Η εκπαιδεύτρια Παμ Τζένσεν είχε ένα 22άρι ρεβόλβερ στην τσάντα της – είχε υποσχεθεί στον εαυτό της μια σφαίρα στην υπερώα μετά την χιλιοστή πεντακοσιοστή εκπαιδευτική παρουσίασή της, η οποία, με τον τρέχοντα ρυθμό, θα γινόταν τον Ιούλιο του 1986.
…
Μέσα στο καλοκαίρι πέτυχα ένα βράδυ στην τηλεόραση μια ταινία. Τα τελευταία δύο χρόνια δεν βλέπω ταινίες όσο παλιότερα, έχω αφοσιωθεί σχεδόν ολοκληρωτικά στο διάβασμα, αλλά κάτι με τράβηξε έτσι όπως την χάζευα με την άκρη του ματιού κάνοντας παράλληλα δουλειές στο λάπτοπ και έψαξα να βρω ποια είναι.
Ήταν το The end of the tour μια ταινία βασισμένη σε μια συνέντευξη που πήρε το 1996 ο δημοσιογράφος David Lipsky για το περιοδικό Rolling Stone από τον συγγραφέα David Foster Wallace που είχε μόλις εκδώσει το κατά πολλούς magnum opus του, Infinite Jest.
Ο Lipsky ακολούθησε τον Wallace στο τελευταίο κομμάτι της περιοδείας προώθησης του βιβλίου στη Μινεάπολη. Το άρθρο δεν γράφτηκε ποτέ τελικά. Δώδεκα χρόνια αργότερα, μετά την αυτοκτονία του Wallace, ο Lipsky ανέσυρε τις κασέτες εκείνης της συνέντευξης και έγραψε ένα βιβλίο, το Although of course you end up becoming yourself, στο οποίο βασίστηκε και η ταινία που βγήκε στις αίθουσες το 2015.
Αρχές Σεπτεμβρίου και ενώ χάζευα τα βιβλία που κάθε μήνα το βιβλιοπωλείο Πολιτεία έχει με 50% έκπτωση έπεσα πάνω σε ένα βιβλίο που το όνομα του συγγραφέα κάτι μου θύμισε. Ήταν ο Χλομός βασιλιάς, το τελευταίο βιβλίο του Wallace που δεν πρόλαβε να τελειώσει και εκδόθηκε τρία χρόνια μετά τον θάνατό του. Σε αυτό το βιβλίο ο Wallace παρακολουθεί τις ζωές των εξεταστών της φορολογικής υπηρεσίας των ΗΠΑ σε ένα κέντρο ελέγχου κάπου στις μεσοδυτικές πολιτείες. Μπορεί να ακούγεται κάπως περίεργο. Πιστέψτε με, είναι.
Το βιβλίο είναι αποσπασματικό και χαοτικό. Δεν έχω διαβάσει άλλο βιβλίο του Wallace αλλά πιστεύω ότι μάλλον το ύφος του βιβλίου είναι χαρακτηριστικό του συγγραφέα. Ο Wallace μας μιλά παρατηρώντας τις ζωές των υπαλλήλων της υπηρεσίας, τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας τους σε αυτή, όσο και πριν, μας μεταφέρει στιγμιότυπα από την καθημερινότητά τους, μας μιλάει για τα άγχη τους, τις μύχιες σκέψεις τους, τους φόβους τους, φτιάχνει έναν μικρόκοσμο, ο οποίος ίσως δεν διαφέρει και πολύ από κάθε άλλο εργασιακό μικρόκοσμο είτε στον ιδιωτικό είτε στον δημόσιο τομέα, είτε στην Αμερική, είτε στην Ευρώπη, πάντως σίγουρα μέσα στα σύνορα του δυτικού καπιταλισμού του 20ου αιώνα.
Στο βιβλίο επανέρχεται συνέχεια το θέμα της πλήξης. Το κατά πόσο η πλήξη που βιώνουμε σαν απτή κατάσταση στον εργασιακό μας κυρίως βίο επηρεάζει τις ζωές μας σε όλους τους τομείς. Πόσο σημαντικό είναι για κάποιον όχι απαραίτητα να είναι συνέχεια απασχολημένος κατά το ωράριο της εργασίας του, αλλά να νιώθει από τη φύση της δουλειάς του ότι αυτό που κάνει έχει κάποιο νόημα, κάποιον αντίκτυπο στην πραγματικότητα κάποιου άλλου. Και υπάρχει φυσικά και το θέμα τις διαχείρισης των νεκρών διαστημάτων κατά την εργασία. Μήπως τελικά έχουμε φτάσει σε ένα όριο όπου πραγματικά πρέπει να ψάξουμε σαν κοινωνία τρόπους να δουλεύουμε λιγότερο? Με την προοπτική να βελτιώσουμε καταρχάς την πνευματική και την ψυχική μας υγεία.
Ο Wallace έπασχε από χρόνια κατάθλιψη. Αυτό τον οδήγησε και στην αυτοκτονία το 2008, σε ηλικία 46 ετών. Μετά την έκδοση του Infinite Jest αναγνωρίστηκε ως ένας από τους καλύτερους συγγραφείς της γενιάς του. Στην ταινία φαίνεται μέσα από τις συζητήσεις του με τον Lipsky ότι δεν του άρεσε αυτή η προσοχή, αυτό το ροκσταριλίκι, δεν θεωρούσε τον εαυτό του κάποιον τόσο σημαντικό ώστε να ασχολείται ο κόσμος μαζί του και με τη ζωή του. Δεν είμαι ειδικός στην κατάθλιψη, το εντελώς αντίθετο, μια εικόνα που έχω όμως είναι ότι πολλές φορές μπορεί να συνοδεύεται από συναισθήματα απογοήτευσης και ανημποριάς. Μπορεί να είναι κατάλοιπα από παλαιότερα ψυχικά τραύματα, ή μπορεί να οφείλονται σε μια αυξημένη αίσθηση ενσυναίσθησης αδιεξόδων στη ζωή μας και στον τρόπο ζωής μας γενικότερα. Ο Wallace λέει κάποια στιγμή στην ταινία ότι έφτασε σε ένα αδιέξοδο, την περίοδο που χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε μια ψυχιατρική κλινική για λίγο, ένα περιστατικό που αναφέρεται και στον Χλομό βασιλιά, αν και πρωταγωνιστής είναι κάποιος άλλος χαρακτήρας, (να σημειώσουμε εδώ ότι και ο ίδιος ο συγγραφέας εμφανίζεται στο βιβλίο ως υπάλληλος της υπηρεσίας, ως κομμάτι όλου αυτού του ανούσιου γραφειοκρατικού τέρατος), λέει λοιπόν ο Wallace ότι έφτασε σε αυτό το αδιέξοδο γιατί ζούσε με πολύ αμερικάνικο τρόπο. Πίστευε ότι έπρεπε να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα όπου θα έκανε/πετύχαινε κατά σειρά το Α, το Β, το Γ και όλα θα έπαιρναν τη σειρά τους. Τελικά αυτό ήταν που τον έπνιγε. Αυτή η κοινωνική πίεση για προγραμματισμό, η οποία έχει ως πολιορκητικό κριό τη διαφήμιση και δούρειο ίππο την τηλεόραση, είναι ίσως η πιο επιτυχημένη μηχανή παραγωγής άβουλων ανθρώπων που καταλήγουν να δουλεύουν για να καταναλώνουν και ξεχνάνε στο ενδιάμεσο να ζούνε. Σαν τον χαρακτήρα του Edward Norton στο Fight Club που είχε επιπλώσει το διαμέρισμά του σαν κατάλογο του ΙΚΕΑ και όταν εκείνο κάηκε ολοσχερώς ένιωσε ότι έχασε την ταυτότητά του.
Το 1996, την ίδια χρονιά που εκδόθηκε το Infinite Jest, οι Tool, ένα μουσικό συγκρότημα από το Λος Άντζελες έβγαλαν το δεύτερο άλμπουμ τους, το Aenima. Στο πρώτο τραγούδι του δίσκου, στο Stinkfist υπάρχει ο εξής στίχος, “boredom is not a burden anyone should bear”. Όταν άκουσα εγώ το δίσκο, το 2001 στα 19 μου, αυτός ειδικά ο στίχος μου φάνηκε λίγο δήθεν. Το υπόλοιπο κομμάτι μιλάει για το πόσο χρειαζόμαστε όλο και πιο έντονα ερεθίσματα για να νιώθουμε ζωντανοί, χωρίς όμως αυτό απαραίτητα να προσδίδει νόημα στη ζωή μας. Μεγαλώνοντας κατάλαβα πως τελικά ο στίχος έχει τεράστιο βάθος και πως σήμερα, 26 χρόνια αργότερα, ίσως έχουμε περάσει στην άλλη μεριά. Η πλήξη, είτε πραγματική, είτε τεχνητή, είναι μια κατάσταση που καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μας, και όπως λέει σε άλλο σημείο του Χλομού βασιλιά ο Wallace, κανένας δεν μιλάει για αυτήν. Ψάχνουμε συνέχεια να γεμίζουμε τον χρόνο μας με δραστηριότητες, ψάχνουμε συνέχεια να είμαστε με κόσμο, χωρίς απαραίτητα να έχουμε κάτι να πούμε, ενώ ταυτόχρονα σκρολάρουμε ασυναίσθητα και χωρίς νόημα στα σόσιαλ ρίχνοντας κρυφές ματιές στις ζωές των άλλων. Φοβόμαστε όλο και περισσότερο να μείνουμε μόνοι μας.
Σε κάποιο σημείο της ταινίας ο Wallace και ο Lipsky ξεκινάνε μια κουβέντα όπου ο Wallace αναρωτιέται γιατί τύποι σαν αυτούς, λευκοί, μορφωμένοι, με καλές και ενδιαφέρουσες δουλειές, με χρήματα, νιώθουν τόσο άδειοι και δυστυχισμένοι. Η συζήτηση περνάει στην τηλεόραση και μέσα από μια σύγκριση με τον αυνανισμό, όπου και τα δύο αναφέρονται ως όμορφοι τρόποι να περάσεις για λίγο καλά, αλλά παρόλα αυτά παραμένουν εσωστρεφείς τρόποι διασκέδασης, ο Wallace λέει πως σε μερικά χρόνια που η τεχνολογία θα γίνεται όλο και καλύτερη, κάνοντας και μια ιδιαίτερη αναφορά στην διαδικτυακή πορνογραφία εικονικής πραγματικότητας, θα είναι ευκολότερο και πιο ευχάριστο για όλους να κάθονται στον καναπέ τους παρά να συναναστρέφονται μεταξύ τους. Αν σκεφτούμε την καθημερινότητά μας, ειδικά τα τελευταία δυο χρόνια με την πανδημία, είμαστε μάλλον στο σημείο που περιέγραφε ο Wallace το 1996.
Τελειώνοντας το βιβλίο έβαλα να δω την ταινία. Ένιωσα και με τα δύο μια ταύτιση σε πολλά σημεία με τον Wallace. Ένιωσα να τον συμπονώ, να τον νοιάζομαι. Ένιωσα μια σύνδεση. Δεν ξέρω αν το γράψιμό του ταιριάζει σε όλους, ή τέλος πάντων σε αρκετούς. Οι αγωνίες του όμως είναι υπαρκτές, εννοώντας ότι ζούμε σε αυτή την εποχή όπου αν κοιτάξεις γύρω σου βλέπεις ανθρώπους κυριολεκτικά χαμένους. Ανθρώπους που μπορεί να έχουν λυμένα αν όχι όλα, κάποια από τα προβλήματα επιβίωσής τους, αλλά παρόλα αυτά νιώθουν ένα διαρκές κενό, μια ανολοκλήρωση.
Πολλά από τα όνειρα και τις προσδοκίες ειδικά της γενιάς μας έσβησαν απότομα. Πέσαμε σε πολλά συνεχόμενα αδιέξοδα. Η ματαίωση είναι πλέον δεύτερη φύση μας. Ίσως απογοητευόμαστε πολύ επειδή προσπαθούμε πολύ. Δεν ξέρω. Δεν έχω απαντήσεις. Νομίζω ούτε ο Wallace είχε. Νομίζω πως η τέχνη δεν θα έπρεπε να έχει απαντήσεις, αλλά να θέτει ερωτήσεις. Προβληματισμούς.
Αυτό που πιστεύω είναι πως ίσως θα έπρεπε να βρίσκουμε λίγο περισσότερο χρόνο για να μην κάνουμε τίποτα.
Να καθόμαστε ξάπλα και να κοιτάμε το ταβάνι.
Και όχι την τηλεόραση.