Ο Εντύ γεννιέται το 1992 σε ένα χωριό της βόρειας Γαλλίας. Μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον όπου οι ρόλοι ανάμεσα στα δύο φύλα είναι χωρισμένοι. Οι άντρες δουλεύουν, πίνουν, βρίζουν, πλακώνονται, κάνουν καφρίλες, οι γυναίκες μεγαλώνουν τα παιδιά, κουτσομπολεύουν, μαλώνουν τους άντρες τους όταν το παρακάνουν. Θα έλεγε κανείς ότι η περιγραφή αυτή είναι αρκετά οικεία και σε εμάς. Η ελληνική επαρχία στις αρχές της δεκαετίας του ’90, σίγουρα και πιο πριν, και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και σήμερα είναι κάπως έτσι. Αυτό που ξέχασα να πω είναι ότι η οικογένεια του Εντύ, όπως και οι περισσότεροι στο χωριό του και στην περιοχή είναι φτωχοί. Πολύ φτωχοί. Τόσο φτωχοί που όταν έσπασε ένα τζάμι στο δωμάτιό του ο πατέρας του το αντικατέστησε με ένα χαρτόνι. Το χαρτόνι έμεινε εκεί μέχρι που χρόνια αργότερα ο Εντύ έφυγε από το σπίτι για να πάει στο λύκειο σε μια άλλη πόλη.
Ο Εντύ είναι ομοφυλόφιλος. Δεν το ξέρει, ή μάλλον δεν το συνειδητοποιεί ακριβώς με αυτόν τον τρόπο, δεν έχει συνείδηση του τι σημαίνει. Αυτό που ξέρει είναι πως δεν είναι σαν τα άλλα αγόρια. Και αυτό φαίνεται να το ξέρουν και όλοι οι άλλοι. Αντέχει συνεχείς εξευτελισμούς, από τους συμμαθητές του, τους γονείς του, τους συγχωριανούς του. Τον βρίζουν, τον φτύνουν, τον δέρνουν, τον απωθούν σωματικά, λεκτικά, με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο. Τον εξοστρακίζουν από το σώμα της κοινότητας. Δεν είναι σαν αυτούς. Δεν χωράει στους ρόλους και στα κουτάκια που έχουν όλοι συνηθίσει να βλέπουν μπροστά τους.
Ο Εντύ προσπαθεί. Προσπαθεί να συμμετάσχει, να ταιριάξει, να ανήκει. Κάποιες φορές τα καταφέρνει για λίγο, τις περισσότερες όχι. Και ταυτόχρονα προσπαθεί να καταλάβει. Ποιος είναι. Τι είναι. Και γιατί τον αποστρέφονται. Γιατί τον φοβούνται.
Γιατί τελικά όλα γυρνάνε εκεί. Στον φόβο. Φοβόμαστε αυτό που δεν γνωρίζουμε. Φοβόμαστε αυτό που δεν μπορούμε να βιώσουμε, να κατανοήσουμε, να ταξινομήσουμε. Και προσπαθούμε ή να το απομακρύνουμε ή να το αλλάξουμε.
Έπεφτα συνέχεια πάνω στο όνομα του Εντουάρ Λουί. Κάποια στιγμή έκατσα να ψάξω ποιος είναι. Ο Εντουάρ Λουί λοιπόν είναι ο Εντύ Μπελγκέλ. Ή μάλλον καλύτερα ήταν ο Εντύ Μπελγκέλ. Μέχρι που κατάφερε να φύγει από το χωριό του, να απομακρυνθεί από την οικογένειά του, και να γλυτώσει από έναν τρόπο ζωής που του επιφύλασσε ίσως έναν πρόωρο θάνατο. Από ξυλοδαρμό, από αλκοόλ ή από αυτοκτονία.
Διαβάζοντας το πρώτο βιβλίο του Εντουάρ Λουί, το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, σκέφτηκα αρκετές φορές τα βιβλία της Ανί Ερνό που διάβασα πριν από λίγο καιρό και για τα οποία μιλήσαμε σε προηγούμενο άρθρο. Η Ερνό γεννήθηκε 52 χρόνια πριν από τον Λουί, σε μια παρόμοια μικρή πόλη της βόρειας Γαλλίας. Ένα εργοστάσιο ήταν και εκεί η πηγή εισοδήματος για τους κατοίκους της περιοχής από τους οποίους οι περισσότεροι έμεναν για πάντα εγκλωβισμένοι σε αυτή τη ζωή. Δουλειά, σπίτι, αλκοόλ, κουτσομπολιό, φτώχεια. Ο Λουί όπως και η Ερνό κατάφερε και ξέφυγε από αυτή τη ζωή. Και οι δύο πάλεψαν, η Ερνό επειδή ήταν γυναίκα, και ο Λουί επειδή ήταν ομοφυλόφιλος, με τις προκαταλήψεις. Και βγήκαν νικητές.
Στο βιβλίο του Λουί επανέρχεται συνέχεια η βία. Με κάθε πιθανή μορφή. Λεκτική, σωματική, συστημική, κοινωνική. Η φτώχεια εξανάγκαζε αυτούς τους ανθρώπους σε έναν τρόπο ζωής για να μπορούν να αντέχουν την ίδια τους τη ζωή. Κοπιαστική μηχανιστική δουλειά, χωρίς νόημα, κουτσομπολιά, αλκοόλ, αλλοπρόσαλλες, παιδιάστικες συμπεριφορές, ο Λουί περιγράφει πως οι άντρες στα πανηγύρια αφού γίνονταν λιάρδα από το ποτό ανέβαιναν στα τραπέζια και γδύνονταν στη μέση της πλατείας του χωριού. Και όχι μια φορά. Και τηλεόραση. Πολλή τηλεόραση.
Το 1988 ο Ρόαλντ Νταλ εξέδωσε τη Ματίλντα, ένα παιδικό βιβλίο με ηρωίδα ένα μικρό κορίτσι διψασμένο για γνώση και μάθηση. Δεν έτυχε να το διαβάσω μικρός, όπως και κανένα άλλο βιβλίο του Άγγλου συγγραφέα, ο οποίος μεταξύ άλλων έχει γράψει και το Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας, που έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο δύο φόρες, την πρώτη με τον Τζιν Γουάιλντερ και την δεύτερη με τον Τζόνι Ντεπ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Είδα όμως λίγα χρόνια αργότερα την ομώνυμη ταινία με τον Ντάνι ντε Βίτο στον ρόλο του πατέρα της Ματίλντα και την μικρή Μάρα Γουίλσον στον ομώνυμο ρόλο. Ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην φανταστική ιστορία της Ματίλντα και την πραγματική του μικρού Εντύ είναι η τηλεόραση, η οποία έπαιζε τον ρόλο της εστίας γύρω από την οποία μαζευόταν η οικογένεια. Οι περιγραφές του Λουί σχετικά με την τηλεόραση και την εμμονή κυρίως του πατέρα του είναι πολύ γλαφυρές σε σημείο να σκέφτομαι τον Ντάνι ντε Βίτο στη θέση του πατέρα του Λουί.
Από τη μία η φτώχεια και από την άλλη η αποβλάκωση κυριολεκτικά από το αλκοόλ και την τηλεόραση δημιουργούσαν ένα εκρηκτικό μείγμα για την μικρή κοινωνία της περιοχής. Αδιέξοδες ζωές που περιστρέφονταν συνέχεια γύρω από την αγωνία της επιβίωσης και με έντονη την ανάγκη να ανήκουν κάπου, να ταιριάζουν, να συνεχίσουν στο διηνεκές αυτό που παρέλαβαν. Μια ατελείωτη σκυταλοδρομία σε έναν αέναο κύκλο.
Η βία είναι ο δεύτερος κύκλος που όριζε τη ζωή τους. Η βία η οποία έρχεται τόσο από το σύστημα που καταπιέζει τα φτωχότερα στρώματα χωρίς να τους αφήνει διέξοδο για να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο, αλλά και η βία τους ενός απέναντι στον άλλο. Η βία που πολλές φορές είναι κομμάτι της καθημερινότητας συγκαλυμμένη ως πείραγμα, ως στοίχημα, ακόμα και ως παιχνίδι. Τις περισσότερες φορές όμως ωμή, ξεκάθαρη και κρυστάλλινη. Λέξεις, χειρονομίες, βλέμματα, ψίθυροι, υπονοούμενα.
Ο Εντύ μέσα σε όλα αυτά προσπαθεί να καταλάβει. Και αυτό το βιβλίο είναι η αρχή της προσπάθειάς του. Γιατί το βίωσε όλο αυτό? Επειδή ήταν ομοφυλόφιλος? Επειδή δεν του άρεσε το ποδόσφαιρο? Δεν του άρεσε το ποδόσφαιρό επειδή ήταν ομοφυλόφιλος? Ερωτήματα μπλεγμένα μεταξύ τους σε ένα τεράστιο κουβάρι. Και οι απαντήσεις? Οι απαντήσεις έρχονται συνήθως πολύ αργά. Πολύ αργά για να τις κατανοήσεις, πολύ αργά για να σημαίνουν κάτι.
Το βιβλίο είναι σκληρό. Η ζωή είναι σκληρή άλλωστε. Ίσως όχι η ζωή όλων, αλλά η ζωή πολλών. Πολλοί άνθρωποι γύρω μας, ακόμα και σήμερα, βιώνουν πράγματα που τους πληγώνουν, που τους σημαδεύουν, που τους εξαθλιώνουν, και που πολλές φορές εμείς που είμαστε απ’ έξω και τους κοιτάμε, δεν μπορούμε να τα δούμε.
Η βία είναι ύπουλη. Δεν φαίνεται πάντα. Δεν έρχεται πάντα σαν φωνή, σαν βρισιά, σαν χαστούκι, σαν χτύπημα στο τραπέζι, ούτε καν σαν μια απόλυση ή μια ερωτική απογοήτευση. Η βία μπορεί να γίνει σύννεφο που τυλίγει τη ζωή μας, μια μέγγενη που μας σφίγγει, μπορεί να δημιουργήσει έναν τελείως διαφορετικό εαυτό εντός μας, να μιλάει αντί για εμάς. Πολλές φορές να ζει αντί για εμάς.
Είναι γνωστός ο αφορισμός που χρησιμοποιείται συχνά τα τελευταία χρόνια, καταδικάζω την βία από όπου και αν προέρχεται. Για εμένα κρύβει μια μεγάλη παγίδα. Η βία γενικά μπορεί να μας οδηγεί σε αδιέξοδα, να είναι γενικά καταπιεστική και άδικη, αλλά υπάρχει και δίκαιη βία, υπάρχει και αναγκαία βία. Ο αφορισμός αυτός εξισώνει την βία που ασκεί ο καταπιεστής, που ασκεί ένα σύστημα εξουσίας, με τη βία που ασκούν οι καταπιεσμένοι για να λυτρωθούν. Εξισώνει την βία του θύτη με τη βία του θύματος. Με μια πράξη βίας μας καλωσορίζει άλλωστε στο συγγραφικό του σύμπαν ο Εντουάρ Λουί. Διαγράφει τον Εντύ Μπελγκέλ. Τον αφήνει πίσω του. Και μας προτρέπει να τον ακολουθήσουμε. Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ.
Στις σελίδες του βιβλίου, στο πάνω μέρος, είναι τυπωμένο στη μία μεριά το όνομα του αγοριού που γεννήθηκε στη βόρεια Γαλλία το 1992, και στην άλλη το όνομα του συγγραφέα που έγινε αυτό το αγόρι φεύγοντας από το μικρό χωριό του και σπάζοντας τον κύκλο της βίας. Δεν ξέρω αν έγινε επίτηδες ή τυχαία, μοιάζει όμως πολύ ταιριαστό. Βιώνεται έτσι σελίδα σελίδα από τον αναγνώστη η μετάβαση από τον Εντύ Μπελγκέλ, στον Εντουάρ Λουί.
Υπάρχει ένα βίντεο στο Youtube με μια κουβέντα ανάμεσα στον Εντουάρ Λουί και τον σκηνοθέτη Κέν Λόουτς. Προερχόμενοι από δύο διαφορετικές χώρες, από δύο διαφορετικές εποχές, ο Λόουτς είναι 86 ετών σήμερα και ο Λουί 30, καταφέρνουν και βρίσκουν κοινά σημεία στις εμπειρίες τους, στους αγώνες που πρέπει να δώσουν οι χαμηλότερες τάξεις, στη σημασία της τέχνης, επικοινωνούν με κοινούς κώδικες, και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι όσο και αν αλλάζουν οι εποχές, όσο και αν προοδεύει ο κόσμος μας, πάντα θα υπάρχουν καταπιεσμένοι που θα ψάχνουν τη φωνή τους, πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που θα ζουν με τα αποφάγια των υπολοίπων.
Πάντα θα υπάρχει ανάγκη για εξέγερση και αντίσταση.
Μέχρι να φτιάξουμε έναν κόσμο που δεν θα χρειάζεται να αφήνουμε πίσω μας τους Εντύ Μπελγκέλ.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Jean-Luc Godard and Stéphane Audran in Présentation ou Charlotte et son steak, 1960, by Eric Rohmer