Χριστούγεννα της παιδικής μου ηλικίας και ζούμε ένα οικογενειακό δράμα. Δεν έχουμε γαλοπούλες, οικόσιτες, στο χωριό όπως συνηθιζόταν επί σειρά ετών. Δεν θυμάμαι φυσικά τα αίτια αυτής της καταστροφής, αλλά θυμάμαι ξεκάθαρα την αναστάτωση και την υπέρβαση που χρειάστηκε να κάνει ο πατέρας μου να πάει να αγοράσει μία γαλοπούλα… από το σούπερ μάρκετ. Επιστρέφει με άδεια χέρια. Ισχυρίζεται ότι δεν βρήκε καμία καλή. Ξαναπάμε μαζί και έχω ξεκάθαρη την εικόνα στο μυαλό μου να είμαστε, προφανώς, στον τότε Βερόπουλο, και να υπάρχουν πολλά ψυγεία με γαλοπούλες στη σειρά. Ο πατέρας μου ωστόσο, προχωράει, κοιτάει τις άπειρες γαλοπούλες και συνεχίζει. «Διάλεξε μία» του λέω, «να τελειώνουμε». «Αποκλείεται» μου λέει «να αγοράσουμε γαλοπούλα εισαγωγής». Και συνεχίζει να ψάχνει. Και ακολουθώ. «Μα είναι δυνατόν να είναι όλες από την Τουρκία;» ρωτάει και γω ψάχνω να βρω τις ετικέτες προέλευσης. «Που το βλέπεις ότι είναι από την Τουρκιά;» απορώ για να πάρω την εκπληκτική απάντηση «Μα δεν βλέπεις ότι όλες γράφουν turkey;»… Η ιστορία αποτελεί έκτοτε το κύριο οικογενειακό μας ανέκδοτο και ανακλήθηκε ενόψει της Ημέρας των Ευχαριστιών την επόμενη Πέμπτη, του γνωστού Thanksgiving και της γαλοπούλας πρωταγωνιστεί στο εορταστικό μενού από τις αρχές του 19ου αιώνα που έχει κατακλύσει και φέτος την αρθρογραφία του διεθνούς Τύπου.
Είδες τι μπορεί να κάνει μια ομόηχη και με την ίδια ορθογραφία λέξη; Να μπερδέψει μια γαλοπούλα με μια χώρα… Κάπως έτσι είχε γίνει και σε μια παρέα φίλων που μιλούσαμε για πολιτισμένες σχέσεις μεταξύ ζευγαριών μετά τον χωρισμό και αναφέρθηκε το “too ugly” σε κάποιο σημείο το οποίο προκάλεσε το σχόλιο ενός άλλου «Όχι σαν Άγγλοι, σαν Σουηδοί» και προφανώς κάπως έτσι γελάνε οι παρέες και βγαίνουν τα ανέκδοτα.
Οι παρερμηνείες ωστόσο στην επικοινωνία δεν είναι de facto πάντα αστείες. Είναι πηγές πολλών και διαφορετικών δεινών όταν οι άνθρωποι νομίζουν πως μιλούν για το ίδιο πράγμα, αλλά απέχουν παρασάγγας στις ερμηνείες που δίνουν σε λέξεις, πόσο μάλλον σε έννοιες, πόσο μάλλον σε συναισθήματα. Και κάπου εκεί έχουμε το “worlds apart” όπου είναι σαν να είμαστε από άλλον πλανήτη, κι ας είμαστε δίπλα δίπλα.
Ο Κούντερα δίνει μια άλλη διάσταση στο θέμα στο βιβλίο του «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι»:
Όσο οι άνθρωποι είναι λίγο πολύ νέοι και η μουσική παρτιτούρα της ζωής τους δεν είναι παρά στους πρώτους της ρυθμούς, μπορούν να συνθέσουν μαζί και να ανταλλάξουν μοτίβα, αλλά, όταν συναντιόνται σε μια πιο ώριμη ηλικία η μουσική τους παρτιτούρα είναι λίγο πολύ συμπληρωμένη, και κάθε λέξη, κάθε αντικείμενο, σημαίνουν κάτι διαφορετικό στην παρτιτούρα του καθενός.
Νομίζω πως μας αφορά περισσότερο, μια και όλοι λίγο πολύ μεγαλώσαμε πια κι ας λέει ένας φίλος μου πως «Όσο μεγαλώνεις χαίρεσαι λιγότερο, αλλά λυπάσαι και λιγότερο». Αρνούμαι. Θέλω να χαίρομαι πολύ και να λυπάμαι πολύ. Απεταξάμην από πάνω μου το άγχος της παιδικής μου ηλικίας με τη χαρά, με την μαμά μου να μου λέει «Εύη, μην γελάς πολύ, γιατί στο τέλος θα κλάψεις». Ας κλάψω, τουλάχιστον θα χω χαρεί προηγουμένως.
Ξέφυγε ο συνειρμός. Όπως μας ξεφεύγουν οι λέξεις, οι έννοιες, οι ορισμοί που κουβαλάνε όσο περνάει ο καιρός ιστορίες και ιστορίες δικές μας και του περιβάλλοντος μας, μνήμες και ασυνείδητες καταγραφές, συμπλέγματα και αδιέξοδα. Κουλτούρες και πραγματικότητες. Και βαραίνουν σιγά σιγά με υπαρξιακή βαρύτητα που, που θα πάει θα αλλάξει στο ζύγι αυτή την ελαφρότητα του είναι, θα την κάνει πιο «βαριά» με ένα ειδικό βάρος λίγο περίεργο που την κάνει λιγότερο αβάσταχτη… «Η βαρύτητα, η ανάγκη και η αξία είναι τρεις έννοιες στενά και βαθιά ενωμένες: δεν είναι βαρύ παρά αυτό που είναι αναγκαίο, δεν έχει αξία παρά μόνον ό,τι βαραίνει» λέει κάπου αλλού ο Κούντερα στο βιβλίο.
Και ο έρωτας;
Τι γίνεται με την κάθε λέξη και το κάθε αντικείμενο στον έρωτα;
Τους δίνει ο έρωτας κοινό εννοιολογικό και ερμηνευτικό πλαίσιο, τις ενώνει ή μια και εξ ορισμού ο έρωτας είναι μάχη, τις κάνει να αποκλίνουν όλο και πιο πολύ. Το «σ΄ αγαπώ» του ενός μπορεί να σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό από το «σ΄ αγαπώ» του άλλου. Σκέψου τώρα ο ένας να λέει «σ΄ αγαπώ» και ο άλλος «σ΄ αγαπάω»… Πόση απόσταση δημιουργεί αυτό «α» που μπαίνει εμβόλιμα; Ποιο είναι πιο βαθύ και πιο μεγάλο το «σ΄ αγαπώ» ή το «σ΄ αγαπάω»; Πιο έχει μεγαλύτερη βαρύτητα και αξία; Κανείς δεν ξέρει, κι ας νομίζουν όλοι πως ξέρουν. Αυτό το «α» συμπληρώνει διαφορετικά τις μουσικές μας παρτιτούρες. Μπορεί να μας ενώσει, μπορεί να μας χωρίσει, μπορεί να μας αρρωστήσει. Αυτό το «α» είναι το «είναι» του καθενός. Μάλλον.
Σκέψου να έχουμε ζήσει και σε διαφορετικές συνθήκες, σε διαφορετικές πραγματικότητες… Να είμαστε τόσο «άλλοι», σαν να μην είμαστε όλοι άνθρωποι της ίδιας συνομοταξίας…
Το προσεγγίζει εκπληκτικά ο Τριβιζάς στο παραμύθι «Η Πουπού και η Καρλότα». Ήταν το αγαπημένο του γιου μου. Και το δικό μου.
Για όσους δεν το έχουν διαβάσει μιλά για ερωτική ιστορία.
Ήτανε κάποτε μια αλεπού
που τη λέγανε Πουπού.
Ήτανε και μία κότα
που τη λέγανε Καρλότα.
Η πονηρή η Πουπού προσπαθεί να πείσει την δύσπιστη Καρλότα ότι την αγαπάει και την καλεί σε ραντεβού…
Κι έλεγε η κότα:
-Αμ δε!
Με προορίζεις για μεζέ
θα με κάνεις μια μπουκιά
αλεπού κακιά! (…)
Κι έλεγε η αλεπού
η κατεργάρα η Πουπού
Μα τι είναι αυτά που λες;
Τι κουβέντες συκοφαντικές. (…)
Κι απαντούσε η κότα:
-Αποκλείεται, ορεβουάρ!
Άμα βγω απ’ το κοτέτσι
θα με κάνεις σίγουρα
γιουβέτσι
γιατί έχεις ένα μεγάλο ατού
είμαι κότα
ενώ είσαι αλεπού.
Αρχικά, η αγάπη νικά. Και η Καρλότα πηγαίνει στο σπίτι της Πουπούς. Τελικά η φύση νικά. Η αλεπού ξεγελά την κότα. Θέλει να την μαγειρέψει και να τη φάει. Και το ηθικό δίδαγμα έρχεται..
Τα λένε οι μάνες στα παιδιά
και στα εγγόνια οι παππούδες
μετανιώνουνε πικρά οι κότες
που εμπιστεύονται
τις αλεπούδες!
Άραγε η αλεπού ήθελε από την αρχή να την φάει ή την είχε ερωτευτεί; Μήπως για την κατεργάρα την Πουπού ο έρωτας και το φαΐ σήμαιναν το ένα και το αυτό; Είχαν για αυτές τις δύο οι λέξεις το ίδιο νόημα;
Πάντως η Καρλότα, που γλιτώνει την τελευταία στιγμή φωνάζει έξαλλη:
Δεν τα θέλω τα μπισκότα
χάρισέ τα σ’ άλλη κότα
και τα λόγια τα ωραία εκείνα
λέγε τα σε καμιά χήνα
στρουμπουλή μικρούλα
ή σε κάποια γαλοπούλα.
Και μια και με γαλοπούλα αρχίσαμε και με γαλοπούλα τελειώνουμε… μήπως θα ήταν φανταστική ιδέα ο Τριβιζάς να γράψει ένα ακόμη παραμύθι;
Θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «Ο Γάλλος και γαλοπούλα».
Αφού λατρεύει τα λογοπαίγνια…
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Adelle August, 1954. (Photo Credit: Bettmann / Getty Images)