Σε αυτό το κτίριο που δαιμονοποιήθηκε όσο κανένα άλλο, χρωστάμε την ταυτότητα της πόλης
…
Μια αναδρομή στην ιστορία της αθηναϊκής πολυκατοικίας με αφορμή την έκθεση «Πολυκατοικία» που ξεκινά στις 30 Νοεμβρίου 2022 στην Ελληνοαμερικανική Ένωση
Εκατοντάδες χιλιάδες λευκά κουτάκια που απλώνονται στον ήλιο σαν παράξενη μπουγάδα. Χωρίς τάξη, χωρίς σχέδιο, μία δόμηση που εξελίχθηκε βιαστικά και άναρχα – έτσι τουλάχιστον μοιάζει αυτή η πόλη από ψηλά. Οι πολυκατοικίες της Αθήνας δεν αρέσουν στους Αθηναίους. Τις καταριούνται συχνά. Ζηλεύουμε τις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις με τα κτίρια των περίτεχνων προσόψεων, τις κεραμιδένιες στέγες και τη γοητεία μιας άλλης εποχής. Κι όμως, αυτά τα κτίρια που τόσο λατρεύουμε να μισούμε εφηύραν λύσεις εκεί που δεν υπήρχαν, έδωσαν στέγη σε όσους την είχαν ανάγκη και το κυριότερο όλων; Έκαναν την Αθήνα αυτό που είναι: μία πόλη ολοζώντανη.
Για να αντιληφθούμε τον καθοριστικό ρόλο της αθηναϊκής πολυκατοικίας στην αστική ζωή, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τους λόγους που οδήγησαν στη δημιουργία της. Ας γυρίσουμε, λοιπόν, τον χρόνο πίσω. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, τα χρόνια που ακολουθούν τον εμφύλιο η Ελλάδα γνωρίζει μία τεράστια εσωτερική μετανάστευση. Άνθρωποι από την επαρχία και τα νησιά μετακομίζουν στις πόλεις και οι περισσότεροι από αυτούς επιλέγουν την Αθήνα ως τον νέο τόπο διαμονής τους. Όχι μόνο γιατί εδώ είναι πιο εύκολο να βρεθούν δουλειές, αλλά και γιατί μέσω της ανωνυμίας που προσφέρει μια μεγάλη πόλη είναι εφικτό να σβήσουν τα ίχνη που άφησε πάνω τους ο εμφύλιος. Έτσι, η Αθήνα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα μεγάλο ερωτηματικό: πού θα στεγαστεί τόσος κόσμος;
Έπρεπε να βρεθεί μία λύση γρήγορα και μάλιστα χωρίς υψηλό κόστος. Και τότε εμφανίστηκε μία καινούργια λέξη, η «αντιπαροχή». Ήταν ένας τρόπος για τους εργολάβους να αγοράσουν μία έκταση χωρίς χρήματα, δίνοντας ως αντάλλαγμα στους ιδιοκτήτες της γης ένα ή δύο προνομιούχα διαμερίσματα στο νέο κτίριο που θα έχτιζαν. Καθώς δεν υπήρχαν χρήματα ούτε για δείγμα, και αφού οι τράπεζες δεν έδιναν παρά ελάχιστα δάνεια, η αντιπαροχή ήταν μονόδρομος. Επιπλέον, η πώληση των διαμερισμάτων γινόταν με δόσεις, ακόμα και εβδομαδιαίες, ενώ ήταν συχνό φαινόμενο οι εργολάβοι να πωλούν τα σπίτια από τα σχέδια, πριν καν ξεκινήσουν την ανέγερση του κτιρίου. Με αυτό τον τρόπο όλοι, ακόμα και οι ίδιοι οι χτίστες που εργάζονταν στην οικοδόμηση των πολυκατοικιών, μπορούσαν να αγοράσουν το δικό τους σπίτι. Αν σήμερα η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα αγγίζει το (αδιανόητο για άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες) ποσοστό του 74,6%, αυτό το χρωστάμε στις πολυκατοικίες.
Τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’80, χτίζεται η μισή Αθήνα. Οι πολυκατοικίες διαμορφώνουν πια τη νέα εικόνα της πόλης. Εκτός, όμως, από την ιδιοκατοίκηση, πετυχαίνουν και κάτι ακόμα, εξαιρετικά σημαντικό: το ανακάτεμα των τάξεων, τον εκδημοκρατισμό της πόλης. Μπορεί στα διαμερίσματα-φιλέτα των άνω ορόφων να βρίσκαμε τους πιο ευκατάστατους πολίτες των Αθηνών και στους κατώτερους ορόφους ή στα υπόγεια, τους λιγότερο προνομιούχους, όμως όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, ζούσαν στο ίδιο κτίριο. Αυτό υπήρξε ένα από τα εξαιρετικά κατορθώματα της πολυκατοικίας και ο λόγος που οι συνοικίες της Αθήνας δεν έγιναν ποτέ γκέτο, όπως συνέβη με την Ιταλία ή το Παρίσι.
Όσο για την όψη των κτιρίων, οι περισσότεροι θα συμφωνούσαμε πως στην πλειονότητά τους, πράγματι, δεν μπορούν να συγκριθούν με την κομψότητα αρχιτεκτονικών ρευμάτων του 18ου ή του 19ου αιώνα. Όμως, τα διαμερίσματα τους ήταν λειτουργικά, πρόσφεραν ανέσεις που η Αθήνα δεν είχε καν ονειρευτεί μέχρι τότε, διέθεταν ανελκυστήρες και πρωτοποριακό –για την εποχή– σύστημα θέρμανσης. Κι ακόμα, ο σχεδιασμός των περισσότερων πολυκατοικιών προέβλεπε την ύπαρξη ενός καταστήματος στο ισόγειο. Ως εκ τούτου, τα καφενεία, τα εστιατόρια, και κάθε είδους μαγαζί που δημιουργήθηκε στο επίπεδο του δρόμου έφεραν νέα πνοή κι αυτή τη χαρακτηριστική αθηναϊκή ζωντάνια που υπάρχει ακόμα και σήμερα. Από αυτή την άποψη, οι πολυκατοικίες χάρισαν στην πόλη την ταυτότητά της.
Πηγή: athensvoice.gr