Προχθές το βραδάκι ήμουν σε δείπνο με ανθρώπους του εκδοτικού μου οίκου. Γιορτάζαμε τα 500.000 αντίτυπα του τελευταίου μου βιβλίου στην αμερικανική αγορά. Του διάσημου πια, μπεστ σέλερ, με τον τίτλο «Ένα Βράδυ στην Όπερα: Στο Ντεκολτέ Της Βιρτζίνια Γουλφ». Αποδεικνύω στη βιβλιαρόνα μου, ότι η Βιρτζίνια Γουλφ δεν ήταν μόνο μπροστά από την εποχή της, ενάντια σε ό,τι λένε όλοι οι άσχετοι, αλλά κάτι ακόμα καλύτερο: ήταν και μπροστά και πίσω από την εποχή της! Και επίσης και λίγο διαγώνια αριστερά. Αφορμή γι’ αυτό το σούπερ επιτυχημένο συγγραφικό μου πόνημα ήταν μια τρελή βραδιά, που είχα ένα χρόνο πριν, παρέα με την τότε ατζέντισα μου, στην Όπερα. Λέω «με την τότε» γιατί δεν δουλεύει μαζί μου πια. Με άφησε. Αποφάσισε να ακολουθήσει την αλήθεια της. Τώρα εργάζεται σαν βοηθός χειριστή νυχοκοπτικού μηχανήματος, σε drive in μανικιουράδικο, λίγο έξω την Σούζανβιλ της Καλιφόρνια. Θα σας αποκαλύψω και το ονοματάκι της. Μπίατριξ Κλούμ. Ωραίο, ε; Για την ακρίβεια Μπίατριξ Λολίτα Κλούμ. Εγώ πάντως την φώναζα πάντα «Μπι». Πολύ σέξυ μωρό! Μια ψηλοκάνα του γούστου μου, που φορούσε πάντα τακούνια και κοστούμια. Μόνο κοστούμια. Άλλοτε γήινα μεταξωτά και άλλοτε μάλλινα, με λεπτές αχνές ρίγες και λευκά πουκάμισα που τα στόλιζε με πλεκτές ή μεταξωτές μαύρες γραβάτες. Περπατούσε μόνιμα αγέρωχη, με τα λεπτά μακριά ξανθιά μαλλάκια της να ριγούν και ν’ ανεμίζουν, σαν έφηβη φοραδίτσα στα νοτισμένα λιβάδια του Άσκοτ. Μια πραγματική οπτασία. Τέλος πάντων. Ξέφυγα.
Εκείνο το βράδυ που λέτε, κατεβήκαμε κάτω στην Όπερα, για να παραβρεθούμε στη πρεμιέρα του έργου «Πέρσες: Μια Λεσβιακή Ιστορία» του υπερδιάσημου και πολύ αβάν γκαρντ Νορβηγού σκηνοθέτη Έντυ -Τρία Μποφόρ- Σόλτς. Αρχικά όλα κυλούσαν νορμάλ. Χαιρέτησα γνωστούς, ήπια κανά δυο νεγκρόνι στο περίφημο Όπερα Μπαρ, αντάλλαξα και δυο κουβεντούλες με την Μπέτυ, στο βεστιάριο, σχετικά με την καταγωγή των ειδών και το dress code της αργοναυτικής εκστρατείας και όλα έμοιαζαν ωραία και δροσερά. Η παράσταση ήταν οκέι. Όσο πρέπει ανεκτή, όσο αντέχει κανείς βαρετή. Στο διάλειμμα όμως τα πράγματα άλλαξαν. Και άλλαξαν δραματικά! Στο φουαγιέ, που λέτε, βρέθηκα σε μια πολύ προγκρέσιβ παρέα, με μερικά από τα πιο διακεκριμένα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και μ’ ένα μισογεμάτο ποτήρι χρυσό αφρώδες οίνο Καμπανίας στο χέρι, του 2009 παρακαλώ, είχαμε μια μικρή κουβεντούλα για το έργο που βλέπαμε. Έκανα, νομίζω, μια πολύ εύστοχη καλλιτεχνική παρατήρηση που οδήγησε σε μια αλυσίδα γεγονότων που έμελλε να αλλάξει το συγγραφικό μου κάρμα. «Τι λέτε για το έργο;» ρώτησα την Ναταλία Λουκασένκο, την διασημότερη κριτικό και ιστορικό τέχνης της πόλης. «Ξέρετε, εκτιμώ την γνώμη σας. Πιστεύετε ότι το έργο αποδίδει ικανοποιητικά τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής;» ρώτησα, λίγο για να την καλοπιάσω, λίγο για ν’ ανοίξω μια συζήτηση και αρκετά γιατί πραγματικά ήθελα να ακούσω τη γνώμη της. Τι το ’θελα; «Δεν ξέρω για τις κοινωνικοπολιτικές συμβάσεις» απάντησε αμέσως, «αλλά αυτή η Βιρτζίνια Γουλφ, πρέπει να είχε δύο φανταστικά βυζόμπαλα». Παγώσαμε όλοι. Εγώ, η Μπίατριξ, ο Χερ Τάμπλερ, ο πουριτανός διευθυντής της Βασιλικής Όπερας και ο χαριτωμένος σύζυγος του, ένα καλοζωισμένο στρουμπουλό αγόρι με μαύρα μαλλιά και κοκκάλινα γυαλιά πρεσβυωπίας. «Εννοείτε;..» ρώτησα χαζά για να σβήσω την ένταση. «Εννοώ», είπε πολύ σοβαρά η φιλενάδα, «ότι η κυρία Γουλφ ήτανε όχι μόνο μια ντροπή για την μπαϊσέξουαλ και λεσβιακή κοινότητα του Λονδίνου αλλά και τα έργα της, και ειδικά αυτή η αηδία Η Κυρία Νταλαγουέι σκορπά μια οσμή λογοτεχνικής σήψης και ελλείμματος συμπεριληπτικότητας.» Κούνησα το κεφάλι μου ελαφρά, μια σοβαρή ένδειξη πιθανής κατανόησης και βέβαιης αμηχανίας. «Μα, προφέρεται Ντάλογουεη, όχι Ντάλαγουεη» πετάχτηκε με αφέλεια η άλλη η αγαπημένη μου κουκλίτσα, η Νάντια Σνάηντερ, η Βασιλική Επίτροπος Pole Dancing που μόλις είχε γλιστρήσει στο παρεάκι. Η Ναταλία της εξακόντισε ένα βλέμμα που περιείχε μια ισόποση και σεβαστή δόση μίσους και απαξίωσης. Συνέχισε ακάθεκτη. «Για να μην αναφέρω την άλλη την αηδία της, Το Δωμάτιο Όλοδικό Σου. Μου έφερε αναγούλα από την πρώτη σελίδα! Μην πω από το εξώφυλλο!». Εγώ ξανακούνησα την κεφάλα μου, αναγκαστικά, αφού κοιτούσε μόνο εμένα όλη αυτή την ώρα που μιλούσε, με τους γύρω να μας κοιτάνε σαν θεατές. Ένιωσα σαν πρωταγωνιστής σε ταινία τρόμου: «Αμηχανία Και Παράνοια Στο Φουαγιέ του Βασιλικού Θεάτρου» θα λεγόταν, και τότε, ευτυχώς ή μπορεί και δυστυχώς, έκοψε την αμήχανη πνευματική χορδή που μας ένωνε, η αγαπημένη Μπίατριξ.
«Σαν να θέλετε να δώσετε μαθήματα αγάπης. Έτσι ακούγεστε» είπε, χωρίς να καταλάβω αν είχαν ενδύματα ειρωνείας ή επιδοκιμασίας τα λόγια της. «Η κυρία Γουλφ ήταν τόσο μπροστά από την εποχή της όσο είστε εσείς πίσω από τη δική σας!» συμπλήρωσε σταθερά. Όχι, δεν ήταν επιδοκιμασία. Ένιωσα –που λέει ο λόγος– κρύο ιδρώτα στο μέτωπο μου. Τις έβλεπα και τις δυο να βγάζουν τα νύχια τους, έτοιμες να χιμίσει η μία στην άλλη, για το αν η γκιόσα η Βιρτζίνια ήταν ή δεν ήταν πρωτοπόρα. «Το αν είμαι πίσω από την εποχή μου αγαπητή μου, δεν θα το κρίνετε εσείς, δεσποινίς Κλουμ, αλλά η ιστορία. Εκτός, βέβαια, κι αν έχετε επιστρέψει από το μέλλον και το είδατε. Έχετε;» «Ναι, έχω!» απάντησε με κοριτσίστικο τόνο η δικιά μου. «Κι όλοι λένε πόσο πίσω από την εποχή σας ήσασταν!» συμπλήρωσε με γενναιότητα. «Αλήθεια;» ρώτησε η Λουκασένκο ειρωνικά. «Αλήθεια!» είπε η Μπι. «Και κάτι άλλο… Όλοι λένε πως δεν είχατε καθόλου βυζιά. Μια πλάκα είναι το ντεκολτέ σας.» Η Ναταλία κοκκίνισε από θυμό. Αμάν, παναγία μου! «Τι είπες μωρή; Κι αυτά τι είναι;» βρυχήθηκε κι ανέβασε τη μπλούζα της αποκαλύπτοντας στη εμβρόντητη καλλιτεχνική ομήγυρη δυο υπέροχα –οφείλω να ομολογήσω– σάρκινα πεπονάκια. Τα πράγματα προφανώς είχαν ξεφύγει κανονικά. Ο Χερ Λίμπιτς πήγε να πει κάτι του στυλ «κυρίες μου.. σας παρακαλώ πολύ» κάνοντας κι ένα νεύμα με τα χέρια του, αλλά δεν πρόλαβε. Η Ναταλία είχε γυρίσει ήδη προς το μέρος του και τον κατακεραύνωσε: «Σιωπή εσείς! Τσιμουδιά! Νομίζετε δεν βλέπω πως τα γλυκοκοιτάτε όταν έρχομαι στο γραφείο σας;» Ο Λίμπιτς γούρλωσε τα μάτια του και έκανε μια αδιόρατη απελπισμένη κίνηση που δεν σήμαινε τίποτα. Δεν άντεξα άλλο. Ανέλαβα δράση. «Ξέρει κανείς πόσο έληξε το ματς; Παίζαμε εκτός έδρας με την Παρί» είπα γρήγορα και χαριτωμένα –τρομάρα μου– για να αλλάξω το mood. «Στο ημίχρονο χάναμε 2-0» συμπλήρωσα με προσποιητό κέφι και γνήσια απογοήτευση. Γύρισαν όλοι να με κοιτάξουν. «Το γυρίσαμε! Στο ενενήντα! 2-3!» ακούστηκε η ενθουσιώδης φωνή του σερβιτόρου, που περιφερόμενος με μια πιατέλα ορεκτικών, είχε βρεθεί τυχαία δίπλα μας. «Άντε μωρή ομαδάρα!» ξέσπασα αυθόρμητα. «Που ήμασταν; Α, ναι. Λοιπόν, κορίτσια ακούστε» είπα, αφού είχα σαφώς αναθαρρήσει.. «Και οι δυο σας έχετε ένα υπέροχο ντεκολτέ. Πως να το κάνουμε; Έχετε βυζάρες. Για την ακρίβεια, αν μου επιτρέπετε, το μέγεθος στα βυζιά δεν μετράει. Μετράει η ίδια η ιδέα του βυζιού, μιλώντας καθαρά νιτσεϊκά. Οπότε, ας συμφωνήσουμε τουλάχιστον –συνέχισα σοβαρά– ότι η Βιρτζίνια Γουλφ ήταν και μπροστά και πίσω από την εποχή της. Και επίσης, ότι έχουμε μεγάλες πιθανότητες να πάρουμε το κύπελλο». «Άντε μωρή ομαδάρα! Πάμε!» γκάριξε ο σερβιτόρος, υπερθεματίζοντας το λογύδριο μου. Το τρίτο κουδούνι ακούστηκε, σήμα για λήξη συναγερμού. Παναγίτσα μου ευτυχώς! Χαμογελάσαμε πολύ ψεύτικα ευγενικά ο ένας στον άλλον, αφήσαμε τα ψηλόλιγνα ιδρωμένα κρυστάλλινα ποτήρια στο λευκό λινό τραπεζομάντιλο του τεράστιου ξύλινου μπουφέ και αναχωρήσαμε για τις θέσεις μας.
Δεν είδα καθόλου το δεύτερο μέρος της παράστασης. Είχα το μυαλό μου στη Βιρτζίνια Γουλφ και την στιχομυθία στο φουαγιέ. Ήταν πράγματι όπως το είπε η Ναταλία Λουκασένκο; Μια κινητή ντροπή; Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ καθόλου στους Πέρσες, ούτε καν στην περίφημη τρίτη πράξη, «Στο Ντους Με Τον Βασιλιά». Είχα το μυαλό μου εκεί. Στη σέξι θεία Βιρτζίνια. Η Μπίατριξ ήταν παγωμένη. Ένιωθα ότι ένιωθε ότι πήρα ξεκάθαρα το μέρος της Ναταλίας κι αυτό για κάποιο ακατανόητο σε μένα λόγο την είχε πειράξει. Έσκυψα δίπλα της και ψιθύρισα: «Μα, σοβαρά τώρα, σε πείραξε τόσο πολύ που δεν χωνεύει την Βιρτζίνια Γουλφ;» «Ναι με πείραξε» είπε. «Και, πίστευα» συνέχισε «ότι θυμόσουνα ότι είναι η αγαπημένη μου συγγραφέας. Εκείνη μ’ έκανε να ασχοληθώ με τις εκδόσεις. Η Βιρτζίνια.. Και τα βυζιά της» συμπλήρωσε ζεστά. Αμάν πια μ’ αυτά τα βυζιά της Γουλφ! Τι το μοναδικό είχαν; Η όλη ιστορία με είχε αναστατώσει πραγματικά. Κι είχε ανοίξει και την συγγραφική μου όρεξη. Κι αν πράγματι, σκέφτηκα, το ντεκολτέ της κύριας Γουλφ είχε κάποια μεταφυσική μεταμορφωτική δύναμη; Κι αν τα στήθη της ήταν φτιαγμένα από κάποιου είδους σάρκινο κρυπτονίτη που έκαναν όλες τις κουκλίτσες να λυσσομανάνε γύρω τους; Μήπως, επέκτεινα σοφά τις σκέψεις μου, δεν υπήρχε καν Βιρτζίνια Γουλφ αλλά μόνο τα λάγνα διαστημικά δίδυμα ζαρκαδάκια της –τα βυζάκια της εννοώ– που παίζανε ανάμεσα στα κρίνα, όπως λέει και το θρησκευτικό άσμα; Μήπως, ξαναρώτησα τον εαυτό μου, η ουσία κρύβεται στον περίφημο Αχαιμένη, τον εφευρέτη του σουτιέν;
Τότε, το έργο που μέχρι εκείνη τη στιγμή μου φαίνονταν κομμάτι αδιάφορο, μου πρόσφερε μια επιφοίτηση θρησκευτικού επιπέδου! Στην τέταρτη πράξη, στη σκηνή στο παλάτι του Δαρείου, που η Άτοσσα, η νυμφομανής σύζυγος του, απλώνει τις υπέροχες ποδάρες της πάνω στο τραπέζι, μ’ εκείνες τις μαύρες γόβες στιλέτο να αστράφτουν, μου ήρθε στα ρουθούνια μου η μυρωδιά της κόλλας από τα χαρτάκια της «Πανίνι», με τις φιγούρες ποδοσφαιριστών, που αγοράζαμε πιτσιρικάδες. Ήταν σαφέστατα ένα φετιχιστικό memory. Όπως και οι γόβες στα καλλίγραμμα κανιά της. Άρα, συμπέρανα ευλόγως, οι γόβες, οι φιγούρες των ποδοσφαιριστών και τα μαστάρια της Γουλφ συνδέονται μέσω ενός φετιχιστικού μνημοεφηβικού ιστού, με την ευρύτερη, πάλι, φροϋδική έννοια, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Αν πάλι όχι, δεν πειράζει. Εγώ κατάλαβα. Κι αυτή ήταν η αφορμή για να ξεκινήσω το γράψιμο. Το ίδιο βράδυ, αργά στο σπίτι, μετά από μισό μπουκάλι Πινό Νουάρ της αγαπημένης μας Βουργουνδίας και κανά δυο στριφτά τσιγάρα, είχα ήδη γράψει τις πρώτες είκοσι σελίδες, βουτώντας βαθιά ‘Στο Ντεκολτέ Της Βιρτζίνια Γουλφ’, χουφτώνοντας τα, με την ευρύτερη, όπως πάντα, υπερρεαλιστική έννοια του όρου.
Τα υπόλοιπα στο βιβλίο.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Helmut Newton’s Private Property Collection “Bulgari Fitting, Paris” original fine art taken in Paris, 1980.