Ο καθένας γράφει όπως ακριβώς φαίνεται, σ’ το ‘χω ξαναπεί. Ο Χέμινγουαιη έμοιαζε με πυγμάχο κι έγραφε σαν πυγμάχος, ο Κάφκα έμοιαζε με τρωκτικό κι έγραφε σαν τέτοιο, ο Μπουκόφσκυ μοιάζει με πονηρή γριά πουτάνα και γράφει σαν τέτοια. Αυτός που μοιάζει με κυρα-Κατίνα θα γράφει και σαν κυρα-Κατίνα.
Αυτά μας λέει ο Αντώνης Σουρούνης με το στόμα του Γκας του γκάνγκστερ, του ήρωα του ομώνυμου βιβλίου του.
Και η αλήθεια είναι πως η φάτσα του Κάφκα έχει κάτι το απόκοσμο. Είναι σαν να ξέρει ένα μυστικό, ένα μυστικό τόσο βαθύ, ένα μυστικό που σχετίζεται με την τάξη του κόσμου. Και αυτό το μυστικό το έχει κόψει σε κομμάτια, το έχει διαμελίσει και το έχει σκορπίσει μέσα στα βιβλία του, και κοιτώντας μας τώρα μέσα από τις φωτογραφίες τους είναι σαν να μας λέει «ψάξε, ψάξε, δεν θα το βρεις…».
Κάπως έτσι συμπεριφέρεται και το ανομολόγητο πλάσμα που είναι ο πρωταγωνιστής και αφηγητής της ιστορίας που περιγράφεται στο Κτίσμα, ένα από τα τελευταία και ανολοκλήρωτα έργα του Κάφκα.
Το πλάσμα περιφέρεται μέσα στο σπίτι του, το οποίο είναι ένα λαγούμι σκαμμένο μέσα στο χώμα, επιθεωρεί τους διαδρόμους και τα ανοιχτά σημεία, τα οποία ονομάζει πλατείες, στα οποία αποθηκεύει τις προμήθειές του, αλλά και χαλαρώνει ή ξεκουράζεται. Ταυτόχρονα μπαινοβγαίνει συχνά από την κύρια είσοδο εξετάζοντας αν και πόσο κινδυνεύει από τους θηρευτές του.
Έχουν γίνει αρκετές εικασίες για το τι είδους πλάσμα είναι αυτό που αφηγείται την ιστορία. Σε αρκετά έργα του Κάφκα υπάρχουν πρωταγωνιστές από το ζωικό βασίλειο, με αποκορύφωμα ίσως την Μεταμόρφωση. Εδώ πάντως εγώ θα έλεγα πως δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιο ζώο. Ο αφηγητής εδώ είναι ένας άνθρωπος, ή μάλλον η συνείδηση ενός ανθρώπου.
It’s only after we’ve lost everything that we’re free to do anything.
Αυτό λέει σε κάποια σκηνή της ταινίας Fight Club ένας από τους πρωταγωνιστές, ο Tyler Durden. Για όσους έχουν δει την ταινία, ή έχουν διαβάσει το βιβλίο, ο Tyler, τον οποίο στην ταινία υποδύεται ο Brad Pitt, και ο ανώνυμος πρωταγωνιστής, τον οποίο υποδύεται ο Edward Norton, είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο πρωταγωνιστής μας, ο οποίος νιώθει να πνίγεται από την αδιέξοδη ζωή του δημιουργεί τον Tyler Durden ως αντίβαρο, ως διέξοδο, ως δικαιολογία. Φτιάχνει έναν καινούριο εαυτό όπως τον θέλει. Όμορφο, δυνατό, σέξι, επαναστάτη, κάποιον που μπορεί να πει όλα αυτά που θέλει αυτός και να κάνει όσα αυτός δεν μπορεί. Ή νομίζει πως δεν μπορεί γιατί έχει εγκλωβιστεί στα πρέπει μιας κοινωνίας και μια ζωής που νομοτελειακά μας οδηγεί όλους σε αδιέξοδο. Σε διαφορετικά ίσως αδιέξοδα τον καθένας μας, αλλά σίγουρα εκεί.
Ο αφηγητής του Κάφκα είναι σε ένα τέτοιο αδιέξοδο.
Έχτιζε προσεχτικά για καιρό το σπίτι του, το κάστρο του, το κρησφύγετό του, το οχυρό του, το έχτιζε μεθοδικά, προσπάθησε να το κάνει άνετο, ασφαλές, προσπάθησε να το κάνει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, για να καταλάβει κάποια στιγμή πως όλα ήταν μάταια. Η ασφάλεια που νόμιζε ότι του προσφέρει το κτίσμα είναι μια ψευδαίσθηση. Η άνεση ανούσια. Οι προμήθειες που συσσώρευε άχρηστες. Όλα πρέπει να ξαναγίνουν από την αρχή. Αλλά δεν έχει δυνάμεις πια. Άσε που για να ξεκινήσει από την αρχή πρέπει να γκρεμίσει όλα αυτά που έχει φτιάξει μέχρι τώρα. Τιτάνιο έργο. Και μέχρι να τελειώσει το νέο έργο? Μήπως και πάλι θα είναι άσκοπο? Μήπως όλα κινούνται σε έναν φαύλο κύκλο? Μήπως ξόδεψε όλη τη ζωή του για να προφυλαχθεί από την ίδια την ζωή?
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Αυτό είναι το τελευταίο δίστιχο από το ποίημα Τείχη του Κωνσταντίνου Καβάφη. Το ποίημα αυτό είναι ίσως από τα πιο πολυεπίπεδα του Καβάφη, και μια ερμηνεία του είναι ίσως ότι τα τείχη δεν τα χτίζει κανένας άλλος παρά ο ίδιος μας ο εαυτός. Μόνοι μας απομονωνόμαστε από τον κόσμο, μόνοι μας απομακρυνόμαστε από την κοινωνία των ανθρώπων, ίσως όχι πάντα μόνο σε φυσικό επίπεδο, αλλά και σε νοητικό. Ακόμα και αν ο κόσμος δεν κάνει τίποτα για να μας διώξει πολλές φορές παίρνουμε τις αποστάσεις μας με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Υπάρχει και μια άλλη ερμηνεία.
Τα τείχη είναι ο ίδιος ο κόσμος.
Οι άλλοι.
Και όταν κάτι φυτευτεί σε πολλούς ανθρώπους, μια ιδέα, μια άποψη, μια ενοχή, δύσκολα ξεριζώνεται. Και όποιος πάει κόντρα σε αυτά που πιστεύουν οι πολλοί τις περισσότερες φορές δύσκολα ενσωματώνεται. Γίνεται ξένο σώμα, απομακρύνεται, εξοστρακίζεται. Κοινή συναινέσει πολλές φορές. Ρίχνουμε δύσκολα νερό στο κρασί μας πολλές φορές, και ο όχλος δύσκολα συμβιβάζεται άλλες τόσες.
Είναι μια λεπτή γραμμή.
Πώς να διατηρήσεις την ακεραιότητά σου μέσα σε έναν κόσμο που μοιάζει πολλές φορές εχθρικός? Πώς να συμβιώσεις με ανθρώπους που διαφωνείς σε βασικά πράγματα? Πώς να επιβιώσεις προσπαθώντας ταυτόχρονα να αλλάξεις τον κόσμο γύρω σου? Πόσοι αγώνες χωράνε ταυτόχρονα στην ίδια μασχάλη?
Ο ίδιος ο Κάφκα σημειώνει:
Πως μπορεί κάποιος να χαρεί τον κόσμο αν δεν καταφύγει σ’ αυτόν για προστασία?
Η κόλαση είναι οι άλλοι.
Ναι αλλά και η αγάπη, η φροντίδα, η χαρά είναι επίσης οι άλλοι.
Ο αφηγητής της ιστορίας του Κάφκα είναι εγκλωβισμένος. Έχει φτιάξει τη ζωή του σε πλήρη εξάρτηση με το κτίσμα. Και παρόλο που μπορεί να βγει έξω και να φύγει δεν το κάνει. Κάτι τον τραβάει πάλι μέσα στο κτίσμα. Αυτή η ψευδαίσθηση ασφάλειας, ακόμα και όταν το συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για ψευδαίσθηση, είναι τόσο ισχυρή που τον κρατάει δέσμιο.
Πόσο συχνά και πόσο έντονα δενόμαστε με κάτι στη ζωή μας?
Με κάποιον άνθρωπο, με μια δουλειά, με μια κατάσταση?
Πόσο εύκολα απογοητευόμαστε από τους ανθρώπους, από κάποια συμπεριφορά και κόβουμε τις γέφυρες?
Σήμερα που γράφεται αυτό το κείμενο είναι η ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος.
Σαν σήμερα το 1945 ο Κόκκινος Στρατός ελευθέρωσε το στρατόπεδο του Άουσβιτς και ξεκίνησε η αρχή του τέλους για την πιο μαύρη ίσως σελίδα της ανθρωπότητας.
Ο Κάφκα καταγόταν από εβραϊκή οικογένεια. Όταν πέθανε το 1924, ταλαιπωρημένος από τη φυματίωση ήταν μόλις 40 ετών. Τον τελευταίο καιρό που έχω έρθει σε επαφή με το έργο του έχω αναρωτηθεί πολλές φορές πως θα είχε σταθεί και τι θα είχε γράψει ατενίζοντας τη φρίκη του Ολοκαυτώματος. Είναι πολύ πιθανό να μην είχε επιβιώσει, να είχε συλληφθεί και να είχε ακολουθήσει τη μοίρα εκατομμυρίων άλλων που δεν γλύτωσαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Έχοντας όμως γράψει τόσο βαθιά κείμενα όσον αφορά την εξερεύνηση του ψυχισμού του σύγχρονου ανθρώπου, ενός ανθρώπου που νιώθει συνεχώς εγκλωβισμένος και πολιορκημένος, αναρωτιέμαι πως θα είχε αποτυπώσει την εμπειρία του, έστω και εκ του μακρόθεν, πως θα είχε σταθεί απέναντι σε αυτή την ολοκληρωτική ισοπέδωση του Ανθρώπου. Πως θα είχε διαχειριστεί αυτόν τον κορυφαίο διχασμό στην ιστορία της ανθρωπότητας. Πως θα είχε μιλήσει για τους ανθρώπους που στερήθηκαν τον ίδιο τον εαυτό τους και για τους άλλους που δημιούργησαν έναν δεύτερο εαυτό για να δικαιολογήσουν ή για αποσιωπήσουν όλα αυτά που έγιναν.
Με τα αν δεν γράφεται ιστορία όμως.
Η αγωνία που εκφράζει ο Κάφκα στα γραπτά του, και σε αυτή τη μικρή ιστορία, είναι υπαρκτή, είναι σημερινή. Τα τελευταία χρόνια με την πανδημία αναγκαστήκαμε να αναθεωρήσουμε πολλά πράγματα γύρω από την καθημερινότητά μας. Τις σχέσεις μας με τους άλλους, τις ανάγκες μας, τη σχέση μας με τον ίδιο μας τον εαυτό. Ορίσαμε από την αρχή προτεραιότητες, κάναμε reset σε πολλά πράγματα, βρεθήκαμε να αντικρίζουμε τη ζωή πίσω από ένα τζάμι πολλές φορές. Μέσα από μια οθόνη. Ο κατακερματισμός του εαυτού μας, η συνεχής αυτή αγωνία του ποιοι είμαστε και που πάμε, το πόσο εξαρτόμαστε από τους άλλους, οι αμφιβολίες που ανατέλλουν μέσα μας για το καθετί και μας κρατάνε δέσμιους είναι όλα παρόντα και επαναλαμβανόμενα στο έργο του Κάφκα.
Ο ήρωας της ιστορίας μας παλεύει με τον εαυτό του. Αναθεωρεί συνεχώς όλα αυτά που έχει κάνει, και τα οποία βλέπει τώρα από μια χρονική απόσταση. Αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί να πάρει την απόφαση να προχωρήσει. Να κάνει τις αλλαγές που νιώθει ότι χρειάζονται, τις βελτιώσεις που βλέπει πως πρέπει να γίνουν. Ή να σηκωθεί απλά και να φύγει, να ξεκινήσει από την αρχή. Αναζητεί συνεχώς δικαιολογίες, ψάχνει συνεχώς παραθυράκια στους νόμους που ο ίδιος φτιάχνει. Και στο τέλος δεν απολαμβάνει την ζωή, αλλά παραμένει σε μια κατάσταση επιφυλακής, σε μια κατάσταση συνεχούς υπερδιέγερσης που τον οδηγεί στην τρέλα. Αλλά έχει χωθεί τόσο βαθιά σε αυτόν τον κυκεώνα σκέψεων και εσωτερικών αναζητήσεων που δεν μπορεί να καταλάβει αν οι ήχοι που ακούει είναι στο μυαλό του ή ένας πραγματικός κίνδυνος.
Η ιστορία αυτή του Κάφκα παρέμεινε ανολοκλήρωτη.
Και ίσως να είναι αυτό το πιο ταιριαστό τέλος για μια ιστορία που μοιάζει με μια συνεχή περιδίνηση, για μια ιστορία που φλερτάρει με τη φαντασία και την πραγματικότητα, με την τρέλα και τη λογική, με
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Από την ταινία “Fight Club”