Πόσους εαυτούς κουβαλάμε?
Όχι στο πέρασμα του χρόνου αλλά ταυτόχρονα.
Και δεν αναφέρομαι στο πόσο διαφορετικά μας βλέπουν οι άλλοι, αλλά πόσο διαφορετικά αντιλαμβανόμαστε εμείς ταυτόχρονα τους ρόλους που παίζουμε, εκούσια και κυρίως ακούσια. Πως προσαρμοζόμαστε υποσυνείδητα σε καταστάσεις, πως αλλάζουμε προσωπεία χωρίς αισχύνη· και γιατί άραγε να ντρεπόμαστε? Τα μικρά παιδιά παίζουν συνέχεια αλλάζοντας ρόλους, γιατί όταν ενηλικιωνόμαστε αυτό καταντάει ψεγάδι? Και μάλιστα αποτρόπαιο. Το να είναι κάποιος διπρόσωπος το θεωρούμε μεγάλο μειονέκτημα, μας ενοχλεί σε υπερθετικό βαθμό. Τις δικές μας εναλλαγές δεν τις βλέπουμε. Πώς να τις δούμε? Ένα βιβλίο δεν μπορεί να αλλάξει. Ο καθένας που θα το διαβάσει όμως θα το διαβάσει διαφορετικά. Το βιβλίο παραμένει το ίδιο. Εμείς? Γιατί απωθούμε τόσο έντονα αυτή την αντίληψη, αυτή την οπτική? Η ζωή δεν είναι μια ευθεία και δεν είναι και καθόλου ομαλή. Άρα γιατί δίνουμε τόση σημασία στη συνέπεια? Ίσως γιατί μας αρέσουν τα πράγματα τακτοποιημένα, ήσυχα, βολικά. Είναι όμως στοιχείο της φύσης μας ή μας επιβλήθηκε? Μας θέλουν ήσυχους, τακτοποιημένους, βολικούς. Και όταν εξεγειρόμαστε ενάντια σε αυτό διαταράσσεται η τάξη του κόσμου. Διασαλεύεται το κέντρο της ύπαρξής μας, όπως μας έχουν πείσει ότι είναι, γιατί έχουμε για οδηγό μια υπόσχεση· την υπόσχεση της ανταμοιβής. Ένα ασταμάτητο δούναι και λαβείν είναι όλη μας η ζωή και στο ενδιάμεσο ξεχνάμε να ζούμε, γιατί έχουμε το βλέμμα καρφωμένο στην υπόσχεση. Και δεν θυμόμαστε ποτέ ότι οι υποσχέσεις δεν κοστίζουν τίποτα αλλά πονάνε περισσότερο από οτιδήποτε.
Με είχαν ταΐσει τόσο μίσος που λίγο περισσότερο δεν θα βάραινε και πολύ το ήδη επιβαρυμένο μου συκώτι. Αν ποτέ οι εχθροί μου ξερίζωναν το συκώτι μου και το έτρωγαν, όπως έλεγαν οι φήμες ότι κάνουν οι Καμποτζιανοί, θα πλατάγιζαν τα χείλη τους από την απόλαυση, γιατί τίποτα δεν είναι πιο νόστιμο από το φουά γκρα του μίσους, άπαξ και το γευτεί κανείς.
Βιετνάμ.
Λίγο πριν το τέλος του πολέμου, και αρκετά μετά.
Ο ήρωάς μας είναι ένας διχασμένος άνθρωπος. Η μητέρα του Βιετναμέζα, ο πατέρας του Γάλλος. Η μητέρα του φτωχή, ο πατέρας του ευκατάστατος. Η μητέρα του παρούσα, ο πατέρας του απών. Πιστεύει στις ιδέες της επανάστασης. Αλλά ταυτόχρονα δουλεύει για τους Αμερικανούς. Με το ένα πόδι πατάει στην Ανατολή, με το άλλο στη Δύση.
Η διαδρομή του τραγική.
Ποτέ δεν ξέρει ποιος είναι. Πάντα προσπαθεί να κρατάει τις ισορροπίες. Και στο τέλος δεν θυμάται για ποιο πράγμα παλεύει να μείνει όρθιος πάνω στο σκοινί.
Ο τρόπος που επέλεξε να μας διηγηθεί την ιστορία του ανώνυμου πρωταγωνιστή του ο Viet Thanh Nguyen στον Συνοδοιπόρο θα θυμίσει σε όσους το έχουν διαβάσει το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου. Ο ήρωάς μας έχει συλληφθεί σε κάποια στιγμή μετά το τέλος του πολέμου, και συντάσσει την απολογία του. Μόνο προς το τέλος της αφήγησης θα μάθουμε πως οδηγήθηκε εκεί, αλλά μέχρι να φτάσουμε εκεί θα ζήσουμε από πολύ κοντά τον διχασμό που βιώνει και ο ήρωας σε όλη αυτή τη διαδρομή.
Όπως και με τον ανώνυμο επίσης ήρωα του Αλεξάνδρου, έτσι κι εδώ ποτέ δεν είμαστε σίγουροι για τον πραγματικό εαυτό του πρωταγωνιστή μας. Λες και είναι κάτω από μια λάμπα που κινείται συνέχεια και φωτίζει κάθε στιγμή κι ένα διαφορετικό σημείο του προσώπου του.
Δεν είσαι το μισό από τίποτα, είσαι δύο από όλα, το επαναλαμβανόμενο μάντρα που του ψιθυρίζει για χρόνια η μητέρα του ως απάντηση και παρηγοριά στις συνεχείς προσβολές. Μπάσταρδο τον ανεβάζουν, μπάσταρδο τον κατεβάζουν. Όλοι. Από κάθε πλευρά. Ποτέ δεν καταφέρνει να ανήκει κάπου ολοκληρωτικά.
Αλλά εμείς ποτέ δεν έχουμε όλη την εικόνα μπροστά στα μάτια μας, πάντα κάτι μας λείπει. Πάντα αμφιβάλλουμε για τις προθέσεις του. Και άραγε αυτό που μας οδηγεί? Μας οδηγεί να τον συμπονέσουμε, να τον μισήσουμε για τη διπροσωπία του, να τον κατανοήσουμε μήπως? Εμείς άραγε είμαστε ποτέ ολόκληροι?
Επανέρχομαι στο θέμα του εαυτού και των πολλαπλών ειδώλων του, αλλά τελικά αυτό είναι που εμφανίζεται μπροστά μου, μπροστά μας, καθημερινά, όχι μόνο στην Τέχνη, αλλά και στη ζωή. Πέρα από τα διαφορετικά προσωπεία που δείχνουμε σε διαφορετικούς ανθρώπους, κάτω από διαφορετικές περιστάσεις, πολλές φορές την ίδια στιγμή νιώθουμε μέσα μας να παίζεται μια διελκυστίνδα, για τα πιο απλά και τα πιο σύνθετα ζητήματα. Κάνουμε κάτι και την επόμενη στιγμή το απαρνιόμαστε όπως ο Πέτρος τον Χριστό, λέμε κάτι και το μετανιώνουμε και ζητάμε συγγνώμη, αλλά είναι πια αργά· η πέτρα είναι στο δρόμο για να πέσει στη λίμνη. Τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο.
Μάσκα δεν έχω να γυρνώ στο καρναβάλι ετούτο, τραγουδάει ο Γιώργος Μιχαήλ στον πρώτο δίσκο του Θανάση Παπακωνσταντίνου, την Αγία Νοσταλγία που βγήκε πριν από 30 χρόνια. Είναι όλο αυτό, η ζωή μας, ένα μεγάλο καρναβάλι τελικά?
Η ζωή είναι μεγάλη, μην την κάνεις καρναβάλι, απαντούσαν οι Τρύπες μερικά χρόνια αργότερα στο δίσκο Κεφάλι γεμάτο χρυσάφι.
Άρα?
Είναι ή δεν είναι η ζωή ένα καρναβάλι?
Φοράμε ή δεν φοράμε μάσκες? Ακόμα και χωρίς να το θέλουμε, χωρίς να το επιδιώκουμε. Και το πιο σημαντικό ερώτημα, αυτό που θέσαμε και στην αρχή, έχει σημασία? Ή έχει τελικά τόση σημασία όση του προσδίδουμε?
Το να σε πει κάποιος διπρόσωπο το θεωρούμε μεγάλη προσβολή. Μας πληγώνει ανεπανόρθωτα, νιώθουμε βαθύτατα θιγμένοι. Γιατί? Γιατί νιώθουμε ότι ο άλλος μας κατηγορεί ότι τον κοροϊδεύουμε, ότι δεν είμαστε αυτοί που πιστεύει. Από την άλλη η τέχνη της εξαπάτησης είναι βασικό χαρακτηριστικό της ζωής μας και της καθημερινότητάς μας. Αλλά ίσως μας αρέσει η εξαπάτηση ως παιχνίδι, ως κομμάτι μιας συνολικής εικόνας, την βλέπουμε σαν ένα παζάρι, εισερχόμαστε με τη θέλησή μας σε μια συνθήκη όπου γνωρίζουμε από την αρχή ότι θα προσπαθήσουν να μας εξαπατήσουν. Και σε πολλές περιπτώσεις γνωρίζουμε ότι στο τέλος θα εξαπατηθούμε όπως και να έχει.
Αλλά αν δεν συμφωνήσουμε ακόμα και σιωπηρά σε αυτή τη συνθήκη θεωρούμε την κοροϊδία ως το μεγαλύτερο έγκλημα. Και ακόμα και αν παραβλέψουμε τις περιπτώσεις που κάποιος θέλει να μας κοροϊδέψει για να αποκομίσει κάποιο όφελος, θεωρούμε περίεργες ακόμα και αθώες συμπεριφορές που δεν μας κολλάνε με κάποιον τρόπο. Πως κάποιος ακούει metal αλλά πάει και στα μπουζούκια? Πως κάποιος βλέπει Ταρκόφκσι και Survivor? Πως διαβάζει Ντοστογιέφσκι και Δημουλίδου? Πως κάποιος τρώει πιτόγυρα αλλά πηγαίνε και σε ακριβά εστιατόρια? Ακραία τα παραδείγματα? Ίσως. Υπαρκτά παρόλα αυτά. Γιατί η ζωή μας δεν είναι μόνο κουλτούρα και διανόηση και φιλοσοφία, και υψηλή γαστρονομία. Είναι και χαλάρωση, και χάζεμα, ακόμα ακόμα και ξόδεμα του χρόνου μας σε κάτι απολύτως ανούσιο. Και αν αντιμετωπίζουμε με μισό μάτι ανθρώπους που κρύβουν τέτοιες αντιφάσεις στη ζωή τους, πως αντιμετωπίζουμε αυτούς που είναι ταυτόχρονα σε δύο στρατόπεδα? Στον ίδιο πόλεμο? Στον ίδιο εμφύλιο ουσιαστικά πόλεμο.
Ο Nguyen εξερευνά τον διχασμό του ήρωά του σε όλο το μήκος, το πλάτος και το βάθος του. Το τέλος είναι συντριπτικό. Ο ήρωάς μας, ο ανώνυμος ήρωάς μας καταφέρνει να φτάσει στο κέντρο του και να λυτρωθεί.
Να λυτρωθεί?
Κανένας δεν λυτρώνεται ποτέ πραγματικά.
Η λύτρωση είναι μια ψευδαίσθηση, μια εξαπάτηση.
Και το παιχνίδι από την αρχή στημένο.
Κι εμείς δεν έχουμε άλλη επιλογή από το παίξουμε.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: René Magritte (Belgian, 1898–1967). Not to be Reproduced (La Reproduction interdite), 1937. Oil on canvas, Museum Boijmans van Beuningen, Rotterdam. © Charly Herscovici – ADAGP – ARS, 2014