεί με τον δικό της κώδικα, την δική της ηθική και τρόπο σκέψης, που είναι δύσκολο να κατανοηθεί από τους στεριανούς…