«Η αγωνία μου έγκειται σε τούτο. Δεν μπορώ ποτέ να στοχαστώ η να πεθυμήσω τίποτα, χωρίς ταυτόχρονα με την ίδια ένταση, να στοχαστώ και να πεθυμήσω και το αντίθετο του.
Ο αγώνας μου έγκειται σε τούτο: Ακατάπαυστα να αγωνίζομαι τις θέσεις τούτες και τις αντίθεσες, για να βρω την σύνθεση. Την σύνθεση αυτή την ονομάζω λύτρωση».
…
Θεωρώ τον Καζαντζάκη πρώτα απ’ όλα ένα μεγάλο φιλόσοφο. Αυτή του η ιδιότητα με συνεπαίρνει και με αγγίζει. Διαβάζοντας από μικρή ηλικία τα βιβλία του, έπαιρνα χωρίς τότε να καταλαβαίνω, τα πρώτα μαθήματα φιλοσοφίας. Μεγαλώνοντας, ξαναδιάβασα όλα του τα βιβλία (όχι όμως την Οδύσσειά του) και σημείωνα ακατάπαυστα φράσεις, ερωτήσεις, απαντήσεις, διαλόγους….
Είναι ένας πνευματικός θησαυρός τα βιβλία του Καζαντζάκη. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι ο πιο γνωστός νεοέλληνας συγγραφέας στον κόσμο. Είναι ένα από τα τρία -ακης που ανέβασαν το όνομα της Ελλάδας πολύ ψηλά στο τελευταίο μισό του 20ού αιώνα. Καζαντζάκης-Χατζηδάκις- Θεοδωράκης. Η Ελλάδα τους οφείλει πάρα πολλά και συγχρόνως ένα μεγάλο μέρος του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος της.
«Η ευτυχία πάνω στη γη είναι κομμένη στο μπόι του ανθρώπου. Δεν είναι σπάνιο πουλί να το κυνηγούμε πότε στον ουρανό, πότε στο μυαλό μας. Η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας»
« Δεν έχουμε παρά μία μονάχα στιγμή στην διάθεσή μας. Ας κάνουμε την στιγμή αυτή αιωνιότητα. Άλλη αθανασία δεν υπάρχει”
Ποιος ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης; Ο άνθρωπος και ο συγγραφέας ταυτιζόταν; Τι τον είχε επηρεάσει περισσότερο στη ζωή του; Τι έψαχνε;
Ο ίδιος έλεγε στον πρόλογο του Αλέξη Ζορμπά:
«Αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τα χνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τον Όμηρο, τον Βούδα, τον Νίτσε, τον Μπέρκσονα και τον Ζορμπά. Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαλήνιο, κατάφωτο μάτι, σαν το δίσκο του ήλιου που φωτίζει με απολυτρωτική λάμψη τα πάντα. Ο Βούδας, το άπατο κατάμαυρο μάτι, όπου πνίγεται και λυτρώνεται ο κόσμος. Ο Μπέρκσονας (Henry Bergson) με αλάφρωσε από μερικά άλυτα φιλοσοφικά ερωτήματα που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα. Ο Νίτσε με πλούτισε με καινούργιες αγωνίες και με έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα και την αβεβαιότητα σε περηφάνεια. Και ο Ζορμπάς με έμαθε να αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο».
Να πώς περιγράφει το Νίκο Καζαντζάκη η Έλλη Αλεξίου, η μικρότερη αδερφή της Γαλάτειας, της πρώτης γυναίκας του Νίκου Καζαντζάκη, στην βιογραφία του με τίτλο «Για να γίνεις μεγάλος».
«Ο Καζαντζάκης αφότου άρχισε να κουβεντιάζεται ως άνθρωπος μέσα στο Ηράκλειο, εξεχώρισε σαν μια σπάνια μορφή πνευματικής αξίας από μικρό παιδί. Γι’ αυτό πιστεύω ότι ήταν προορισμένος για μοιραίες στιγμές. Ήταν ένα περίεργο, μοναδικό, ξεχωριστό ανθρώπινο είδος. Του Καζαντζάκη η μορφή, η δράση, η παρουσία, η δημιουργία δεν ήταν κάτι το σύνηθες. Δεν έχω δει εξυπνότερο ομιλητή… και πιο καταπληκτικό χιουμορίστα. Ηταν το άκρον άωτον της ενδιαφέρουσας συζήτησης όταν ήσουνα με το Νίκο».
Τέσσερις από τις σημαντικότερες βιογραφίες για τον Καζαντζάκη γράφτηκαν από γυναίκες. Γαλάτεια Καζαντζάκη, Ελένη Σαμίου, Λιλή ζωγράφου και Έλλη Αλεξίου. Δεν είναι όλες εγκωμιαστικές, το αντίθετο θα έλεγα, ούτε επίσης και τόσο αντικειμενικές. Η βιογραφία της πρώτης του γυναίκας Γαλάτειας «Άνθρωποι και υπεράνθρωποι» είναι μάλλον εμπαθής και θυμίζει ξεκαθάρισμα λογαριασμών από μία γυναίκα που είχε απορριφθεί ερωτικά.
Στον αντίποδα είναι η βιογραφία της δεύτερης συζύγου του Ελένης «Νίκος Καζαντζάκης, ο ασυμβίβαστος». Η πολύπλευρη και υποκειμενική προσέγγιση φτάνει στα όρια της αγιοποίησης.
Στην Λιλή ζωγράφου είναι εμφανής η προσπάθεια της να δημιουργήσει αίσθηση αποκαθηλώνοντας έναν από τους μεγάλους της λογοτεχνίας.
Η πιο αντικειμενική είναι αυτή της Έλλης Αλεξίου όπου επικρίνει όσα την ενοχλούσαν και προβάλλει αυτά που θαύμαζε. Του καταμαρτυρεί ότι δεν οργανώθηκε στην αντίσταση και ότι αποφάσισε να πολιτευτεί μετά το τέλος του πολέμου (πράγμα που η ίδια θεώρησε καιροσκοπισμό). Η φιλία της όμως με τον Καζαντζάκη παρέμεινε πάντοτε ζεστή, ο Καζαντζάκης την αποκαλούσε «Νινάκι» και ήταν πάντα για αυτόν η μικρή αδερφή της αγαπημένης του.
«Αγαπώ σημαίνει χάνομαι. Τι είναι η αγάπη αδερφοί μου; Δεν είναι συμπόνια, μήτε καλοσύνη. Στην συμπόνια είναι δύο, αυτός που πονάει κι αυτός που συμπονάει. Στην καλοσύνη είναι δύο. Αυτός που δίνει κι αυτός που δέχεται. Στην αγάπη είναι ένας, σμίγουν οι δύο και γίνονται ένα, δεν ξεχωρίζουν. Το εγώ και το εσύ αφανίζονται. Αγαπώ σημαίνει χάνομαι»
Πολλά έχουν ειπωθεί για τον τρόπο με τον οποίο βλέπει τις γυναίκες στο έργο του αλλά και στην ίδια του τη ζωή. Λεγόταν ότι ο Καζαντζάκης φοβόταν το σεξ.
Με την πρώτη του γυναίκα την πανέμορφη Γαλάτεια, ο Καζαντζάκης δεν έσμιξε ερωτικά. Η Έλλη Αλεξίου που ήξερε τα πράγματα από πρώτο χέρι «10 χρόνια είχαν ερωτικό δεσμό χωρίς συμβίωση, 16 χρόνια κάνανε παντρεμένοι, 26 χρόνια συνολικά χωρίς σαρκικό δεσμό».
Η Γαλάτεια είχε απαντήσει σε σχέση με την σαρκική επαφή τους:
«Ούτε μία φορά»
Προφανώς ο Καζαντζάκης έκανε μία και μοναδική φορά έρωτα στη ζωή του με Ελληνίδα. Δεν έκανε ποτέ του με την πρώτη του γυναίκα Γαλάτεια, δεν έκανε πιθανότητα με την δεύτερη γυναίκα του Ελένη, έκανε ωστόσο με την Έλλη Λαμπρίδη μια φορά στον ένα χρόνο της γνωριμίας τους στην Ελβετία. Το επιβεβαίωσε η ίδια σε συνέντευξη που έδωσε στον Γιάννη Μαγκλή.
«Για αυτές που κατηγορούν τον Καζαντζάκη για ανίκανο, αν θες γράψτο, ο Καζαντζάκης μου πήρε την παρθενιά στην Ελβετία».
Σε επιστολή του στον φίλο του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο ο Καζαντζάκης εκμυστηρεύεται:
«Το χέρι λαχταρά να σφίξει ένα γυναικείο στήθος, όπως έναν επιθυμητό καρπό, αλλά η επιθυμία τούτη δε φτάνει στο καρποφόρο κλαδί»
Τι ακριβώς συνέβαινε με τον Καζαντζάκη;
Το αποκάλυψε ο εκδότης του Γιάννης Γουδέλης στο βιβλίο του ο «Καζαντζάκης ξανασταυρώνεται».
«Ο καπετάν Μιχάλης δεν υπήρξε μονάχα γεννήτορας, αλλά και μοίρα του συγγραφέα μας. Και πρέπει επιτέλους να ειπωθεί, μοίρα κακή, αφού στα χρόνια της αρχόμενης ήβης χτύπησε τον μοναχογιό του έτσι, που το βάναυσό εκείνο χτύπημα να στοιχίσει στο Νίκο τον ανδρισμό του και την δυνατότητα επαφής με το θήλυ. Αυτό το δυστύχημα, αυτό το δράμα, αυτό το σταύρωμα, με ένα λόγο η ανικανότητα του αρσενικού για πλήρη επαφή με τη γυναίκα, δίνει το κλειδί για να μπούμε και να ελέγξουμε την υποδομή του τεκτονήματος»
Και στις τέσσερις βιογραφίες βρίσκουμε χαρακτηρισμούς όπως: ουτοπιστής, ασυμβίβαστος, αλύτρωτος, τραγικός, μανιακά φιλόδοξος, μεγαλομανής, ματαιόδοξος, περίεργος, στενόκαρδος, εγωιστής, τσιγκούνης… όλες όμως ακόμη και οι πιο εμπαθείς συμφωνούν στο ότι ήταν ταλαντούχος, πολύ μορφωμένος, καλλιεργημένος, εργατικός, εξαιρετικός στην παρέα, ανοιχτόμυαλος, δίκαιος, ανεξάρτητος, ελεύθερος.
Στο βιβλίο-αυτοβιογραφία «Αναφορά στο Γκρέκο» στην δεύτερη σελίδα του επιλόγου γράφει :
«Κάθε άρτιος άνθρωπος έχει μέσα του, στην καρδιά της καρδιάς του, ένα κέντρο μυστικό και γύρα του περιστρέφονται τα πάντα ·ο μυστικός αυτός στρόβιλος, δίνει ενότητα στο στοχασμό και στην πράξη μας, και μας βοηθάει να βρούμε ή να εφεύρουμε την αρμονία του κόσμου. Άλλοι έχουν τον έρωτα, άλλοι την δίψα της μάθησης, άλλοι την καλοσύνη ή την ομορφιά· ή την λαχτάρα του χρυσαφιού και της εξουσίας· και όλα τα αξιολογούν και τα υποτάζουν στο κεντρικό τους αυτό πάθος. Αλίμονο στον άνθρωπο που μέσα του δε νιώθει να τον κυβερνάει ένας απόλυτος μονάρχης· η ζωή του κατασκορπίζεται ακυβέρνητη κι ασυνάρτητη σε όλους τους ανέμους”.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης (Μεγάλο κάστρο) το 1883.Η Κρήτη ήταν τουρκική από το 1670.Ο αγώνας για την απελευθέρωση του νησιού του ήταν ένα από τα στοιχεία που καθόρισαν την προσωπικότητα του νεαρού Καζαντζάκη. Στη διάρκεια της σκλαβιάς της Κρήτης γινόταν συχνά επαναστάσεις και σφαγές. Το 1897 οι τούρκοι προχωρούν σε μεγάλες σφαγές του κρητικού πληθυσμού. Η οικογένεια Καζαντζάκη γλιτώνει, και διαφεύγει στη Νάξο ,όπου φοιτά στην Γαλλική Εμπορική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, διδάσκεται γαλλικά και ιταλικά και έχει την πρώτη του επαφή με την γαλλική λογοτεχνία. Η οικογένεια επιστρέφει στη ελεύθερη πια Κρήτη το 1898. Σπουδάζει νομικά στην Αθήνα και αποφοιτά με άριστα.
Το 1907 σε ηλικία 24 ετών φεύγει για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι όπου παράλληλα με τα νομικά παρακολουθεί τις παραδόσεις των μαθημάτων φιλοσοφίας του Χένρι Μπεργκσόν και έρχεται σε επαφή με την φιλοσοφία του Νίτσε. Οι ιδέες της κατεδάφισης του παλιού κόσμου και το χτίσιμο ενός καινούργιου, και η απελευθέρωση του ανθρώπου από το θεό και τις παλιές ηθικές αξίες, τον άγγιξαν βαθιά. Το 1909 ολοκληρώνει την διατριβή του για τον Νίτσε και το 1910 επιστρέφει στην Ελλάδα.
«Πηγαίνω και έρχομαι μέσα στο πατρικό σπίτι, χαίρομαι ήσυχα την πίκρα των πραγμάτων που αγάπησα και που τώρα είναι μακριά μου. Συλλογούμαι το Βερολίνο, τον πυρετό της ανθρώπινης εκεί πέρα αγωνίας, το χρέος μου το σκληρό να αρνηθώ τον πατέρα και την μητέρα, να πάω μακριά, αντίθετά τους, αντίθετα με την ηθική τους, με τη θρησκεία, με τις κοινωνικές προλήψεις, με τις οικονομικές προσπάθειές τους…»
Κάνει ένα ταξίδι με τον Άγγελο Σικελιανό στο Άγιο Όρος όπου διαμένουν ένα χρονικό διάστημα. Μετά την αναχώρηση τους αποφασίζουν να ιδρύσουν μια καινούργια θρησκεία. Ήθελε πραγματικά ο Καζαντζάκης να ιδρύσει μια καινούργια θρησκεία γιατί η χριστιανική απέρριπτε πολλές από τις ιδιότητες του ανθρώπου.
Ήθελε και πίστευε ότι μπορούσε να γίνει Θεός.
Ο Καζαντζάκης δεν βρήκε μόνιμη στέγη σε καμιά ιδεολογία, καμιά θρησκεία, καμιά θεωρία. Ήταν ένας σύγχρονος Οδυσσέας, ανικανοποίητος και ελεύθερος.
Θιασώτης του καινούργιου, του ελπιδοφόρου, γοητευόταν με μεγάλη ευκολία από ιδεολογικά ρεύματα που συχνά ήταν αντίθετα από αυτά που τον γοήτευαν παλαιότερα.
Θα γράψει στους «Αδελφοφάδες»:
«Δεν υπάρχουν ιδέες· υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες· και αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει».
Ενθουσιάστηκε με τον ελληνοκεντρισμό και τον ρομαντικό εθνικισμό του Ίωνα Δραγούμη.
Λίγο αργότερα πέρασε στον αντίποδα. Υπέρμαχος της «Μεγάλης Ιδέας», ο Καζαντζάκης στάθηκε στο πλευρό του Βενιζέλου, έγινε μάλιστα διευθυντής του υπουργείου Περίθαλψης και θεωρούνταν προστατευόμενος του. Όμως η τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής και οι ωμότητες που διαπράχθηκαν και από τις δύο πλευρές τον απομάκρυναν από τον Βενιζέλο.
«Αν έγραφα εγώ την ιστορία της εκστρατείας στην Μικρασία θα την έγραφα πολύ διαφορετικά. Το μόνο που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι πως εκεί πρόσβαλλαν τον άνθρωπο και οι δύο μεριές. Οι ασχήμιες των Ελλήνων ήταν ισάξιες των Τούρκων».
Έλαβε μέρος στην εθνική αποστολή στον Καύκασο το 1919 για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, και έτσι ήρθε σε επαφή με τους μπολσεβίκους. Η επανάσταση και ο Λένιν τον γοήτευσαν και πίστεψε σ’ αυτήν.
«Συντελουμένης εις την Ρωσίαν ανθρωπιστικήν αναγέννησιν που κατά την γνώμη μου αποτελεί την χαραυγή μιας δικαιοτέρας αύριον».
Αργότερα η επαφή του και η περαιτέρω διαμονή του στην Σοβιετική Ένωση τον απογοήτευσαν οικτρά. Άρχισε σταδιακά να αποβάλλει την ουτοπική εικόνα που είχε στο μυαλό του. Το νέο καθεστώς ενδιαφερόταν μόνο για την επιβίωση του, κυβερνώντας δικτατορικά, με εκφοβισμό και σιδερένια πειθαρχία. Η διάψευση των προσδοκιών του ήταν οδυνηρή. Σε μία από τις επιστολές του στον «αδερφό» του Πρεβελάκη το 1928 εξομολογείται:
«Οι επαναστάτες έγιναν βολεμένοι, οι βολεμένοι γρήγορα καταντούν συντηρητικοί και σιγά-σιγά οι συντηρητικοί γίνονται αντιδραστικοί…»
Σε γράμμα που έστειλε στον Πρεβελάκη,12 Οκτωβρίου 1936, σκιαγράφησε την πολιτική του προσωπογραφία:
«Έως το 1924 περνούσα όλο συγκίνηση και φλόγα το νασιοναλισμό. Ίσκιο που ένιωθα δίπλα μου, ο Δραγούμης. Από το 1923 -1933 περίπου, περνούσα με την ίδια συγκίνηση και φλόγα στην αριστερή παράταξη (ποτέ κομμουνιστής· καθώς ξέρετε, την πνευματική αυτή ψώρα ποτέ δεν την έπαθα.) Ίσκιος που ένιωθα δίπλα μου, αχνός, ο Παναΐτ Ιστράτι. Τώρα παίρνω το τρίτο -θα είναι το τελευταίο;- στάδιο. Το ονομάζω ελευθερία. Κανένας ίσκιος, μονάχα ο δικός μου, μακροντέμπλικος, σκούρος μαύρος, ανηφορίζοντας. Απαλλάχτηκα από κόκκινα ή άλλα χρώματα. Έπαψα να χτίζω την τύχη της ψυχής μου, την σωτηρία μου, με την τύχη οποιασδήποτε ιδέας. Ξέρω πως οι ιδέες είναι κατώτερες από μία δημιουργική ψυχή».
Θα εξετάσει με περιέργεια το κίνημα του φασισμού και σαν δημοσιογράφος θα πάρει συνέντευξη από τον Μουσολίνι.
Μετά την απελευθέρωση, ο Καζαντζάκης ένιωσε πως είχε χρέος να εγκαταλείψει το ερημητήριό του στην Αίγινα και να βοηθήσει όσο μπορούσε στην ανασυγκρότηση της χώρας· την άνοιξη του 1945 ανήγγειλε την επανένταξη του στην πολιτική, στο χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Ίδρυσε μία αυτόνομη κίνηση που έδινε προτεραιότητα στον εκδημοκρατισμό της χώρας και την αποτροπή του εμφυλίου διχασμού. Εξήγησε τον λόγο για αυτή του την κίνηση ως εξής :
«Εδώ οργανώνονται τα δύο στρατόπεδα, άκρα δεξιά και άκρα αριστερά. Ο μέσος δρόμος, ο σωστός, χάθηκε».
Έγινε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση του μετριοπαθούς βενιζελικού Θεμιστοκλή Σοφούλη, παραιτήθηκε όμως λόγω κυβερνητικής απραξίας μετά από 45 ημέρες.
Το έντονο συγγραφικό του έργο αρχίζει μετά τον πόλεμο. Το 1946 εκδίδει τον «Αλέξη Ζορμπά» που το γράφει κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Το έργο αυτό δεν έχει μεγάλη επιτυχία. Από το ‘46 που εκδίδεται μέχρι το 1952 πουλάει μόνο 1300 αντίτυπα.
Τα βιβλία του όπως ο «Καπετάν Μιχάλης», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και ο «Τελευταίος πειρασμός» προκαλούν το μένος της εκκλησίας. Οι κατηγορίες που εκτοξεύονται εναντίον του είναι συνεχόμενες και βαρύτατες.
«Ο μεγαλύτερος βλάσφημος συγγραφέας όλων των αιώνων»
«Το αίσχος της Ελλάδος».
«Ο χειρότερος αντίχριστος της παγκοσμίου λογοτεχνίας».
«Από τους καλαμαράδες εκείνους που είναι χειρότεροι και από φονιάδες».
Αντικρούοντας τις κατηγορίες της εκκλησίας ο Καζαντζάκης σημείωσε:
«Μου δώσατε μία κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μία ευχή. Σας εύχομαι να ´ναι η συνείδηση σας τόσο καθαρή, όσο η δική μου, και να ´στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι, όσο είμαι εγώ»
Τα βιβλία του Καζαντζάκη στην δεκαετία του ´50 είναι απαγορευμένα στην Ελλάδα, έχουν όμως ήδη μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες και κυκλοφορούν με μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό. Η εκκλησία ζητά τον αφορισμό του. Το επίσημο κράτος επίσης τον πολεμά με πρώτο και καλύτερο τον πρωθυπουργό Παπάγο, ο οποίος κυριολεκτικά τον μισεί. Στη συνέχεια το Βατικανό ενέγραψε τον «Τελευταίο Πειρασμό» στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων για τα έτη 1954 και 1955, τον γνωστό Index Librorum Prihibitorum που προέτρεπε να ρίχνονται στην πυρά τα βλάσφημα βιβλία.
Ο Καζαντζάκης απέστειλε τηλεγράφημα στην επιτροπή του Ιndex το Μάιο του 1954, με την φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού.
«Στο δικαστήριο σου, Κύριε, κάνω έφεση»
Σε γράμμα του αμέσως μετά στον Πρεβελάκη ομολογεί: «Και να τους πλήρωνα, δεν θα μου έκαναν τέτοια διαφήμιση»
Ο εκδότης του Γιάννης Γουδέλης αναφέρει ότι μετά την απαγόρευση του Βατικανού πούλησε σε μία εβδομάδα 10.000 αντίτυπα του «Καπετάν Μιχάλη» και σε δύο μόνο ημέρες 3500 αντίτυπα του «Τελευταίου Πειρασμού».
Και ενώ ο αφορισμός του από την εκκλησία ετοιμαζόταν, ένα τυχαίο γεγονός άλλαξε την πορεία των πραγμάτων. Ο Καζαντζάκης που βρισκόταν στην Γαλλία είχε την τύχη να περνάει από εκεί η ισχυρότερη γυναίκα της Ελλάδας, η βασίλισσα Φρειδερίκη. Ήταν φίλη της Μαρίας Βοναπάρτη που είχε παντρευτεί ως γνωστό τον Γεώργιο τον άλλοτε ύπατο αρμοστή της Κρήτης. Μ´ αυτόν είχε φιλίες ο Καζαντζάκης και με τη Μαρία Βοναπάρτη βέβαια στην οποία είχε αφιερώσει το βιβλίο του «Ο Τελευταίος Πειρασμός». Τον κάλεσε λοιπόν η Μαρία Βοναπάρτη τον Καζαντζάκη γιατί ήταν επιθυμία της βασιλομήτορος να τον γνωρίσει, και μία ολόκληρη νύχτα ο Καζαντζάκης γοήτευσε με την συζήτηση και το λόγο του την Φρειδερίκη. Φωτογράφοι από το Παρίσι και από παντού είχαν βγάλει φωτογραφίες και μία απ’ αυτές έφτασε στην Αθήνα. Οπότε σαν είδανε την Φρειδερίκη με τον Καζαντζάκη κόπηκαν όλοι, δεν τόλμησε να μιλήσει κανείς. Έτσι δεν έγινε ο αφορισμός.
Ένα από τα μεγάλα παράπονα του Καζαντζάκη είναι ότι δεν πήρε το βραβείο Νόμπελ. Προτάθηκε πολλές φορές για αυτό και όλοι οι συνάδελφοι του, σε παγκόσμια κλίμακα ήταν σύμφωνοι ότι ο Καζαντζάκης άξιζε να πάρει το Νόμπελ.
Γιατί δεν το πήρε;
Εξαιτίας της ίδιας του της χώρας και του πολέμου που τού έκαναν με πρώτη απ´ όλους η ίδια η Ακαδημία Αθηνών με πρωτεργάτη τον Σπύρο Μελά, ο οποίος πήγε για δυο ολόκληρους μήνες στη Σουηδία με μοναδικό του στόχο και σκοπό να αποτρέψει τους Σουηδούς να δώσουν το βραβείο στον Καζαντζάκη. Οι κατηγορίες εναντίον του ξεπερνούσαν κάθε όριο.
Άθεος, προδότης, κομμουνιστής, βλάσφημος, παράδειγμα προς αποφυγήν για τη νεολαία…
Βλέποντας την αρνητική στάση της ελληνικής πολιτείας απέναντι του, η νορβηγική κυβέρνηση προσφέρθηκε να του δώσει νορβηγική υπηκοότητα και νορβηγικό διαβατήριο, ώστε να μετακινείται με την άνεση του. Παράλληλα η Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών τον πρότεινε ομόθυμα για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Καζαντζάκης τους ευχαρίστησε θερμά, αλλά αρνήθηκε να δεχτεί την προσφορά τους.
«Ζω στην ξενιτιά, μα η καρδιά μου περιφέρεται στην Ελλάδα» τόνιζε σε κάθε ευκαιρία. «Όπου πάω την κρατώ ανάμεσα στα δόντια μου σαν φύλλο δάφνης».
«Στον κόσμο τούτο θα ´σαι αρνί ή λύκος. Αν είσαι αρνί σε τρών, αν είσαι λύκος εσύ τρως. Θεέ μου δεν υπάρχει ένα τρίτο ζώο καλύτερο, δικαιότερο»;
Και μία φωνή μέσα του αποκρίνονταν.
«Υπάρχει, υπάρχει. Κάνε υπομονή. Τώρα και χιλιάδες χρόνια ξεκίνησε να φτάσει.. να γίνει άνθρωπος. Δεν έφτασε ακόμα».
Πολλοί τον μίσησαν, πολλοί τον λάτρεψαν.
Ποιες ήταν οι πολιτικές προσωπικότητες που τον υποστήριζαν, που στάθηκαν πάντα στο πλευρό του καθ´ όλη τη διάρκεια της ζωής του;
Ο «Γέρος της Δημοκρατίας» Γεώργιος Παπανδρέου, ο φιλελεύθερος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Αλέξανδρος Σβώλος.
Το ΚΚΕ ήταν πάντοτε πολύ επιφυλακτικό προς τον Καζαντζάκη· τον θεωρούσε αιρετικό, πολύ ιδεαλιστή, πολύ ελεύθερο…
Θεωρούσε τον εαυτό του σαφώς ανώτερο από τους άλλους λογοτέχνες της γενιάς του. Είχε σίγουρα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Πίστευε ακράδαντα ότι θα μπορούσε να γίνει ένας νέος Όμηρος ή Δάντης, και να τους ξεπεράσει ακόμα.
Απευθυνόμενος στην Έλλη Αλεξίου, για κάποιον σύγχρονό του Έλληνα διανοούμενο είχε πει:
«Αυτός είναι διανοούμενος; Όχι, είναι ένας διανοούμενος όχλος! Δεν ανέχομαι την διαστροφή της αλήθειας και την αμάθεια του διανοούμενου όχλου μας»
Ένα από τα χαρακτηριστικά του ήταν η εργατικότητα του. Δεν άφηνε λεπτό να πάει χαμένο. Μία μέρα που περνούσε μπροστά από τα καφενεία της Αίγινας με τον φίλο του Γιάννη Μαγκλή, σφουγγαρά και συγγραφέα του είπε:
«Όταν βλέπω αυτούς τους νεοέλληνες, όλους αυτούς τους τεμπέληδες που περνούν τον καιρό τους στα γεμάτα καφενεία, που δεν ξέρουν τι να κάνουν το χρόνο τους και παίζουν τάβλι, χαρτιά η χαζεύουν, μου ΄ρχεται να τους σιμώσω, να τους απλώσω τις φούχτες μου και να τους πω: Άνθρωποι μου που δεν ξέρετε τι να τον κάνετε τον καιρό σας, δώστε τον σε μένα να τελειώσω το έργο μου…»
Ο επίσημος μεταφραστής του στα αγγλικά Κίμων Φράιερ θα πει για τον Καζαντζάκη:
«Είχα γνωρίσει όταν ήμουν στη Νέα Υόρκη και δούλευα στους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους, όλους τους μεγάλους ποιητές και λογοτέχνες όλου του κόσμου, όπως και τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, αλλά ο Καζαντζάκης για μένα ήταν ο μεγαλύτερος. Σαν άνθρωπος ήταν απλός, ηθικός, πνευματικός, αλλά το σημαντικότερο, νομίζω ήταν ένας πάρα πολύ διαβασμένος, ταξιδεμένος»
…
Άνθρωπος και συγγραφέας ταυτιζόταν;
Μάλλον όχι.
Οι διαφορές ανάμεσα στο έργο και τη ζωή του ήταν μεγάλες. Ενώ στο έργο του πνέει άνεμος απαισιοδοξίας, στην πραγματική του ζωή ήταν αισιόδοξος. Το έργο του διαποτίζεται από μηδενισμό αλλά στην πραγματικότητα ήταν ατομιστής. Στο βάθος των πάντων έβλεπε τον εαυτό του. Δεν μπορούσε να αγαπήσει κάποιον περισσότερο από τον εαυτό του. Ενώ ήταν μεγάλος χιουμορίστας, ελάχιστα το άφησε να φανεί στο έργο του. Τα κείμενά του ήταν σοβαρά και αγέλαστα. Έλεγε πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να ελπίζει σε τίποτα, αλλά η ελπίδα τον ακολουθούσε πιστά σε όλη του τη ζωή.
Είχε την πεποίθηση ότι οι σαρκικές επιθυμίες σκλαβώνουν τον άνθρωπο αλλά ο ίδιος δεν έπαψε να τις επιθυμεί μέχρι την τελευταία του πνοή.
Ενώ παίνευε τους φτωχούς και έλεγε πως αγωνιζόταν για τα δίκαιά τους, απέστρεψε το βλέμμα του από την φτώχεια. Απέφευγε οτιδήποτε θεωρούσε αδύναμο: τις γυναίκες, τα παιδιά, τα ζώα. Επέλεγε ως κεντρικούς ήρωες ανθρώπους γεμάτους αυτοπεποίθηση και ελκυόταν από κάθε είδους δύναμη, σωματική, οικονομική, κοινωνική, πνευματική.
Ασταμάτητα διακήρυττε ότι ο άνθρωπος οφείλει να προσπερνά το φόβο του θανάτου, μα η αλήθεια ήταν ότι φοβόταν όσο τίποτα το θάνατο. Δεν πήγαινε ποτέ σε κηδείες.
Υπεράνθρωπος, τραγικός, μεγάλος. Όποιος και να ήταν τελικά ο Καζαντζάκης το έργο του τον ξεπέρασε. Ήταν μεγάλος γιατί ήταν γεμάτος αντιφάσεις, γι’ αυτό ήταν παγκόσμιου ολκής και οικουμενικός, γιατί ο άνθρωπος είναι γεμάτος αντιφάσεις.
Πολυταξιδεμένος, γύρευε τον εαυτό του σε όλη τη γη γιατί κι αυτή ακόμη δεν τον χωρούσε. Μεγαλοφυής, είχε ένα τεράστιο, δυνατό μυαλό που πάντα αγωνιζόταν για γνώση. Ένα σύνθετο φαινόμενο δύσκολο να συλληφθεί, γεμάτο ανησυχίες και υπαρξιακά ερωτήματα.
«Η Ελλάδα είναι η μεγάλη μάνα δεν έχει σημασία κι αν βρίσκομαι μακριά της. Την Ελλάδα την έχω μέσα μου. Και πιο πολύ την Κρήτη. Η Ελλάδα με ακολουθεί παντού και πάντα. Όμως θέλω να πεθάνω στην Κρήτη. Είναι η γη μου. Εκεί στο Κάστρο (Ηράκλειο). Κι αν δεν προφτάσω να πεθάνω εκεί, εκεί θέλω να με θάψουν. Το χώμα της Κρήτης έφτιαξε το αίμα μου… αυτό θέλω να το πιει»
«Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος»
Το γνωστό απόφθεγμα που διάλεξε να αναγραφεί στον τάφο του επειδή τον εξέφραζε, και όλοι νομίζουν ότι είναι δικό του, ανήκει στον Κύπριο φιλόσοφο Δημώνακα.
«Μόνον ευδαίμονα έφη τον ελεύθερον, εκείνον νομίζω τον μήτε ελπίζοντά τι μήτε δεδιότα»
(Ο αληθινά ευτυχισμένος είναι ο ελεύθερος. Μιλώ για κείνον που μήτε ελπίζει μήτε φοβάται τίποτα).