Το Tar έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις, κι αυτό φαίνεται να ήταν μία από τις βασικές προθέσεις του σκηνοθέτη-σεναριογράφου του. Παραβλέποντας βέβαια τις κραυγές των ούγκανων της ηθικής, έχουν γραφτεί πολλά και σημαντικά πράγματα, τόσο για το βασικό θέμα της ταινίας, την εξουσία, όσο και για την κινηματογραφική προσέγγισή της, τις ερμηνείες κλπ. Όμως λίγα έχουν γραφτεί στα ελληνικά για τη μουσική και τα θέματα που την αφορούν, όπως μάλλον ήταν αναμενόμενο.
Έχω την αίσθηση ότι η ταινία με την οποία αντιτίθεται συνδιαλεγόμενο το Ταρ είναι “Ο Θάνατος στη Βενετία” του Βισκόντι. Είναι η ταινία μέσω της οποίας το Adagietto της 5ης του Μάλερ έγινε ένα παγκόσμιο χιτ, (ας μην ξεχνάμε ότι γενικά το έργο του Μάλερ ήταν σχετικά άγνωστο μέχρι τη δεκαετία του ’50). Εκεί ο συνθέτης-μουσικός βιώνει έναν θάνατο (ξέρω ακούγεται οξύμωρο), μέσα από μια εικαστική έκσταση. Η ομορφιά είναι στον έφηβο, στη Βενετία, στο ηλιοβασίλεμα, δεν υπάρχει ούτε μία πρόταση περί μουσικής. Αντίθετα, το Ταρ είναι μία από τις λίγες ταινίες στις οποίες ένα θέμα αναπτύσσεται με αυτοτελή αποσπάσματα από συνεντεύξεις, διαλέξεις, συζητήσεις, και αυτό ίσως είναι αυτό που ξενίζει και εκπλήσσει αυτούς που δεν έχουν συνηθίσει να αναπτύσσονται ολοκληρωμένες σκέψεις στον κινηματογράφο, στον αμερικανικό δε πολύ περισσότερο. Αν ο κινηματογράφος είναι η συνισταμένη των εικαστικών και των παραστατικών τεχνών, σε αυτή την ταινία βασικός άξονας είναι ο χρόνος, όπως αυτός βιώνεται μέσα από τη μουσική και την ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης σκέψης. Άλλωστε η ίδια η Λύντια Ταρ απευθυνόμενη στους μουσικούς της λέει: “το βίωμα του χρόνου είναι το βασικό ζητούμενο σε μια εκτέλεση”, και αλλού “ξεχάστε τον Βισκόντι”, δηλαδή :ξεχάστε το απαλό κιτς του Βισκόντι, είμαστε σε μια άλλη εποχή.
Σίγουρα όλες αυτές οι αναφορές σε συνθέτες, μαέστρους, μουσικούς, τεχνοτροπίες, ορολογίες της μουσικής γίνονται πιο ενδιαφέρουσες για κάποιον που είναι εξοικειωμένος με αυτά, όμως εδώ που τα λέμε, δεν έχει και τίποτα ακραία ειδικό. Ονόματα όπως Μάλερ, Μπετόβεν, Μπαχ, Μπερνστάιν, Φούρτβαίνγκλερ κλπ , είναι πολύ βασικά για τους μουσικούς. Αλλά το ζητούμενο είναι: για ποιους μουσικούς; Στο σινεμά μπροστά μου καθόταν ένας γνωστός μου μουσικός που έφυγε στη μέση της ταινίας, αλλά δεν παίζει “κλασική” μουσική.
Εδώ θίγεται στην ταινία, ειδικά στη σκηνή της σχολής Τζούλιαρντ, ένας από τους πιο βασικούς προβληματισμούς που θα έπρεπε να έχει ένας μουσικός της εποχής μας: έχει δικαίωμα η ευρωπαϊκή μουσική, έτσι όπως έχει παγκοσμιοποιηθεί μέσα από τις αποικιοκρατικές ή εμμέσως αποικιοκρατικές τακτικές, να επιβάλλεται ως Η μουσική; Και κατ’ επέκταση, η πατριαρχία, η οποία ήταν κυρίαρχη κατά διάρκεια της ακμής της ευρωπαϊκής μουσικής, την έχει “μολύνει” ανεπανόρθωτα;
Μπορεί αυτές οι σκέψεις να φαίνονται υπερβολικές στην Ελλάδα, όμως είναι η κυρίαρχη τάση στα αμερικανικά, τουλάχιστον, πανεπιστήμια. Θα μπορούσε εδώ κανείς να παραφράσει το γνωστό βιβλίο αναρωτώμενος “ποιος σκότωσε τον Μπαχ;”. Η απάντηση θα ήταν η ίδια όπως και στο “Ποιος σκότωσε τον Όμηρο”: ο ακραίος, στείρος ακαδημαϊσμός, ο φανατισμός και η άγνοια του αντικειμένου. Άλλωστε ο Μαξ της σκηνής της Τζούλιαρντ αρνείται να ασχοληθεί με το έργο του Μπαχ, επειδή ήταν φαλλοκράτης που εκμεταλλεύτηκε τις συζύγους του με το να τους κάνει είκοσι παιδιά. Η Λίντια Ταρ αντιτίθεται σε αυτή την άποψη γιατί υπερασπίζεται άλλες, πάρα πολύ σημαντικές αξίες οι οποίες απορρέουν από αυτή τη μουσική. Η ταινία λοιπόν θέτει σε ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό τέτοιους προβληματισμούς γύρω από την ευρωπαϊκή μουσική και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό γενικότερα.
Πέρα από την προφανή σχέση της ταινίας με τα μουσικά πράγματα, για μένα η βαθύτερη σχέση της με τη μουσική είναι η εξής: κάποιοι μουσικολόγοι ισχυρίζονται ότι και τα μεγαλύτερα μουσικά έργα της κλασικής εποχής, ένα μέρος από συμφωνία π.χ. δεν είναι παρά η επέκταση μίας και μόνο πτώσης (cadence, cadenza, πάντα αναρωτιώμουν γιατί το κλείσιμο μιας μουσικής πρότασης, περιόδου, να λέγεται πτώση). Αυτή την αίσθηση μου άφησε η ταινία. Είναι όλη μία πτώση. Μάλιστα απροσδόκητη.