Το 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κάνει πρεμιέρα στις 3 Νοεμβρίου με μια αυτοβιογραφική ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, το The Fabelmans που απέσπασε πρόσφατα το βραβείο κοινού στο Φεστιβάλ του Τορόντο και βάζει πλώρη για τα Όσκαρ.
Το Φεστιβάλ έχει διανύσει μεγάλο δρόμο από το 1960 που ξεκίνησε ως εθνικό φεστιβάλ με την επωνυμία «Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου» με πρωτοβουλία του Παύλου Ζάννα και με καθοριστική την συμβολή της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Τέχνη». Είναι ένα από τα παλαιότερα και κορυφαία φεστιβάλ κινηματογράφου στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ενώ αποτελεί τη σημαντικότερη κινηματογραφική διοργάνωση στην Ελλάδα που έχει διαγωνιστικό χαρακτήρα και το πρόγραμμά του περιλαμβάνει επίσης αφιερώματα σε σημαντικούς σκηνοθέτες και εθνικές κινηματογραφίες, καθώς και παράλληλες εκδηλώσεις όπως masterclass, εκθέσεις, συναυλίες και εργαστήρια.
Εκτός από τους σινεφίλ που κατακλύζουν κάθε Νοέμβριο τη Θεσσαλονίκη, όποιος ζει ή έχει ζήσει σε αυτή την πόλη ξέρει πως το Φεστιβάλ Κινηματογράφου είναι η είδηση της χρονιάς. Προβολές στο Ολύμπιον στην πλατεία Αριστοτέλους, στο λιμάνι στις τέσσερις αίθουσες που προήλθαν από την ανακατασκευή των παλαιών αποθηκών του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης, πάρτυ, παράλληλες εκδηλώσεις από το πρωί και κάθε μέρα για δέκα μέρες.
Τα πρώτα δελτία Τύπου για το φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης σχεδόν συνέπεσαν με δύο άλλες ειδήσεις που αφορούν την κινηματογραφική παραγωγή στην Ελλάδα που παράκμασε αρκετά τα τελευταία χρόνια.
Συγκεκριμένα, το αμέσως επόμενο διάστημα αναμένεται να αξιολογηθεί από την αρμόδια επιτροπή η αίτηση της εταιρείας «Βασιλικά Θέρμης» για ένταξη του σχεδίου της για την ανάπτυξη κινηματογραφικών στούντιο στο καθεστώς των εμβληματικών επενδύσεων εξαιρετικής σημασίας. Πρόκειται για επενδυτικό σχέδιο προϋπολογισμού 50 εκατομμυρίων, το οποίο προβλέπει την ανάπτυξη έξι στούντιο κινηματογραφικών παραγωγών 30.000 τετραγωνικών μέτρων σε ακίνητο 80 στρεμμάτων στη Θέρμη της Θεσσαλονίκης στις παλιές σιταποθήκες Κορδογιάννη, που έχει αγοράσει ήδη η εταιρεία. Η «Βασιλικά Θέρμης» συνδέεται με την εταιρεία κινηματογραφικών παραγωγών και studios Nu Boyana Hellenic, καθώς και οι δύο ανήκουν στους επιχειρηματίες Γιάννη Καλαφάτη και Γιαρίβ Λερνέρ. ο οποίος ελέγχει τη Millennium Media, μια από τις μεγαλύτερες ανεξάρτητες εταιρείες ταινιών του Χόλιγουντ. Οι επενδυτές έχουν αντίστοιχες επιχειρηματικές δραστηριότητες στις ΗΠΑ και τη Βουλγαρία, ενώ έχουν ήδη ξεκινήσει παραγωγές στην Ελλάδα και ολοκληρώσει γυρίσματα γνωστών ταινιών στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων το «The Enforcer» με πρωταγωνιστή τον Αντόνιο Μπαντέρας και το «The Expendables 4» με πρωταγωνιστές, μεταξύ άλλων, τους Τζέισον Στέιθαμ και Σιλβέστερ Σταλόνε.
Στόχος η ανάπτυξη κατάλληλων υποδομών προκειμένου να προσελκύσουν μεγάλες εταιρείες παραγωγής και δίκτυα, όπως για παράδειγμα το Netflix, η Disney και η Paramount, ώστε να γυρίζουν ταινίες και σειρές στην Ελλάδα».
Παράλληλα, στην Αθήνα αυτή τη φορά, πραγματοποιήθηκε πριν από λίγες μέρες το διεθνές εργαστήριο ανάπτυξης σεναρίου -με το όνομα «Η Κουκουβάγια», στα αγγλικά «The Owl»- στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Φεστιβάλ των Καννών και του Athens Film Office με στόχο τη διεθνή παραγωγή ταινιών και τηλεοπτικών σειρών που θα υλοποιηθούν στην Ελλάδα. Το πρόγραμμα τελούσε υπό την στήριξη της Εταιρείας Ανάπτυξης και Τουριστικής Προβολής (ΕΑΤΑ) του δήμου Αθηναίων, υπό την ομπρέλα της οποίας εντάσσεται το Athens Film Office, και όσοι σεναριογράφοι επιλέχθηκαν δύνανται να παρακολουθήσουν ένα εντατικό πρόγραμμα σεμιναρίων και συναντήσεων προκειμένου να δουλέψουν πάνω στις ιδέες τους με τρόπο που θα τους φέρει ένα βήμα πιο κοντά στην επιτυχία και κατ’ επέκταση την προβολή της Αθήνας ή της Ελλάδας στο διεθνές κοινό.
Μήπως η χώρα βιώνει μια κινηματογραφική άνοιξη;
Γιατί όχι. Φαίνεται πως ξεκινά μια στροφή προς το σινεμά και επενδύσεις σε αυτό που ονομάζουμε «Δημιουργική Βιομηχανία», η οποία αναπτύσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς σ’ όλο τον κόσμο. Η αξία της Δημιουργικής Βιομηχανίας είναι τόσο μεγάλη που -αναλογικά- αν ήταν μία χώρα του κόσμου, θα ήταν η 4η μεγαλύτερη οικονομία μετά τις ΗΠΑ, Κίνα και Ιαπωνία, όπως λέει ο Φελίπε Μπουιτράγκο στο βιβλίο του «Η Πορτοκαλή Οικονομία, μια διαρκής ευκαιρία». Το επιβεβαιώνουν και παλιότερες μελέτες: όπως η έρευνα του 2014 των υπουργείων Πολιτισμού και Οικονομικών της που απέδειξε ότι ο πολιτισμός συμβάλλει επτά φορές περισσότερο στο ΑΕΠ της Γαλλίας από ότι η αυτοκινητοβιομηχανία και η Deloitte με την «Μελέτη αποτίμησης των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων των έργων πολιτισμού» την ίδια χρονιά, η οποία απέδειξε ότι η επένδυση στον πολιτισμό αποδίδει έναν πολλαπλασιαστή Χ 3,44 για την ελληνική οικονομία. Όλα αυτά βέβαια τα στοιχεία αφορούσαν την προπανδημική περίοδο. Έκτοτε και δύο χρόνια η πολιτιστική παραγωγή σχεδόν νέκρωσε σε παγκόσμιο επίπεδο.