Η ζωή είναι κάτι το διαφορετικό, σαν τα ζώα, αν τα σκοτώσεις, τα χάνεις· όταν την πιάνεις, παύει να είναι δική σου.
Πριν από κανά δυο χρόνια γνώρισα το Metabook, μια πλατφόρμα για πώληση και αγορά μεταχειρισμένων βιβλίων. Είναι πολύ βολική και βρίσκεις πραγματικά διαμαντάκια. Εξαντλημένα βιβλία, σπάνια βιβλία, ενώ με ένα σερφάρισμα στα προφίλ των πωλητών ανακαλύπτεις βιβλία που δεν γνώριζες. Και που δεν ήξερες πως ήθελες. Κάπως έτσι έπεσα πάνω στο βιβλίο του Benjamin Prado Ποτέ μην δίνεις το χέρι σ’ έναν αριστερόχειρα πιστολέρο.
Από την πρώτη στιγμή που αντίκρισα αυτό το βιβλίο ήθελα να το πάρω. Θες ο μυστήριος τίτλος με τη νουάρ ατμόσφαιρα, θες το ασπρόμαυρο εξώφυλλο με τους δύο μποξέρ, με μόνη χρωματική λεπτομέρεια το κόκκινο γάντι του ενός που χτυπάει τον άλλο, θες ο εκδοτικός οίκος Σέλας, ο οποίος έχει εκδώσει ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία για το οποίο έχουμε μιλήσει σε προηγούμενο άρθρο, τον Χειμώνα στη Λισσαβώνα? Θες ένας συνδυασμός από όλα αυτά? Θες κάτι άλλο υποσυνείδητο? Δεν ξέρω. Η ουσία είναι πως το σημείωσα, και το κυνηγούσα από καιρό.
Προσπαθούσα να το ταιριάξω με άλλα βιβλία που ήθελα, να κάνω την παραγγελία κάπως πιο συμφέρουσα, μειώνοντας τα έξοδα αποστολής, προσπαθούσα να βρω βιβλία που ήθελα να διαβάσω σχετικά άμεσα και που δεν θα στοιβάζονταν στο ράφι με τα αδιάβαστα, αν και αυτό το τελευταίο είναι μάλλον αναπόφευκτο για πολλά από τα βιβλία που αγοράζουμε σωρηδόν κάποιοι από εμάς προκειμένου να μην ξεμένουμε ή να μην ξεχνάμε αυτά που θέλουμε να διαβάσουμε εν καιρώ. Άλλωστε το να διαβάζεις και το να αγοράζεις βιβλία είναι δύο διαφορετικά χόμπι.
Πριν από μερικές μέρες έφτασε το πλήρωμα του χρόνου. Βρέθηκαν δυο τρία βιβλία να συμπληρώσουν την παραγγελία, είχαμε και δωρεάν μεταφορικά μέσω Boxnow, οπότε το πολυπόθητο βιβλίο ως άλλο άγιο δισκοπότηρο έφτασε επιτέλους στα χέρια μου.
Το ξεκίνησα με μεγάλη προσμονή.
Το πλησίασα όπως πλησιάζεις ένα οποιοδήποτε αντικείμενο που έχεις ποθήσει πολύ και για καιρό και που επιτέλους έχεις στα χέρια σου. Με λαχτάρα αλλά και με επιφύλαξη. Με τρυφερότητα αλλά και με φόβο. Όπως ο κυνηγός που στήνει καρτέρι και παρακολουθεί το θύμα του να πέφτει στην παγίδα. Μια λάθος κίνηση την τελευταία στιγμή και το θήραμα μπορεί να ξεφύγει. Ή να γίνει ο κυνηγός το θήραμα.
Στο βιβλίο παρακολουθούμε την ιστορία του Ισραέλ. Αλλά όχι μέσα από τα μάτια του Ισραέλ. Παρακολουθούμε την ιστορία του αποσπασματικά μέσα από τις διηγήσεις των φίλων του, βλέπουμε τα περιστατικά της ζωής του όπως τα διηγήθηκε ο ίδιος στους φίλους του και όπως τα φίλτραραν αυτοί για να μας τα μεταφέρουν. Παρακολουθούμε τη ζωή του Ισραέλ να ξετυλίγεται μπροστά μας από διαφορετικές οπτικές, μέσα σε διαφορετικούς χωροχρόνους. Το όνομα του ήρωα αλλά και η περιπετειώδης ζωή του οδηγούν τον αναγνώστη στην εύκολη αντιπαραβολή με τον λαό του Ισραήλ αλλά και με τον Οδυσσέα. Και η αλήθεια είναι πως η ζωή του Ισραέλ μοιάζει με μια ιδιότυπη Οδύσσεια, μοιάζει με ένα μοναχικό ταξίδι ενηλικίωσης, ένα ταξίδι που μοιάζει να μην έχει αρχή και τέλος.
Σύντομα συνειδητοποιούμε ότι πέρα από τον αφηγητή του κάθε κεφαλαίου υπάρχει ένας άλλος αφηγητής, αυτός στον οποίο οι φίλοι του Ισραέλ διηγούνται τις ιστορίες τους. Και αυτός ο αφηγητής μπαίνει με τον τρόπο του μέσα στο βιβλίο, δεν στέκεται αμέτοχος παρατηρητής και καταγραφέας. Το βιβλίο που γράφει για τον Ισραέλ, το βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας, γράφεται καθώς το διηγούνται οι ήρωές μας, γράφεται καθώς ο συγγραφέας καταγράφει τις ιστορίες, γράφεται καθώς η ζωή του Ισραέλ συνεχίζεται (??) κάπου μακριά από όλους και όλα. Σαν κρουπιέρης ο συγγραφέας ανακατεύεται στην πλοκή και ανακατεύει την τράπουλα έτσι ώστε ο αναγνώστης να νιώθει ότι ακροβατεί, ότι η ιστορία είναι τόσο εύθραυστη που με το γύρισμα της επόμενης σελίδας μπορεί να σπάσει η συνοχή της, μπορεί να χαθεί σαν όνειρο που το χάνουμε ανοίγοντας τα μάτια μας.
Ξέρετε? Έχω ακούσει για μια ράτσα κογιότ, στην Αμερική νομίζω, κοντά στα σύνορα με το Μεξικό· λένε ότι μισούν τόσο πολύ τους κυνηγούς ώστε, όταν τα πιάνουν είναι ικανά να φάνε την ίδια τους την καρδιά. Υπάρχει και κόσμος που είναι έτσι.
Που είναι γεμάτος μίσος.
Το βιβλίο χτίζει μια περίεργη ατμόσφαιρα. Νιώθεις ότι σε έχουν πετάξει σε ένα ρινγκ, σε ένα σκοτεινό ρινγκ, έχει χτυπήσει ένα καμπανάκι και ξαφνικά κάποιος που δεν τον βλέπεις μέσα στο σκοτάδι έχει αρχίσει να χοροπηδάει γύρω σου και να σε γρονθοκοπεί. Δεν τον βλέπεις, αλλά τον ακούς, ακούς το σούρσιμο από τα πόδια του πάνω στο καναβάτσο, ακούς το τρίξιμο από τα δερμάτινα γάντια του, ακούς τα δόντια του να χτυπάνε στο πλαστικό μασελάκι, ακούς τον αέρα γύρω από τις γροθιές που σε σημαδεύουν, ακούς τα κόκαλά σου μετά από κάθε χτύπημα.
Αλλά τα χτυπήματα δεν είναι κρίσιμα. Κανένα δεν είναι τόσο δυνατό για να σε ρίξει κάτω, κανένα δεν είναι αρκετό για να σε ζαλίσει, να σε βγάλει εκτός αγώνα. Ώσπου ξαφνικά έρχεται ένα διαφορετικό χτύπημα και χάνεις τον κόσμο κάτω από τα πόδια σου. Τα αυτιά σου βουίζουν, τα μάτια σου θολώνουν, τα πόδια σου λυγίζουν. Κι εκείνη την ώρα που νιώθεις πως θα πέσεις χτυπάει το καμπανάκι του γύρου. Παίρνεις ανάσες, δροσίζεσαι, νιώθεις να ζωντανεύεις.
Μέχρι που ξεκινάει ο επόμενος γύρος.
Και αρχίζουν όλα πάλι από την αρχή. Οι ήχοι, οι μυρωδιές, ο ιδρώτας, το αίμα, ο φόβος. Και ξαφνικά εκεί που νιώθεις να έχεις χωθεί σε ένα ομιχλώδες νέφος έρχεται άλλο ένα τέτοιο χτύπημα που σε κάνει πάλι να νιώσεις άδειος.
Και τότε σε γλυτώνει ξανά το καμπανάκι.
Και αφού αυτό γίνεται και ξαναγίνεται, ξαφνικά γίνεται κάτι και νιώθεις σαν να είσαι όχι σε λάθος αγώνα, όχι σε λάθος άθλημα, όχι σε λάθος γήπεδο, αλλά σε λάθος πλανήτη.
Οι κανόνες της πλοκής διαταράσσονται, ό,τι μέχρι τώρα ο αναγνώστης πίστευε για αλήθεια έρχεται τούμπα. Η πλοκή της ιστορίας στα χέρια του συγγραφέα που μπαίνει δυναμικά στο πλάνο γίνεται ένα ζυμάρι έτοιμο να το πλάσει ο καθένας όπως θέλει. Ή όπως τον βολεύει.
Υπάρχει μια σκηνή, σε αυτό το πέλαγος μαγικών σκηνών, σε αυτό το έπος αλληλοσυμπλεκόμενων αλληλουχιών, σε αυτό το σκληρό παραμύθι, που είναι όλη μας η ζωή, οι άνθρωποι που ξέρουμε, οι παλιοί και οι καινούριοι εαυτοί μας, οι άνθρωποι που θα θέλαμε να είμαστε και αυτοί που πραγματικά, αναπόδραστα και ανελέητα είμαστε, υπάρχει που λες μια σκηνή, σε αυτήν την ταινία του ανείπωτου πόνου και του ακόμα πιο ανείπωτου χαμού, η οποία περνάει λίγο απαρατήρητη, γιατί, και μόνον γιατί, η σκληράδα της απεικόνισης, η αφτιασιδωσιά του εύθραυστου της ύπαρξης σε κάνει για δυόμισι ώρες να στραγγίξεις από μέσα σου την τρυφεράδα και να κλειστείς στον εαυτό σου σαν το στρείδι, εμποδίζοντας τον κόσμο να σε αγγίξει.
Σε αυτή τη σκηνή λέει η Βαλέρια στον Ντάνιελ ότι πονάει. Και ο Ντάνιελ νιώθοντας ανήμπορος όσο ανήμπορος μπορεί να νιώσει ένας άντρας μπροστά στον πόνο της γυναίκας που αγαπάει, και λίγο παραπάνω ίσως, την ρωτάει με ειλικρινή, σχεδόν παιδική απορία, “Τι μπορώ να κάνω?”.
Κι εκείνη του απαντάει απλά, όπως θα έκανε κάθε γυναίκα, κάθε άνθρωπος που ξέρει ότι ο πόνος είναι εκεί και δεν θα φύγει, δεν θα ξορκιστεί, δεν θα σβήσει. Ό,τι κι αν κάνεις.
“Κράτησέ με…”
Στην ταινία Amores Perros του Alejandro González Iñárritu παρακολουθούμε τρεις παράλληλες ιστορίες. Οι τροχιές των ιστοριών συγκρούονται κυριολεκτικά σε ένα τρομακτικό αυτοκινητικό δυστύχημα. Από εκείνη τη στιγμή τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο για τους πρωταγωνιστές μας.
Όπως και στο βιβλίο του Prado. Από τη στιγμή που μπαίνει δυναμικά στην πλοκή ως άλλος από μηχανής θεός ο συγγραφέας/παρατηρητής τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Όλα θα μπορούν να ειδωθούν από μια τελείως διαφορετική σκοπιά, όλα θα μπορούν να ερμηνευτούν με έναν διαφορετικό τρόπο, όλα θα μπορούν να είναι ταυτόχρονα αλήθεια ή ψέματα.
Διαβάζοντας το βιβλίο θυμήθηκα ένα άλλο μικρό βιβλιαράκι που διάβασα πέρυσι και το οποίο επισκέφθηκα πάλι. Πρόκειται για το βιβλίο του Hernan Ronsino Το τελευταίο τρένο από το Μπουένος Άιρες.
Η αφήγηση κι εδώ είναι αποσπασματική.
Τέσσερεις διαφορετικοί αφηγητές, από τέσσερεις διαφορετικές τοποθεσίες στον χρόνο φωτίζουν με τις αφηγήσεις τους τη ζωή σε ένα μικρό χωριό της Αργεντινής. Από την πρώτη σελίδα ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι έχει συμβεί κάτι που έχει σημαδέψει τους ήρωες της ιστορίας. Κάτι σχεδόν ανομολόγητο. Μέχρι την τελευταία σελίδα όμως ο αναγνώστης δεν έχει όλα τα στοιχεία για το τι έχει συμβεί. Υπάρχουν ενδείξεις, θραύσματα, κομμάτια του παζλ, αλλά η συνολική εικόνα γίνεται αντιληπτή μόλις στην τελευταία γραμμή.
Εδώ όμως η αλήθεια δεν αμφισβητείται.
Εδώ η αλήθεια έχει αφήσει τα σημάδια της.
Στο χωριό, στον Βάρδεμαν, στον Μπίτσο Σόουσα, στον Μιγκελίτο Μπάριος, στον Φολκάδα, στην Νέγρα Μιράντα.
Το τέλος δεν αμφισβητείται.
Νοκ άουτ.
Έτσι. Απλά.
Στο βιβλίο του Prado ακόμα περιμένουμε να χτυπήσει το καμπανάκι του τελευταίου γύρου.
Αλλά κανείς δεν ξέρει αν θα χτυπήσει ποτέ.
Κανείς δεν ξέρει αν ο Ισραέλ φεύγοντας πήρε μαζί του το γλωσσίδι.