Μια και η έννοια του μπαρ αρχίζει να εκλείπει, όπως άλλωστε και τα ίδια τα μπαρ που αντικαθίστανται από τα all day bars ή τα καφέ-μπαρ και τα restaurant bars ας θυμηθούμε τον Λουίς Μπουνιουέλ που δίνει θα μπορούσε να πει κανείς τον απόλυτο ορισμό του μπαρ, στην αρχή της Αυτοβιογραφίας του «Η τελευταία πνοή»…
…
“Πέρασα στα μπαρ υπέροχες στιγμές. Το μπαρ είναι για μένα ένας χώρος στοχασμού και περισυλλογής, χωρίς την οποία η ζωή θα ‘ταν αδιανόητη. Παλιά συνήθεια που δυνάμωνε καθώς περνούσαν τα χρόνια. Όπως ο Άγιος Συμεών ο Στυλίτης, ανεβασμένος στην κολόνα του διαλογιζόταν με τον αόρατο θεό του, έτσι κι εγώ πέρασα στα μπαρ στιγμές μακρόσυρτου ρεμβασμού, μιλώντας σπάνια με τα παιδιά και πιο συχνά με τον εαυτό μου, πλημμυρισμένος από χορό εικόνων που δεν έπαυαν να με εκπλήσσουν. Σήμερα, γέρος σαν τον αιώνα, βγαίνω πολύ λίγο από το σπίτι μου. Μόνος, τις στιγμές του απεριτίφ, στη μικρή γωνιά που είναι αραδιασμένα τα μπουκάλια μου, μ’ αρέσει ν’ αναπολώ τα μπαρ που αγάπησα.
Καταρχήν διευκρινίζω ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα μπαρ και τα καφέ. Στο Παρίσι, για παράδειγμα, ποτέ δε μπόρεσα να βρω ένα μπαρ κατάλληλο. Αντίθετα, είναι μια πόλη πλούσια σε θαυμαστά καφέ. Όπου κι αν πάτε, από τη Μπελβίλ μέχρι την Οτέιλ, ποτέ δε θα σας πιάσει αγωνία μήπως και δε βρείτε μια θέση να καθίσετε και ένα γκαρσόν να σας πάρει παραγγελία. Μπορούμε να φανταστούμε το Παρίσι χωρίς τα καφέ, χωρίς τις υπέροχες ταράτσες, χωρίς τα Tabac; Θα ‘ταν σαν να αντικρίζαμε μια πόλη αφανισμένη από την ατομική έκρηξη.
Ένα μεγάλο μέρος της σουρεαλιστικής δραστηριότητας ξετυλίχτηκε στο καφέ Συρανό, στην πλατεία Μπλανς. Μ’ άρεσε επίσης το Σελέκτ στα Ιλίσια Πεδία, κι ήμουν καλεσμένος στα εγκαίνια του Κουπόλ στη Μονμάρτη. Ο Μαν Ρέι και ο Αραγκόν μού είχαν δώσει εκεί ραντεβού, για να οργανώσουμε την πρώτη προβολή της ταινίας «Ένας ανδαλουσιανός σκύλος». Δεν αναφέρω τα υπόλοιπα. Λέω μόνο πως τα καφέ είναι χώρος για συζήτηση, χώρος του πήγαινε-έλα και της ηχηρής, καμιά φορά, φιλίας των γυναικών.
Το μπαρ αντίθετα είναι μια άσκηση μοναξιάς. Πρέπει πρωτ’ απ’ όλα να ‘ναι ήσυχο, σκιερό και πολύ άνετο. Η μουσική, ακόμα και σιγανή -σε αντίθεση με την αισχρή χρήση που γίνεται σήμερα- πρέπει να ‘ναι αυστηρά διαλεγμένη. Το πολύ δώδεκα τραπέζια με θαμώνες, αν είναι δυνατόν, στο ελάχιστο φλύαρους”.
…
Η «Τελευταία Πνοή» είναι το βιβλίο του Λουίς Μπουνιουέλ (Luis Buñuel), στο οποίο αυτοβιογραφείται. Γράφτηκε το 1961 και στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδυσσέας – αν σήμερα είναι λίγο δύσκολο να το βρει κανείς…
Η βιογραφία του, ακριβώς όπως όλες οι ταινίες του: ένα σπονδυλωτό έργο γεμάτο πάθος, ελευθερία, βία, καταλυτικό χιούμορ, και φυσικά σουρεαλισμό. Ο Μπουνιουέλ καταγράφει σε αυτό το βιβλίο περιστατικά από την ανατροφή του στην Ισπανία μέχρι τη φιλία που είχε με τον Λόρκα και τον Νταλί.
Είχε γνωρίσει τους πάντες. Βοήθησε τον Πικάσο να κρεμάσει την Guernica, η Γκάρμπο αγανακτισμένη από την συμπεριφορά του τον πέταξε έξω από γυρίσματα έργου στο Χόλιγουντ, συμμετείχε σε όργια που οργάνωνε ο Τσάπλιν, ενημερωνόταν από τον Μπρετόν για το ωροσκόπιό του, έβλεπε τον Κοκτώ να καπνίζει όπιο. Προσπάθησε κάποτε να πνίξει τη γυναίκα του Ελιάρ και μοιράστηκε ένα κελί με τον δολοφόνο του.
Ας θυμίσουμε ότι ο Ισπανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και συγγραφέας Luis Bunuel γεννήθηκε το 1900 και πέθανε το 1983. Στη διάρκεια των σπουδών του στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, γνώρισε το ζωγράφο Σαλβαδόρ Νταλί, τον ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και άλλους καλλιτέχνες, που έστρεψαν το ενδιαφέρον του από τις φυσικές επιστήμες στην ποίηση και τον κινηματογράφο. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου και δούλεψε σαν βοηθός σκηνοθέτη. Το 1928, συνεργαζόμενος με τον Νταλί, σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία (“Ένας ανδαλουσιανός σκύλος”), ένα από τα αριστουργήματα του ποιητικού σινεμά, ξεκινώντας μια μεγάλη καριέρα. Κρατώντας πάντα την σουρεαλιστική αισθητική ως βασικό εκφραστικό μέσο του έργου του, έζησε και δημιούργησε σε πολλές χώρες (Ισπανία, Γαλλία, Μεξικό), κερδίζοντας παγκόσμια αναγνώριση και καταξίωση του έργου του. Επιλεγμένη φιλμογραφία: “Ένας ανδαλουσιανός σκύλος” (1928), “Ανέβασμα στον ουρανό” (1952), “Βιριδιάνα” (1961), “Η ωραία της ημέρας” (1967), “Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας” (1972).