Πριν από μερικά χρόνια ζήτησαν στα πλαίσια μιας συνέντευξης από τον Βέρνερ Χέρτσογκ, τον γνωστό Γερμανό σκηνοθέτη, να προτείνει ένα ή δύο βιβλία που η σημερινή γενιά θα έπρεπε να διαβάσει. Ο 77χρονος τότε σκηνοθέτης απάντησε:
Δεν θα σας πω δύο βιβλία, γιατί τότε θα κάτσετε να τα διαβάσετε και θα νομίσετε ότι αυτό ήταν, τελειώσατε. Δεν θα έπρεπε να διαβάσετε δύο βιβλία, θα έπρεπε να διαβάσετε δύο χιλιάδες βιβλία.
Το διάβασμα, όπως και κάθε τρόπος σύγκλισης και ενασχόλησης με την τέχνη είναι μια συνεχής διαδρομή, ένα ταξίδι προς μια απροσδιόριστη, προς μια αόρατη Ιθάκη. Ο Φερνάντο Πεσσόα έγραψε:
Η λογοτεχνία, όπως και κάθε μορφή τέχνης, ισοδυναμεί με ομολογία ότι η ζωή δεν αρκεί.
Αυτό διαβάζεται με δύο τρόπους.
Και από την πλευρά του δημιουργού, αλλά και από την μεριά του αποδέκτη.
Η ζωή μας τροφοδοτεί με εικόνες, με αισθήσεις, με συναισθήματα, μας ενεργοποιεί, και αυτή η συνδιάλεξή μας με τον κόσμο πρέπει να αποτυπωθεί, είναι ένα ένστικτο, που δεν ξέρω πότε εντυπώθηκε στο DNA μας, αλλά είναι εκεί. Όμοια και η ανάγκη μας να κοινωνούμε την τέχνη, να την καταναλώνουμε αν θέλετε, είναι κι αυτή έμφυτη. Πάνε χέρι χέρι αυτά τα δύο, και επιβεβαιώνουν την ρήση του Πεσσόα. Η ζωή χωρίς την τέχνη είναι κάτι λειψό.
Στην ίδια συνέντευξη ο Χέρτσογκ αφού αναφέρει κάποιους τίτλους από μια λίστα προτεινόμενων αναγνωσμάτων για τη σχολή κινηματογράφου του, συμπληρώνει πως:
Μη φανταστείτε ότι αυτό (το να διαβάσετε αυτά τα βιβλία) θα σας αλλάξει σαν άνθρωπο. Είναι η σταθερότητα του διαβάσματος, η επιμονή του διαβάσματος.
Αυτό που λέει ο Χέρτσογκ είναι πως σημασία δεν έχει τόσο πολύ το τι διαβάζουμε, αλλά να διαβάζουμε. Γιατί αυτό θα αλλάξει τη ζωή μας. Και πιστέψτε το ή όχι, ισχύει.
Έχω δυόμισι χρόνια που διαβάζω πάλι πολύ εντατικά. Πιο πριν με τα κορίτσια μικρά δεν είχα τον χρόνο, αλλά ούτε και την συγκέντρωση και πολλές φορές τη διάθεση για διάβασμα. Μέσα στην πανδημία όμως, με τους ρυθμούς της ζωής μας να έχουν πέσει στο ρελαντί για αρκετό καιρό, και τις κοινωνικές συναναστροφές να έχουν εκμηδενιστεί, οι πλανήτες ευθυγραμμίστηκαν, ο άνεμος φύσηξε και τα πλοία έφυγαν επιτέλους για την Τροία. Και ο Οδυσσέας ξεκίνησε πάλι το ταξίδι του.
Προφανώς το διάβασμα από μόνο του δεν σε κάνει άλλο άνθρωπο, αλλά μπορεί να βελτιώσει τη ζωή μας. Και δεν αναφέρομαι σε αυτά που μπορεί να μάθει κάποιος διαβάζοντας όσο στην αλλαγή στην ποιότητα της καθημερινότητάς μας που μπορεί να επιφέρει.
Και για να πάμε και στο τι διαβάζουμε.
Υπάρχουν πολλοί που διαβάζουν συγκεκριμένα είδη λογοτεχνίας ή non-fiction βιβλία. Έχουν βρει αυτό που τους ευχαριστεί, αυτό που τους χαλαρώνει, αυτό που τους γεμίζει και πορεύονται έτσι. Και πολύ καλά κάνουν κατά τη γνώμη μου. Υπάρχουν και άλλοι που πηδάνε από συγγραφέα σε συγγραφέα και από είδος σε είδος, που κάθε καινούριο βιβλίο τους ξυπνάει συνειρμούς για κάτι που είδαν, κάτι που άκουσαν, η ανάγνωση είναι για αυτούς ένας πολυδαίδαλος λαβύρινθος, μια αχαρτογράφητη ήπειρος. Και κάπως έτσι σε κάθε στροφή γνωρίζουν και κάτι καινούριο, έναν καινούριο συγγραφέα, ένα βιβλίο που αγνοούσαν, ξαναδιαβάζουν βιβλία που είχαν διαβάσει νεότεροι και βλέπουν κάτι καινούριο σε αυτά και κατ’ επέκταση και στον εαυτό τους.
Κάπως έτσι έφτασα κι εγώ στο σύμπαν του Ρομπέρτο Μπολάνιο.
Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο γεννήθηκε το 1953 στη Χιλή. Μετά από μια πολυτάραχη ζωή που περιλάμβανε πολιτικές διώξεις και φυλακίσεις, αλλά και μετακομίσεις-μεταναστεύσεις στο Μεξικό, πίσω στη Χιλή, ξανά στο Μεξικό και στο τέλος στην Ισπανία, ο Μπολάνιο πέθανε στην Βαρκελώνη το 2003 αφήνοντας ημιτελές το τελευταίο του έργο, το επικό 2666.
Το ημιτελές είναι μια μεγάλη κουβέντα βέβαια.
Το βιβλίο εκδόθηκε λίγο μετά το θάνατό του· ο εκδότης του, παρά τις οδηγίες του Μπολάνιο εξέδωσε το υλικό σε έναν τόμο, αντί για πέντε ξεχωριστά βιβλία. Στη σημείωσή του στην πρώτη έκδοση του βιβλίου υποστηρίζει πως το μεγαλύτερο κομμάτι του βιβλίου ήταν ήδη έτοιμο, και πως αν ζούσε ο Μπολάνιο θα το δούλευε ελάχιστα ακόμα.
Το 2666 είναι χαοτικό.
Είναι χωρισμένο σε πέντε ξεχωριστά μέρη, σε πέντε διαφορετικά βιβλία, τα οποία διαβάζονται και ανεξάρτητα μεταξύ τους. Αλλά υπάρχει κάτι που τα συνδέει. Υπάρχει μια λεπτή κλωστή που διατρέχει ολόκληρη την πλοκή του βιβλίου και η οποία σε μια πρώτη ανάγνωση είναι μια σειρά δολοφονιών γυναικών που λαμβάνει χώρα στη Σάντα Τερέσα, μια πόλη στα σύνορα του Μεξικού με τις ΗΠΑ. Η Σάντα Τερέσα αντιστοιχεί σε μια πραγματική πόλη στα σύνορα των δύο χωρών, τη Σιουδάδ Χουάρες, στην οποία ανάμεσα στο 1993 και το 2005 δολοφονήθηκαν σχεδόν 400 γυναίκες, πολλές από αυτές στα πλαίσια πολέμων συμμοριών ή ληστειών, σεξουαλικών επιθέσεων και ενδοοικογενειακής βίας. Υπήρχε μεγάλη κριτική για την ολιγωρία των αρχών με αποτέλεσμα οι δολοφονίες να συγκεντρώσουν το διεθνές ενδιαφέρον.
Αλλά δεν νομίζω ότι είναι αυτή η κλωστή που συνδέει τις ιστορίες και κρατάει το βιβλίο.
Μου έμειναν πολλά αποσπάσματα από το βιβλίο. Κάποια από αυτά συνομιλούν απευθείας με το προηγούμενο μεγάλο έργο του Μπολάνιο, τους Άγριους Ντετέκτιβ, κάποια άλλα με ταινίες, κάποια άλλα απευθείας με την πραγματικότητα, με τη ζωή μας την ίδια. Υπάρχει ένα απόσπασμα το οποίο είναι μια γραμμή, έξι λέξεις για την ακρίβεια, έξι λέξεις τις οποίες λέει ένας χαρακτήρας σε κάποιον άλλο, και οι οποίες νομίζω ότι κρύβουν όλη την ουσία τους έργου αυτού.
Μόνο μέσα στην αταξία είμαστε νοητοί.
Το χάος είναι αυτό που δίνει σχήμα στη ζωή μας, αυτό που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας. Η αναζήτησή μας, η πορεία μας μέσα στον χωροχρόνο δεν έχει ως σκοπό της την τακτοποίηση ή την ταξινόμηση του χάους που μας περιέχει. Η αναζήτηση, η περιπλάνηση είναι ο σκοπός. Το να βιώσουμε τις συγκινήσεις που έχει να μας προσφέρει αυτός ο κόσμος.
Κάτι αντίστοιχο γράφει ο Καζαντζάκης στην Ασκητική:
Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερή μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ· δε με νοιάζει. Γεννοβολώ τα φαινόμενα, ζωγραφίζω με πλήθια χρώματα φανταχτερό, γιγάντιο ένα παραπέτασμα μπροστά από την άβυσσο. Μη λες: «Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα!» Το παραπέτασμα, αυτό είναι η εικόνα.
Την τηλεοπτική σειρά Game of Thrones πιθανότατα τη γνωρίζετε όλοι. Στην πρώτη σεζόν υπάρχει ένας χαρακτηριστικός διάλογος ανάμεσα στον Lord Varys και τον Lord Baelish.
Λέει ο Varys κάποια στιγμή πως όταν εγκαταλείψουμε τα ψέματα που σμιλεύουν τις ζωές μας το μόνο που μας απομένει είναι το Χάος, ένας απέραντος λάκκος που μας περιμένει για να μας καταβροχθίσει, για να απαντήσει ο Baelish πως το Χάος δεν είναι λάκκος, το Χάος είναι μια σκάλα. Κάποιοι πέφτουν προσπαθώντας να ανέβουν, και δεν ξαναπροσπαθούν· η πτώση τους διαλύει. Και κάποιοι άλλοι, έχοντας την ευκαιρία να ανέβουν, παραμένουν προσκολλημένοι σε κάποια ιδέα, ή στους θεούς, ή στον έρωτα, σε ψευδαισθήσεις. Μόνο η σκάλα είναι αληθινή, ο ανήφορος είναι το μόνο που υπάρχει.
Για αυτόν τον ανήφορο μιλάει και ο Καζαντζάκης στην Ασκητική. Για την ανάβαση από το χώμα στον ουρανό, από την θνητότητα στην αθανασία.
Πριν από χρόνια ο Σταμάτης Κραουνάκης είπε σε μια τηλεοπτική συνέντευξη πως όταν έγραψε το Αυτή η νύχτα μένει για την ομώνυμη ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου που βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή, ένιωσε ότι κέρδισε την αθανασία. Ότι από όλη τη μουσική που έγραψε, και δεν είναι λίγη εδώ που τα λέμε, αυτό το τραγούδι θα ζούσε μετά από αυτόν.
Στην ίδια ταινία υπάρχει ο εξής διάλογος ανάμεσα στον Ανδρέα τον πρωταγωνιστή και τον κύριο Καθηγητή, έναν άλλο χαρακτήρα της ταινίας:
-Ξέρετε ποιο είναι το νόημα της ζωής?
-Ποιο είναι?
-Δεν ξέρω, εσάς ρωτάω. Δεν νομίζω ότι υπάρχει νόημα της ζωής.
-Υπάρχει. Υπάρχει, αλλά δεν το ξέρουμε.
Για να επιστρέψουμε στο 2666.
Ο Μπολάνιο μας έδωσε με αυτό το βιβλίο έναν καθρέφτη να κοιταζόμαστε στην αιωνιότητα. Μας έδωσε ένα βιβλίο που μας φέρνει αντιμέτωπους με όλους μας τους εφιάλτες, με όλες μας τις αποτυχίες, με όλα τα βάσανα και τα δάκρυα και τους θρήνους που μας συντροφεύουν. Αλλά και με όλο το κουράγιο, και όλη τη χάρη, και όλη την έμπνευση και όλη την ηδονή που υπάρχει στον κόσμο.
Γιατί η ζωή μας μπορεί όντως να μην έχει κανένα νόημα.
Αλλά αξίζει να τη ζούμε κάθε μέρα.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Rodney Smith