Υπάρχει ένα ερώτημα που είναι πολύ πιο θεμελιώδες, σχεδόν υπαρξιακό, από ό,τι ακούγεται αρχικά: γιατί είναι τόσο σημαντικός ο Παρθενώνας; Ο Χρήστος Γιανναράς αναφέρει σε πολλά κείμενά του την ανικανότητα των σύγχρονων Ελλήνων να εξηγήσουν, (άρα να καταλάβουν πρώτα), το γιατί ο Παρθενώνας, ένα ερείπιο, είναι το σύμβολο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ομολογώ ότι και γω ήρθα σε αμηχανία όταν διάβασα το ερώτημα πρώτη φορά: γιατί ο Παρθενώνας και όχι άλλοι σπουδαίοι ναοί, που σώζονται και καλύτερα; Πολλές απαντήσεις βρήκα στην διάλεξη του αρχιτέκτονα Γιάννη Επαμεινώνδα με τον ομώνυμο τίτλο, “Γιατί ο Παρθενώνας”, η οποία κυκλοφορεί στο διαδίκτυο. Ο Παρθενώνας είναι, βέβαια, ένα σύμβολο για τον πολιτισμό εν γένει, αλλά κυρίως είναι μια συμπύκνωση των αξιών του ελληνικού πολιτισμού.
Αν δεχτούμε ότι είμαστε στη δύση του ευρωπαϊκού πολιτισμού (τον οποίο ασπαστήκαμε όψιμα ως σύγχρονη Ελλάδα, άρα μας ενδιαφέρει υπαρξιακά και αυτό το ερώτημα), μπορούμε άραγε, με το φως του δειλινού και όχι του εκτυφλωτικού μεσημεριού, να δούμε ποιο είναι το αντίστοιχο επίτευγμα που τον συμπυκνώνει; Κατά τη γνώμη μου μπορούμε: είναι η ένατη συμφωνία του Μπετόβεν, ειδικά η Ωδή στη Χαρά, και θα προσπαθήσω σε πολύ αδρές γραμμές να το αιτιολογήσω εδώ.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για ένα αρχιτεκτόνημα και όχι, ας πούμε, για μια από τις σωζόμενες τραγωδίες. Φαίνεται ότι σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς (εννοώ μέχρι και τον Μεσαίωνα) υπήρχε η ανάγκη να μένει όσο γίνεται πιο στέρεη, αναλλοίωτη και περίοπτη αυτή η συμπύκνωση των ουσιωδών τους στοιχείων. Έτσι, η Ευρώπη που αναδύθηκε από την Μεγάλη Πανούκλα είχε να αναμετρηθεί με τα ορατά επιτεύγματα των προηγούμενων, τις Πυραμίδες, τους Ελληνικούς, Ρωμαϊκούς, Βυζαντινούς, Γοτθικούς ναούς. Όσο κι αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να φτιάξει ένα κτίσμα που θα αντιπροσωπεύει τα πνευματικά επιτεύγματά της, όπως οι Πυραμίδες την Αίγυπτο ή η Αγία Σοφία το Βυζάντιο. Το βάρος της προηγούμενης τελειότητας ήταν ασήκωτο.
Όμως υπήρχε ένας τομέας της τέχνης που δεν είχε αφήσει μνημεία από την Αρχαιότητα την οποία έβλεπε ως πρότυπο η αναγεννημένη Ευρώπη: η μουσική. Εκεί μπόρεσε ακομπλεξάριστα να αναπτυχθεί, να βρει εντελώς νέες εκφραστικές δυνατότητες και διαστάσεις (πολυφωνία), χωρίς να αφήνει το στέρεο έδαφος των πυθαγόρειων θεωριών και της φυσικής επιστήμης των ήχων. Η ευρωπαϊκή μουσική, από τον 16 αιώνα αναπτύσσει μια κοινή γλώσσα που εκτείνεται από την Βρετανία μέχρι την Ιταλία κι από την Ισπανία μέχρι τη Σουηδία, αντίθετα από τις δεκάδες εθνικές γλώσσες. Ένας νοητός καθεδρικός σκεπάζει όλη αυτήν τεράστια έκταση, με ιερείς κυρίως τους Ιταλούς μουσικούς που διασκορπίζονται σε όλες τις χώρες, σε όλες τις Αυλές και Εκκλησίες. Δυο αιώνες μετά, στο αποκορύφωμα της κοινής αυτής γλώσσας, όταν ο Χάιντν έλεγε ότι τη μουσική του την καταλαβαίνει όλος ο κόσμος, ο Μπετόβεν φτιάχνει τον υπαρκτό καθεδρικό της Ευρώπης, το τελευταίο μέρος της ένατης συμφωνίας του. Ο Άνθρωπος είναι ολοκληρωτικά στο κέντρο του. Όλοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια μπροστά στο βωμό της Χαράς. Ακριβώς μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, τον προάγγελο των δύο παγκοσμίων του επόμενου αιώνα, ακριβώς πριν από τη διάσπαση της κοινής μουσικής γλώσσας σε εθνικές διαλέκτους και προσωπικούς δρόμους, ο Λόγος του Διαφωτισμού δεν είναι μόνο μια ιδέα, αλλά ενσαρκώνεται στην πιο λεπτή ύλη, τον ήχο. Καταφέρνει να κάνει τόσο απλό το κήρυγμά του, ώστε στην πιο απλή μορφή του να μπορεί κι ένα παιδί να το παίξει με το ένα δάκτυλο του χεριού του στο πιάνο ή στο μαθητικό μεταλλόφωνο.
Η Ωδή στη Χαρά είναι λοιπόν το πιο σημαντικό έργο του ευρωπαϊκού πολιτισμού και το μήνυμά του είναι η Αδελφοσύνη. Και το μήνυμα αυτό θα περάσει και στην επόμενη εποχή, ακόμα κι αν κάνουμε τον κόσμο ερείπια επειδή το ξεχάσαμε ή δεν το καταλάβαμε ποτέ. Και όπως ο Παρθενώνας στέκει σήμερα αινιγματικά και λυτρωτικά στο κέντρο του χάους, έτσι και η ηχώ της Ωδής θα προτρέπει αύριο να ξαναχτιστεί ένας κόσμος με βάση τον Λόγο και την Αδελφοσύνη.