Σε αντίθεση με την γενικότερη αντίληψη, ότι οι κοριοί αναπτύχθηκαν τεχνολογικά τον τελευταίο αιώνα, η αλήθεια είναι ότι οι κοριοί εφευρέθηκαν την ίδια περίοδο με τις πρώτες τηλεπικοινωνίες.
Όταν το 1880 ξεκίνησαν να χρησιμοποιούνται από τον Βρετανικό Στρατό, οι στρατιώτες που ήταν υποχρεωμένοι να παρακολουθούν συνομιλίες ονομάζονταν αρμεχτές και η πρακτική λεγόταν «τηλεφωνικό άρμεγμα». Για την ακρίβεια, κοριοί χρησιμοποιήθηκαν πρώτη φορά κατά τον Αμερικανικό Εμφύλιο, για την υποκλοπή των τηλεγραφημάτων που έστελναν οι στρατηγοί μεταξύ τους, τόσο από τους Νότιους, όσο κι από τους Βόρειους.
Όμως οι τηλεφωνικοί κοριοί, με την έννοια που τους γνωρίζουμε, έκαναν ντεμπούτο στην Νέα Υόρκη το 1895, όταν ένας πρώην υπάλληλος της εταιρείας τηλεπικοινωνιών έπιασε δουλειά στην αστυνομία και πρότεινε τις υποκλοπές ως μια λύση ενάντια στο όλο και αυξανόμενο έγκλημα. Ο Ουίλιαμ Λ. Στρονγκ, τότε δήμαρχος της Νέας Υόρκης είδε την πρότασή του ως ευλογία κι έτσι οι τηλεφωνικές υποκλοπές άνθισαν μέσα στα επόμενα χρόνια. Αν και δεν ήταν μια πρακτική που απασχολούσε ιδιαίτερα τον κόσμο τότε, αφού ελάχιστοι είχαν τηλεφωνικές συσκευές στα σπίτια τους, οι αστυνομικοί που ήθελαν να υποκλέψουν μια συνομιλία, δεν είχαν παρά να παρουσιαστούν στην τηλεφωνική εταιρεία και να ζητήσουν να τους υποδειχθούν που βρίσκονταν τα καλώδια της γραμμής που τους ενδιέφερε. Οι κοριοί έμπαιναν είτε στα κελάρια, είτε έξω από το σπίτι, ανάλογα με το που βρισκόταν το κουτί των καλωδίων.
Όταν όμως ο κόσμος άρχισε να καταλαβαίνει ότι η πρακτική γινόταν όλο και συχνότερη, τα πράγματα άλλαξαν. Ήταν το 1916. Μια εποχή πολέμου και οι υποκλοπές ενισχύονταν από την πλευρά του κράτους όλο και περισσότερο. Ένας πίνακας ελέγχου είχε στηθεί στο τελωνείο της πόλης και κάθε φορά που ένα ακουστικό σηκωνόταν από μια άλλη άκρη της πόλης, ένα λαμπάκι άναβε κι ένας στενογράφος κατέγραφε την συνομιλία. Αργά ή γρήγορα, ο κόσμος άρχισε να αντιδρά και να μιλά για τα δικαιώματα των προσωπικών του δεδομένων. Και σχεδόν ταυτόχρονα, η τηλεφωνική εταιρεία βρέθηκε σε δυσχερή θέση κι αρνιόταν να συνεργαστεί με την αστυνομία. Το δίκτυο από την άλλη γινόταν όλο και πιο περίπλοκο. Σήμερα, στην Νέα Υόρκη υπάρχουν πάνω από 2 εκ γραμμές και ακόμη κι ένα έμπειρο άτομο στις υποκλοπές συνομιλιών δεν θα μπορούσε να βρει όχι το κουτί, αλλά και τα καλώδια που συνδέουν την γραμμή.
Και φυσικά, όσο η τηλεφωνική τεχνολογία εξελισσόταν, τόσο εξελισσόταν και η μέθοδος των υποκλοπών. Η μεγάλη αλλαγή έγινε με την χρήση του ίντερνετ να εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο. Το 1995, ο Peter Garza, ένας ειδικός πράκτορας, πραγματοποίησε την πρώτη υποκλοπή μέσω ίντερνετ, ερευνώντας τον Julio Cesar “Griton” Ardita. Μέσω της υπόθεσης αυτής, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών, ερεύνησε κατά πόσο οι πάροχοι ίντερνετ θεωρούνται πάροχοι τηλεπικοινωνιών και από το 2009, εκδόθηκε απόφαση που απαγορεύει την παρακολούθηση οποιασδήποτε δραστηριότητας μέσω ίντερνετ χωρίς ένταλμα που να ξεκαθαρίζει τους λόγους ανάγκης της παρακολούθησης, αν και τυπικά, μια παράνομη παρακολούθηση μέσω ίντερνετ μπορεί να γίνει μέσω WiFi, σπάζοντας το WEP ή WPA, με ένα εργαλείο όπως το Aircrack ή το Kismet.
Οι υποκλοπές φυσικά μετεξελίχθηκαν με τα κινητά τηλέφωνα να μπαίνουν στην ζωή μας.
Όμως με την εμφάνιση των κοριών και των υποκλοπών, εμφανίστηκαν και οι πρώτες κωδικοποιημένες συνομιλίες. Μια τέτοια περίπτωση, ήταν κι αυτή του Dutch Schultz, διαβόητου μαφιόζου την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, με δραστηριότητες τόσο την μεταφορά και πώληση παράνομων αλκοολούχων ποτών, όσο και τον παράνομο τζόγο. Κάθε φορά που ο Σουλτς σήκωνε το ακουστικό, έλεγε «ελπίζω να σας πέσουν τα αυτιά σας», βέβαιος ότι κάποιος αστυνομικός θα ακούσει την συνομιλία. Η μανία καταδίωξης του έγινε ακόμη χειρότερη τον τελευταίο χρόνο, με ομοσπονδιακούς πράκτορες και ντετέκτιβ να έχουν βάλει κοριούς στο γραφείο, το σπίτι του, το σπίτι της αδερφής του και του δικηγόρου του. Κι ακριβώς επειδή γνώριζε ότι η αστυνομία τον ήθελε ζωντανό ή νεκρό, απεχθανόταν τόσο τα τηλέφωνα που όταν έμπαινε σε έναν χώρο, εντόπιζε κατευθείαν την συσκευή και απομακρυνόταν από αυτήν όσο γινόταν. Ακόμη κι έτσι όμως, τα τηλέφωνα ήταν αναγκαία για την δουλειά του.
Ακόμη και η πιο κοινή συνομιλία με τους άντρες του ή με την ερωμένη του καταγραφόταν, κι έτσι ο Σουλτς χτυπούσε δυνατά ότι έβρισκε στο γραφείο με ένα χρυσό μολύβι που κουβαλούσε ειδικά για τον σκοπό. Είχε την ιδέα, ότι ο θόρυβος θα ενοχλούσε όσους άκουγαν. Αυτό που δεν γνώριζε ήταν ότι η τεχνολογία της εποχής επέτρεπε στους πράκτορες να ακούν οτιδήποτε έλεγε ακόμη κι έτσι.
Έτσι, η καλύτερη λύση ήταν να «κωδικοποιεί» τις συνομιλίες του. Έμαθε τους άντρες του να μιλούν με κωδικούς ή με φράσεις-κλειδιά. Οι ντετέκτιβ το έβρισκαν αρκετά δύσκολο να βγάλουν νόημα από την συνομιλία πολλές φορές. Όμως αυτό δεν ίσχυε και για το τηλέφωνο του δικηγόρου του. Έτσι όταν μια μέρα υπεκλάπη μια συνομιλία, το νόημα δεν ήταν αρκετό για τους πράκτορες να καταλάβουν, αλλά τα ονόματα που αναφέρονταν στην συνομιλία ήταν. Όταν αργότερα, η συνομιλία έγινε σημείο αναφοράς στην δίκη για την διαγραφή του από τον δικηγορικό σύλλογο, ο διαιτητής Κόλαχαν εξοργίστηκε λέγοντας ότι «οι υποκλοπές είναι ότι πιο σάπιο μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση. Καλύτερα να πάμε πίσω στην Βρετανική κυβέρνηση και να τους παραδώσουμε την Ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας μας!»