Αυτό το στερητικό α- πάντα μου άρεσε. Μου αρέσει το πώς από ένα και μόνο γραμματάκι μπορεί να αλλάξει ολόκληρο το νόημα μια λέξης, πόσο μάλλον όταν εκφράζει το ακριβώς αντίθετο και ας μην είναι πάντα ένα αντώνυμο, παρά μια νέα σύνθετη λέξη. Μ΄ αρέσει να ψαχουλεύω να βρω ποια λέξη κρύβεται μέσα της και να ξαφνιάζομαι κάποιες φορές όταν σε δεύτερο χρόνο συνειδητοποιώ ότι μια λέξη δεν είναι τελικά απλή αλλά σύνθετη. Γιατί συχνά πυκνά αυτό το α- ξέρει να κρύβεται καλά…
Αυτό το παιχνίδι με το στερητικό α- το παίζαμε από τότε που ο γιος μου ήταν πολύ πολύ μικρός. Μου ήταν σημαντικό να καταλάβει το πώς αλλάζουν τα νοήματα, και να προσπαθεί να λύσει τον γρίφο της κρυμμένης λέξης. Να εξηγώ ότι όπως βάζουμε το α- αν βάλουμε το ευ, αυτό το ωραίο επίρρημα, φτιάχνουμε μια άλλη αντίθετη σε νόημα λέξη. Βέβαια, έχουν συμβεί και ευτράπελα, όπως τότε που μου είπε ότι το αντίθετο του εύκολος είναι ο άκωλος…
Και κάπως σκέφτηκα την αδέξια δεξιά.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι θα μπορούσε να είναι τίτλος από παιδικό παραμυθάκι -κάτι σαν το βιβλίο που είχα μικρή το «Η Παστρίτσα και η Βρωμίτσα» αυτό που ήταν δύο σταγόνες-, όπου η κυρία Δεξιά είναι καλή -πως λέμε για παράδειγμα να μας πάνε όλα δεξιά; ή πως το δεξί μας χέρι είναι το «καλό»;- αλλά λίγο αδέξια και κάνει όλο γκάφες σε αντίθεση με την κυρία Αριστερά, η οποία είναι λίγο κακιά, δεν έχει πλάκα -όπως πολλοί βίωσαν στη χώρα το «πρώτη φορά Αριστερά»;· Είναι πάντως και οι δύο περιστέρες εξού και το όνομα της δεύτερης, το οποίο κατάληξε από Περιστερά σε ένα δημοτικίζων Αριστερά. Εδώ μάλλον υπάρχει ένα θέμα στην ιστοριούλα μια και στο συλλογικό ασυνείδητο -ειδικά μετά την Μεταπολίτευση στην Ελλάδα- η αριστερά είναι η καλή και η δεξιά αξιωματικά η κακιά…
Αλήθεια, σε ιδεολογικό επίπεδο σήμερα στην Ελλάδα ποια είναι η καλή και ποια η κακιά, η Δεξιά ή η Αριστερά; Το ερώτημα ανακύπτει έντονα στην επικαιρότητα μια και ο δικομματισμός των τελευταίων ετών, αυτές τις δύο έχει πρωταγωνίστριες και έρχονται και εκλογές. Το είπε άλλωστε ξεκάθαρα και ο Μητσoτάκης χθες στη ΔΕΘ που αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα της προεκλογικής περιόδου… «ή δίνουμε δεύτερη ευκαιρία στην πρόοδο ή ρισκάρουμε μια δεύτερη φορά στη συμφορά!». Μπορεί και να το εμπνεύστηκε από τον στίχο «κι έγινε η αγάπη σκέτη συμφορά» στο λαϊκό άσμα του Τερζή…, ποιος να ξέρει;
Καλά όλα αυτά και το δίλημμα που θέτει ο Μητσοτάκης στον ελληνικό λαό, αλλά δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που να μην χρεώνει στην κυβέρνηση αδεξιότητες -τουλάχιστον-, ειδικά μετά το φάουλ σε ό,τι αφορά την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη. Ακόμα και αν η υπόθεση της νόμιμης επισύνδεσης δεν άφησε πληγές αλλά γρατσουνιές, όπως δείχνουν οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ακόμα και αν το θέμα τίθεται υπό την οπτική του πως ακόμη κι αν χάσει κάποιος επιρροή, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος άλλος ικανός να την καρπωθεί. Και ποιο είναι το ασφαλές συμπέρασμα των πολιτικών αναλυτών; Μα, το ότι η κυβέρνηση παίζει με αντίπαλο μόνον τον κακό εαυτό της.
Μόνο που, αν και τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος ψηφίζει με τη διαδικασία της «εις άτοπον απαγωγής» που μπορεί να είναι μία από τις σημαντικότερες μεθόδους μαθηματικής απόδειξης, αλλά σαφώς και δεν αποτελεί τη δέουσα εκλογική συλλογιστική μέθοδο, κάποια στιγμή οι αδέξιες συμπεριφορές γίνονται καθοριστικές για το αποτέλεσμα. Κάτι σαν το «φαινόμενο της πεταλούδας» ένα πράγμα… Γιατί όπως και να το κάνουμε, η παραβίαση της ιδιωτικότητας –νόμιμη ή όχι– από το κράτος, πολιτικών προσώπων και όχι μόνο, είναι ένα ζήτημα σοβαρότατο σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Άσε που έκανε Καραμανλή και Ντόρα να βγουν μπροστά, θυμίζοντας πως η παραδοσιακή Δεξιά είναι εδώ… και βρήκε το χώρο να αντιδράσει στον συγκεντρωτισμό του Μητσοτάκη που επέλεξε να κυβερνήσει με έναν στενό κύκλο επιτελών, οι οποίοι ουδεμία σχέση είχαν με το βαθύ κόμμα –κρατώντας κάποιες αναγκαίες βέβαια ισορροπίες που στοιχειοθετούν το τρίπτυχο: Άδωνι, Βορίδη, Πλεύρη. Άντε να πείσει τώρα ο Μητσοτάκης τους δικούς του παραταξιακούς ότι θα κυβερνήσει με έναν άλλο τρόπο από εδώ και πέρα και ταυτόχρονα τους μη παραταξιακούς ότι μπορεί να συνεχίσει κάποιες μεταρρυθμίσεις και πως ό,τι συνέβη με τις υποκλοπές ήταν μια εξαίρεση και πως εν πάση περιπτώσει δεν θα επαναληφθεί.
Και κάπου εδώ έρχεται και το κεράσακι στην τούρτα που λέγεται εκλογικός νόμος. Να αλλάξει ή όχι; «Θέλετε κυβέρνηση ή ακυβερνησία» είναι το βασικό επιχείρημα υπέρ της αλλαγής. Να στοχεύσουν λοιπόν στο να κάνουν ευκολότερη την αυτοδυναμία ή μείνουν πιστοί -ο Μητσοτάκης δηλαδή- στη δέσμευση για σταθερό εκλογικό σύστημα ανεξάρτητο από την πολιτική συγκυρία; Και τι ανοχή υπάρχει στους κεντρώους ψηφοφόρους σχετικά τη θεσμική αξιοπιστία, η οποία έχει ήδη πληγεί; Ιδού το ερώτημα.
Μην ξεχνάμε ότι ο Ουίνστον Τσώρτσιλ ηττήθηκε στις εκλογές στις 5 Ιουλίου του 1945, δύο μήνες μετά τη νίκη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο…