– Πάντα κάτι υπάρχει.
– Ίσως όχι σε βάρος του Δικαστή.
– Ο άνθρωπος συλλαμβάνεται μέσα στην αμαρτία, γεννιέται μέσα στη διαφθορά και περνάει από την μπόχα της πάνας στην αποφορά του σάβανου. Πάντα κάτι υπάρχει.
Η σκηνή αυτού του διαλόγου ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές, τον Γουίλι Σταρκ και τον Τζακ Μπέρντεν, επαναλαμβάνεται τρεις φορές μέσα στο Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά του Robert Penn Warren. Και είναι ίσως μια από τις μεγαλύτερες αλήθειες της ζωής μας, της ύπαρξής μας. Κινούμαστε μέσα σε ένα βούρκο, και κάνουμε μια διαρκή προσπάθεια να βγούμε στο φως.
Ο Γουίλι Σταρκ προέρχεται από μια φτωχή αγροτική οικογένεια. Βάζει στόχο της ζωής του να ξεχωρίσει. Σπουδάζει νομικά και μπλέκεται με την πολιτική. Έχει ένα όραμα, να βοηθήσει όσους σαν και αυτόν ζουν στις παρυφές της ζωής, όσους ζουν με τα αποφάγια των πλούσιων. Και εν μέρει θα μπορέσει να το πετύχει. Χωρίς να καταφέρνει πάντα να κρατάει τα χέρια του καθαρά. Στο τέλος θα πληρώσει. Η ζωή μάλλον δεν είναι φτιαγμένη για ανθρώπους σαν αυτόν. Ο καθένας πρέπει να γνωρίζει τη θέση του.
Αυτή είναι μια ανάγνωση αυτού του υπέροχου βιβλίου.
Μια άλλη είναι πως η προσπάθεια για το σύνολο αξίζει πάντα, ακόμα και αν ατομικά δεν κερδίσουμε τίποτα. Ή ακόμα και αν χάσουμε τα πάντα. Για κάποιους η υστεροφημία τους είναι πιο σημαντική από την επίγεια ζωή. Ειδικά όταν συνοδεύεται από ένα σημαντικό έργο.
Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου έδωσα ένα πρόσωπο στη μορφή του Γουίλι Σταρκ. Ένα πρόσωπο πολύ διαφορετικό από την περιγραφή του συγγραφέα, αλλά καθόλα ταιριαστό με τον χαρακτήρα του. Έδωσα στον Γουίλι Σταρκ το πρόσωπο του Φρανκ Σέμιον, του χαρακτήρα που παίζει ο Βινς Βον στη δεύτερη σεζόν της σειράς True Detective. Ο Φρανκ είναι ένας τύπος που είναι μπλεγμένος σε μια μεγάλη μπίζνα με οικόπεδα. Λίγο πριν υπογραφεί η τελική συμφωνία κάτι στραβώνει και ο Φρανκ χάνει τα πάντα. Από εκείνη τη στιγμή μετατρέπεται κυριολεκτικά σε μια μηχανή, σε ένα άψυχο πλάσμα που γυρνοβολάει παντού με ένα άδειο και παγωμένο βλέμμα προσπαθώντας μέσα από εκβιασμούς και κομπίνες να ξαναχτίσει όλα αυτά που γκρεμίστηκαν. Να πάρει πίσω όσα του πήραν.
Παύση.
Μεταφερόμαστε σε ένα παγκάκι. Κάπου στην Αθήνα. Στο παγκάκι κάθονται δυο φίλοι. Ο ένας αμίλητος, ο άλλος σε παραλήρημα. Βρίζει, χτυπιέται, γκρινιάζει, του φταίνε όλοι και όλα. Τώρα του φταίει ένας γείτονας που δεν τον άφησε να κατουρήσει στο μαγαζί του χωρίς να πάρει καφέ. Κάποια στιγμή ο άλλος, ο αμίλητος, γυρνάει και του λέει πως το πρόβλημά του δεν είναι το κατούρημα αλλά το πως θα βρει λεφτά. Και τότε ο πρώτος γυρνάει και λέει, «όχι να βρεις λεφτά ρε, να κάνεις λεφτά. Εγώ είχα κάνει λεφτά και θα ξανακάνω». Ο αμίλητος τύπος είναι ο Ερρίκος Λίτσης και ο πολυλογάς, ο Γιάννης Αναστασάκης, και η σκηνή είναι από την ταινία του Γιάννη Οικονομίδη Η ψυχή στο στόμα.
Στην ταινία του Οικονομίδη ο ήρωας, ο Τάκης, βιώνει συνεχείς εξευτελισμούς, από τη γυναίκα του, το αφεντικό του, τους συναδέλφους του, τους τοκογλύφους στους οποίους χρωστάει, τους φίλους του, όλους. Ο χαρακτήρας του Αναστασάκη ενσαρκώνει τον κλασικό πολυλογά θαμώνα ελληνικού καφενείου, που ονειρεύεται και σχεδιάζει και κατηγορεί τους πάντες για την ατυχία και την κατάντια του. Αλλά ταυτόχρονα δεν επαφίεται στην ελεημοσύνη των άλλων. Θέλει να χτίσει το μέλλον του μόνος του. Μοιάζει άραγε με τον Γουίλι Σταρκ? Μόνο στο ότι ονειρεύεται και σχεδιάζει. Και στο ότι κάποιες φορές ίσως πετύχει κάποιους από τους βραχυπρόθεσμους στόχους του. «Και μετά την καταστροφή, χτίζει άλλη καταστροφή και κυλάει», όπως λέει και ο Μαέστρος, ο χαρακτήρας του Παύλου Κοντογιαννίδη στην ταινία του Σταύρου Τσιώλη Φτάσαμεε!. Η διαφορά με τον Γουίλι Σταρκ είναι φυσικά το μέγεθος του οράματος. Ο Γουίλι θέλει να δημιουργήσει κάτι για τους άλλους, ο χαρακτήρας του Αναστασάκη για τον εαυτό του. Ο Φρανκ Σέμιον επίσης. Ο οποίος επίσης έρχεται από ένα φτωχό και προβληματικό υπόβαθρο όπως ο Γουίλι Σταρκ. Άραγε η σκληρότητα που βιώνουμε ως παιδιά ζει για πάντα κάτω από το δέρμα μας; Γίνεται κομμάτι του εαυτού μας; Και όχι απαραίτητα η σκληρότητα που οφείλεται στην συμπεριφορά των γονιών ή των οικείων μας, αλλά η σκληρότητα που οφείλεται στη φτώχεια ή σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, όπως είδαμε σε προηγούμενο άρθρο στο Κόκκινο σκυλί, κόκκινο σκυλί ή στον Ματοβαμμένο μεσημβρινό.
Ο Τζακ Μπέρντεν είναι μια άλλη ιστορία.
Σπούδασε ιστορία, εργάστηκε ως δημοσιογράφος, έχει μια άλλη οπτική για την ηθική, για τον κόσμο, για τα λεφτά, για όλα. Είναι το πρωτοπαλίκαρο κατά κάποιον τρόπο του Γουίλι, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, ειδικά για αυτές που χρειάζονται εχεμύθεια.
Ο Φρανκ Σέμιον έχει και αυτός έναν τέτοιο τύπο κοντά του, τον ντετέκτιβ Ρέι Βελκόρο.
Ο Βελκόρο χώνεται εκεί που δεν μπορεί να χωθεί ο Φρανκ, είναι το άλλο του μισό. Και δυστυχώς θα ακολουθήσει τον Φρανκ στην καταστροφή του.
Οι ομοιότητες δεν σταματούν εδώ.
Υπάρχει και ένας γιος. Στο βιβλίο είναι ο Τομ, ο γιος του Γουίλι, στη σειρά είναι ο Τσαντ ο γιος του Ρέι. Και οι δύο πιέζονται να ακολουθήσουν με κάποιον τρόπο τα όνειρα και τις προσδοκίες των πατεράδων τους. Να βαδίσουν στα βήματά τους. Ο Τομ είναι όμορφος, αθλητικός, έξυπνος. Έχει όλο το μέλλον μπροστά του, όλες οι επιλογές είναι ανοιχτές. Και ο πατέρας του τον πιέζει στα όρια. Να γίνει ακόμα καλύτερος. Να γίνει ο πρώτος. Ακολουθώντας κατά κάποιον τρόπο το περίφημο ρητό των Αμερικανών, «ο πρώτος είναι τα πάντα, ο δεύτερος τίποτα». Ο Τσαντ είναι μια άλλη ιστορία. Είναι μαλθακός, παχύσαρκος, ευαίσθητος, προσπαθεί να διαχειριστεί το διαζύγιο των γονιών του και τις εκρήξεις θυμού του πατέρα του. Μέχρι που μια μέρα κάτι παιδιά στο σχολείο του σκίζουν τα καινούρια του παπούτσια. Και ο πατέρας του πηγαίνει στο σπίτι ενός συμμαθητή του και ξυλοφορτώνει τον πατέρα του μπροστά στον μικρό νταή. Που τελειώνει άραγε ο κύκλος της βίας;
Είπαμε για προσδοκίες.
Ίσως αυτή είναι η μαγική λέξη.
Η λέξη που κινεί τον κόσμο μας. Όχι πάντα προς τη σωστή κατεύθυνση. Αν υπάρχει σωστή κατεύθυνση.
Τι προσδοκίες έχουμε από τον εαυτό μας, τι προσδοκίες έχει ο κόσμος από εμάς, τι προσδοκίες έχουν οι άλλοι από μας. Ειδικά οι γονείς μας. Πόσο εύκολο είναι να ισορροπήσουμε ανάμεσα στην εικόνα που έχουμε και που θέλουμε να φτιάξουμε για τον εαυτό μας, και την εικόνα που έχουν οι άλλοι για μας; Οι γονείς μας;
Πόσο εύκολο είναι να πάμε κόντρα σε αυτές τις προσδοκίες;
Πόσο αβίαστες είναι πολλές φορές αυτές οι προσδοκίες;
Όπως η αγάπη ενός γονιού, που εκφράζεται με τα πιο απλά πράγματα, όπως το να θέλει ο γονιός το παιδί του που έχει φύγει από το σπίτι πλέον, να κοιμηθεί ένα βράδυ εκεί, κάτω από την ίδια στέγη όπως παλιά;
Πόσο αθώα είναι αυτή η αγάπη;
Οι ήρωες του βιβλίου, οι ήρωες της σειράς, οι ήρωες της ταινίας συντρίβονται κάτω από το βάρος των ονείρων τους, των προσδοκιών, της αγάπης.
Όπως όλοι μας.
Σε ένα εξαιρετικό απόσπασμα του βιβλίου ο Γουίλι Σταρκ εξηγεί σε κάποιον από τους χαρακτήρες ότι το μοναδικό πράγμα που δεν μπορεί κάποιος να κληρονομήσει είναι η καλοσύνη. Και αυτό γιατί την καλοσύνη πρέπει να τη φτιάξει ο καθένας μόνος του. Και το υλικό για να φτιάξεις την καλοσύνη είναι η κακία. Η κακία που υπάρχει γύρω μας και που πρέπει να την αποδεχτούμε σαν κάτι φυσικό, να την αγκαλιάσουμε και να την μετουσιώσουμε σε καλοσύνη.
Αυτό βέβαια δεν έρχεται χωρίς κόστος. Το να είσαι καλός κοστίζει.
Πόση κακία άραγε μπορούμε να χωνέψουμε πριν μας καταβάλει;
Πόσο μπορούμε να αντέξουμε την κακία γύρω μας χωρίς να μπούμε στον πειρασμό να την χρησιμοποιήσουμε και εμείς;
Πόσο ίδιοι θα είμαστε στο τέλος αυτού του δρόμου;
Μπορούμε άραγε να σώσουμε, αν υπάρχει, αυτό που λέμε ψυχή;
Και στο κάτω κάτω της γραφής έχει κανένα νόημα;
Αν η ζωή μας είναι μόνο εδώ, εδώ και τώρα, γιατί να μας νοιάζει για τους άλλους;
Ποιος έχει άραγε δίκιο, ο Γουίλι ή ο Φρανκ;
Ή ακόμα και αυτό το δίκιο είναι κάτι πάρα πολύ σχετικό;
Κάποτε ένας φίλος του πατέρα μου μου είπε μια κουβέντα, που την θυμάμαι και προσπαθώ να την ακολουθώ. Δεν τα καταφέρνω πάντα. Μέσα σε αυτή την κουβέντα βρίσκω την ταπεινότητα με την οποία νιώθω ότι πρέπει να προσεγγίζουμε το μεγαλείο της ζωής και του σύμπαντος και έτσι να δίνουμε ουσία στην ασημαντότητά μας.
Όπου πας, να πας σαν προσκυνητής.
Ίσως να είναι τόσο απλό.
Ίσως πάλι να μην είναι.