Το 1998 ο Ian Kershaw εξέδωσε τον πρώτο τόμο της βιογραφίας του Αδόλφου Χίτλερ με τον τίτλο Ύβρις. Δύο χρόνια αργότερα θα ακολουθούσε και ο δεύτερος, με τον τίτλο Νέμεσις. Κάποια χρόνια αργότερα ο ίδιος ο Kershaw θα επεξεργαζόταν ξανά το υλικό, θα αφαιρούσε κάποια πράγματα, θα έκανε κάποιες διορθώσεις και θα επανεξέδιδε το βιβλίο του σε μια επίτομη έκδοση. Αυτή την επίτομη έκδοση των χιλίων σελίδων ξεκίνησα να διαβάζω κάποια στιγμή την περασμένη άνοιξη.
Ο Kershaw ξεκινάει από την παιδική ηλικία του Χίτλερ αναλύοντας τη σχέση του κυρίως με τον πατέρα του, έναν αρκετά βίαιο άνθρωπο με τον οποίο ο μικρός Αδόλφος είχε μια το λιγότερο περίεργη σχέση. Το βιβλίο αν και πολύ ενδιαφέρον και καλογραμμένο δεν ταίριαζε με τον οργασμό της άνοιξης που με περιέβαλλε κι έτσι μετά από περίπου 120 σελίδες το άφησα στην άκρη για να το συνεχίσω κάποια άλλη στιγμή.
Ο Χίτλερ όμως δεν με άφησε.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν αδιαμφισβήτητα ένα κομβικό γεγονός, όχι μόνο του 20ου αιώνα, αλλά και της ιστορίας του ανθρώπου γενικότερα. Έτσι δεν είναι περίεργο που η τέχνη γενικότερα, και η λογοτεχνία ειδικότερα, ασχολείται συχνά πυκνά τόσο με τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτόν τον καταστροφικό πόλεμο, όσο και με το τι έγινε μετά τον πόλεμο. Έτσι σε πολλά βιβλία που διάβασα πέρυσι βρήκα αναφορές στον Β’ΠΠ και φυσικά στην πιο οδυνηρή προίκα που μας άφησε.
Το Ολοκαύτωμα.
Έχω έρθει σε επαφή με το Ολοκαύτωμα μέσα από ταινίες, βιβλία, διηγήσεις, ντοκιμαντέρ. Κάθε μα κάθε φορά νιώθω πως δεν υπάρχει κάτι πιο φρικιαστικό να ακούσω και να μάθω. Κάθε μα κάθε φορά που ξεκινάω να διαβάσω ένα καινούριο βιβλίο ή να δω μια ταινία, σκέφτομαι, τι άραγε θα μπορούσε να προστεθεί στα όσα ήδη ξέρω? Κι όμως κάθε φορά εκπλήσσομαι.
Το 1963 ο Ιάκωβος Καμπανέλλης εξέδωσε το μοναδικό του πεζογράφημα. Ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο όπου περιέγραφε τις εμπειρίες του από τον εγκλεισμό του σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Β’ΠΠ. Ο λιτός τίτλος του βιβλίου ήταν η ονομασία του στρατοπέδου. Μαουτχάουζεν.
Ο Καμπανέλλης βρέθηκε έγκλειστος εκεί κατά τύχη. Όπως αναφέρεται στο επίσημο βιογραφικό του στην ιστοσελίδα του:
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής (1942), σχεδιάζει μαζί μ’ ένα φίλο του να καταφύγουν στη Μέση Ανατολή. Επειδή το χρηματικό ποσό που χρειάζονταν ήταν υπέρογκο, αποφασίζουν να περάσουν στην Ελβετία μέσω Αυστρίας. Στην διαδρομή από Βιέννη προς Ελβετία σε έναν έλεγχο συλλαμβάνονται στο Ίνσμπρουκ. Ο Καμπανέλλης μεταφέρεται στην Βιέννη για ανάκριση και καταλήγει στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως Μαουτχάουζεν.
Στις 5 Μαΐου του 1945 το Μαουτχάουζεν απελευθερώνεται. Ο Καμπανέλλης επιλέγεται από τους υπόλοιπους Έλληνες ως αντιπρόσωπός τους στην διεθνή επιτροπή που συστήνουν οι επιζώντες. Θα φύγει από το Μαουτχάουζεν από τους τελευταίους μαζί με τους Έλληνες Εβραίους που θέλανε να πάνε στην Παλαιστίνη με έναν μυθιστορηματικό τρόπο.
Η αφήγηση ξεκινάει στις 5 Μαΐου του 1945 και τελειώνει τρεις μήνες μετά με τον συγγραφέα σε ένα τρένο από την Πιατσέντζα προς την Ελλάδα. Ενδιάμεσα θα μάθουμε διάφορα περιστατικά από την καθημερινότητα του στρατοπέδου, τραγικές ιστορίες ανθρώπων από όλα τα μέρη της Ευρώπης που η μοίρα τους έφερε δίπλα δίπλα στο κατώφλι του θανάτου.
Το κείμενο αυτό ξεκίνησε να γράφεται την Τετάρτη.
Σήμερα είναι Παρασκευή.
Στο ενδιάμεσο διάβασα μια συνέντευξη του Serge Klarsfeld στον Γιάννη Αχυρόπουλο. Οφείλω να ομολογήσω ότι αγνοούσα την ιστορία του Serge και της Beate Klarsfeld. Η συνέντευξη και η ιστορία τους είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Αυτό που μου έκανε εντύπωση και που επανέρχεται συνέχεια στην κουβέντα του Serge και του Γιάννη, είναι η τυχαιότητα. Από τη στιγμή που θα βρισκόσουν ανάμεσα στα γρανάζια της ναζιστικής μηχανής η τύχη ήταν αυτή που αναλάμβανε σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο της μοίρας σου. Το πότε θα σε συλλαμβάνανε, το που θα σε στέλνανε, το σε ποιον αξιωματικό θα έπεφτες, το πως θα ξυπνούσε ένα πρωί αυτός ο αξιωματικός, όλα αυτά τα φαινομενικά ανεξάρτητα γεγονότα έπλεκαν έναν ιστό πιθανοτήτων που σαν κόσκινο κοσκίνιζε τις ζωές των φυλακισμένων. Στο Μαουτχάουζεν επέζησε ο ένας στους εννιά.
Θα θυμάστε πιθανότατα μια σκηνή από την ταινία του Steven Spielberg, Η λίστα του Σίντλερ, όπου ο Ralph Fiennes κάνει σκοποβολή από το μπαλκόνι του σπιτιού του στοχεύοντας τους φυλακισμένους του στρατοπέδου που περιδιαβαίνουν μέσα στο στρατόπεδο. Όταν κάποιος πέφτει νεκρός από τις σφαίρες οι υπόλοιποι κάνουν σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Και όλα αυτά επειδή βαριέται. Και επειδή οι κρατούμενοι ήταν αναλώσιμοι.
Χρησιμοποίησα πιο πάνω τον όρο ναζιστική μηχανή. Είναι ένας ευρέως διαδεδομένος όρος που υποδηλώνει την μεθοδικότητα και την αποτελεσματικότητα της Βέρμαχτ τόσο στα μέτωπα του πολέμου, όσο και στα μετόπισθεν, και πιο συγκεκριμένα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η εξόντωση τόσων εκατομμυρίων ανθρώπων έγινε με θαυμαστή μεθοδικότητα παρόλα τα πολλά πρακτικά προβλήματα.
Η χρήση όμως αυτού του όρου ενέχει έναν κίνδυνο.
Τον κίνδυνο να αφαιρέσουμε από όλη αυτή τη διαδικασία το ανθρώπινο στοιχείο.
Όσο και αν μας φαίνεται απίστευτο, και είναι απίστευτο, όλα αυτά έγιναν από ανθρώπους. Από ανθρώπους που πολλοί από αυτούς διακατέχονταν από ένα ανώτερο επίπεδο ευσυνειδησίας. Υπήρχαν πολλοί που πίστευαν ότι έκαναν απλά μια δουλειά. Και ήθελαν να την κάνουν όσο καλύτερα γίνεται.
Ίσως τελικά αυτό να είναι το πιο συγκλονιστικό χαρακτηριστικό του Ολοκαυτώματος. Όχι το πλήθος των νεκρών, όχι η βαναυσότητα, όχι η εξαθλίωση που βίωσαν, αλλά το ότι όλο αυτό, αυτός ο πλήρης αφανισμός πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια μιας γραφειοκρατικής διαδικασίας.
Στο 2666 του Roberto Bolaño υπάρχει σε κάποιο σημείο ο εξής διάλογος ανάμεσα σε δύο αξιωματικούς των ναζί, αναφορικά με ένα φορτίο Εβραίων:
“Είστε ακόμα εκεί?”
“Εδώ είμαι” είπα.
“Κοιτάξτε, όπως έχει η κατάσταση δεν διαθέτουμε μεταφορικό μέσο για να πάρουμε τους Εβραίους. Διοικητικά ανήκουν στην Άνω Σιλεσία. Μίλησα με τους ανωτέρους μου και συμφωνήσαμε ότι το καλύτερο και βολικότερο είναι να τους ξεφορτωθείτε εσείς εκεί επί τόπου”.
Δεν απάντησα.
“Με καταλάβατε?” είπε η φωνή από τη Βαρσοβία.
“Ναι, σας κατάλαβα” είπα.
“Λοιπόν, τότε το θέμα είναι ξεκάθαρο. Σωστά?”
“Σωστά” είπα εγώ. “Θα ήθελα όμως να λάβω αυτή τη διαταγή γραπτώς” πρόσθεσα. Άκουσα ένα τραγουδιστό γελάκι στην άλλη άκρη του τηλεφώνου. Θα μπορούσε να είναι το γέλιο του γιου μου, σκέφτηκα, ήταν ένα γέλιο που μου θύμιζε απογεύματα στην εξοχή, γαλάζια ποτάμια γεμάτα πέστροφες, ευωδιές αγριολούλουδων και χόρτα ξεριζωμένα με τα χέρια.
“Μην είστε αφελής”, είπε η φωνή χωρίς την παραμικρή αλαζονεία, “αυτές οι διαταγές δεν δίνονται ποτέ γραπτώς”.
Παρόλο που πρόκειται για μυθοπλασία προφανώς, ο διάλογος κρύβει μια τρομερή αλήθεια. Η συλλογική εμπειρία μας λέει πως είναι αληθινός μέχρι την τελευταία λέξη.
Τι έχει να μας προσφέρει λοιπόν ακόμα ένα βιβλίο για το Ολοκαύτωμα? Τι έχει να μας προσφέρει κάθε νέα πληροφορία που έρχεται στο φως σχετικά με εκείνη τη σκοτεινή περίοδο? Τι έχουμε να μάθουμε για τις ζωές μας κοιτώντας πίσω?
Νομίζω ότι έχουμε πολλά να μάθουμε. Ο Β’ΠΠ και το Ολοκαύτωμα σημάδεψαν την ιστορία του ανθρώπου ανεξίτηλα. Την ημέρα που ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία ο Αυστριακός με εβραϊκές ρίζες συγγραφέας Joseph Roth εγκατέλειψε την Γερμανία. Λίγο καιρό αργότερα θα γράψει στον στενό του φίλο Stefan Zweig:
Θα έχεις καταλάβει μέχρι τώρα πως κατευθυνόμαστε προς μια τεράστια καταστροφή. Εκτός από την προσωπική μας καταστροφή – η λογοτεχνική και οικονομική μας ύπαρξη είναι ήδη κατεστραμμένη – όλο αυτό μας οδηγεί σε έναν νέο πόλεμο. Δεν θα πόνταρα ούτε μια πένα στις ζωές μας. Έχουν καταφέρει να εγκαθιδρύσουν μια κυριαρχία βαρβαρότητας. Μην ξεγελάς τον εαυτό σου. Βασιλεύει η κόλαση.
Τον επόμενο χρόνο ο Zweig θα ακολουθήσει τον Roth στην εξορία. Ο Roth θα πεθάνει αυτοεξόριστος στο Παρίσι το 1939. Ο Zweig θα αυτοκτονήσει μαζί με τη σύζυγό του το 1942 στην Βραζιλία. Σε ένα γράμμα του στον συγγραφέα Jules Romains θα σημειώσει:
Η εσωτερική μου κρίση συνίσταται στο ότι δεν είμαι σε θέση να ταυτιστώ με τον εαυτό μου του διαβατηρίου, τον εαυτό της εξορίας.
Το βιβλίο του Καμπανέλλη τελειώνει με τον συγγραφέα να φεύγει με ένα τρένο από την Πιατσέντζα. Αποχαυνωμένος από τη ζέστη και τον κόσμο χαζεύει τους τίτλους στην εφημερίδα που κρατάει ένας συνεπιβάτης του. Οι τίτλοι αναφέρουν την ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα.
ΛΟΝΔΙΝΟΝ, Αύγουστος. Ο αγγλικός τύπος υπογραμμίζει την εξέλιξιν εις την κατασκευήν όπλων μαζικής καταστροφής και… Τώρα με την βόμβαν ατόμου αναμφισβητήτως… Και μια νέα εποχή…
Ο αέρας τρεμούλιαζε την εφημερίδα, οι γραμμές γίνονταν στα μάτια μου μια θολούρα… «και μια νέα εποχή… μια εποχή… εποχή…»
Η θολούρα όλο και χειροτέρευε, ήταν αδύνατο πια να δω λέξη. Έκλεισα τα μάτια, έγειρα πίσω κι άρχισα να συλλογιέμαι πως ήταν Αύγουστος, πως ήταν χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε, πως άρχιζε μια νέα εποχή…
Υπάρχει μια συγκλονιστική φωτογραφία από τη Χιροσίμα.
Στο κάδρο φαίνεται ο εξωτερικός τοίχος ενός σπιτιού, και πάνω του ακουμπισμένη μια ξύλινη σκάλα. Η σκιά της σκάλας πέφτει πάνω στον τοίχο. Μαζί με τη σκιά της σκάλας έχει μείνει αποτυπωμένη πάνω στον ξύλινο τοίχο και η σκιά ενός ανθρώπου. Ενός ανθρώπου που στεκόταν εκεί, δίπλα στην σκάλα, το πρωινό της 6ης Αυγούστου του 1945 στις οχτώ και τέταρτο το πρωί. Ενός ανθρώπου που από τη μια στιγμή στην άλλη πέρασε στην ανυπαρξία αφήνοντας πίσω του μόνο την σκιά του.
Αυτό είναι και το Ολοκαύτωμα.
Μια σκιά που πέφτει πάνω στον άνθρωπο εδώ και 80 χρόνια.
Και κάθε βιβλίο, κάθε ταινία, κάθε ντοκουμέντο σχετικά με εκείνη την εποχή, μας βοηθάει να μην ξεχάσουμε.
Το αν θα μας βοηθήσει να μην το επαναλάβουμε είναι ένα άλλο θέμα.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Silhouette of a Japanese person left on the wall of a building in Nagasaki after the atomic bomb – August 1945