Ο θεσσαλικός κάμπος από «Γη της Επαγγελίας» για τους κατοίκους της «παλαιάς» ελεύθερης Ελλάδας, έγινε αμέσως μετά την προσάρτηση του στην ελληνική επικράτεια πρόξενος μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων.
Το πρόβλημα προερχόταν από το γεωκτητικό καθεστώς και τον τρόπο παραγωγής.
Για να καταλάβουμε καλύτερα το τι ακριβώς συνέβη, όταν πραγματοποιήθηκε η προσάρτηση της Θεσσαλίας, το ελληνικό κράτος ανέλαβε την υποχρέωση απέναντι στους Οθωμανούς να προστατέψει την ιδιοκτησία της γης με ειδικές διατάξεις που κατοχύρωναν τα δικαιώματα των ιδιωτών πάνω στην κατοχή τσιφλικιών, βοσκοτόπων και δασών. Η πιο ουσιαστική δέσμευση για το κράτος ήταν ότι δεν θα επιτρεπόταν η απαλλοτρίωση των μεγάλων τσιφλικιών της Θεσσαλίας.
Γιατί ανέλαβε όλες αυτές τις δεσμεύσεις η Ελλάδα;
Προφανώς γιατί οι διαπραγματεύσεις για την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελληνική Επικράτεια δεν ήταν εύκολη υπόθεση και σε καμία περίπτωση δεδομένη.
Αποφασίστηκε στην πρώτη διάσκεψη του Βερολίνου (1878), -σαν συνέχεια της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878), μετά ακριβώς από τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877- να δοθεί στην Ελλάδα ολόκληρη η Θεσσαλία και ολόκληρη η Ήπειρος. Όμως η Τουρκία στην οποία ανακοινώνεται η απόφαση αντιδρά σθεναρά και δεν την αποδέχεται. Έχει με το πλευρό της την Πρωσία και την Αυστρία. Η Γαλλία και η Ρωσία κρατούν μάλλον αδιάφορη στάση, ενώ οι Άγγλοι υποστηρίζουν με κάθε τρόπο τις ελληνικές αξιώσεις. Η Αγγλία προτιμά η Θεσσαλία και η Ήπειρος να περάσουν στην Ελλάδα για να μην περάσουν στους Σλάβους, τώρα που η οθωμανική αυτοκρατορία πνέει να λοίσθια και όλα δείχνουν πως σε λίγο θα πάψει να υπάρχει, και στη θέση της θα εμφανιστούν πάμπολλα εθνικά κράτη, που όσο λιγότερα είναι τόσο καλύτερα για την αγγλική διπλωματία. Στην δεύτερη διάσκεψη του Βερολίνου το 1881 καθορίζονται τα ακριβή σύνορα.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (πλην της Ελασσόνας) από τους Οθωμανούς, οι Τούρκοι ιδιοκτήτες της γης έσπευσαν να μεταβιβάσουν τις ιδιοκτησίες τους σε έλληνες και να εγκαταλείψουν τα εδάφη τους. Μέχρι το 1884-85 η συντριπτική πλειοψηφία των Οθωμανών που ζούσαν στην Θεσσαλία είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους. Τα τούρκικα τσιφλίκια αγοράστηκαν ως επί το πλείστον από Έλληνες της διασποράς (Ρωσία, Ρουμανία, Τουρκία ) οι οποίοι ήταν πλούσιοι έμποροι, επενδυτές η επιχειρηματίες, μιας και μόνο αυτοί είχαν την οικονομική δυνατότητα να δώσουν τέτοια χρηματικά ποσά. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς (Ζαρίφης, Ζάππας, Ζωγράφος, Σκυλίτσης κ.α.) δεν είχαν καμία σχέση με την καλλιέργεια της γης, έκαναν μία απλή επένδυση.
Πολύ συχνά δε, αγνοούσαν παντελώς που βρισκόταν το τσιφλίκι που είχανε αγοράσει, μερικοί από αυτούς δεν επισκέφτηκαν ποτέ τη Θεσσαλία.
Το Οθωμανικό δίκαιο που ίσχυε και καθόριζε την σχέση των γαιοκτημόνων (τσιφλικάδων) με τους καλλιεργητές (κολίγους) μέχρι το 1881, έδινε την δυνατότητα στους καλλιεργητές να απολαμβάνουν κάποιων δικαιωμάτων.
Επί τουρκοκρατίας οι ιδιοκτήτες-τσιφλικάδες είχαν μόνο το δικαίωμα των εισπράξεων των προσόδων επί των εκτάσεων που κατείχαν, ενώ οι κολίγοι διατηρούσαν κάποια πατροπαράδοτα δικαιώματα επί των κοινόχρηστων χώρων των τσιφλικιών (επί της γης, των οικειών, των βοσκοτόπων, των ζώων) επιπλέον οι τσιφλικάδες δεν είχαν το δικαίωμα να τους κάνουν έξωση. Τα προνόμια που παρείχε το οθωμανικό δίκαιο έπαψαν να ισχύουν από τη στιγμή που τα τσιφλίκια πέρασαν στα χέρια των νέων Ελλήνων ιδιοκτητών και οι συνέπειες για τους αγρότες υπήρξαν δραματικές.
Η θέση των κολίγων είναι χειρότερη στο καθεστώς του ελληνικού αστικού δικαίου από αυτό της οθωμανικής περιόδου.
Το δικαίωμα που διατηρούσαν πάνω στην καλλιεργούμενη γη, με όλες τις συνέπειες που απέρρεαν από αυτό, καταργήθηκε και σταδιακά οι καλλιεργητές μετατράπηκαν σε δουλοπάροικους. Οι αγρότες-κολίγοι εργάζονται με το φόβο της έξωσης και είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν στον γαιοκτήμονα-τσιφλικά το ένα τρίτο ή και το μισό της παραγωγής για το νοίκι της γης.
Οι περισσότεροι νέοι μεγαλογαιοκτήμονες γίνονται απόλυτοι κύριοι της γης και μπορούν έτσι να εκδιώξουν τους κολίγους από το τσιφλίκι στο τέλος των μισθωτηρίων συμβολαίων. Επιπλέον οι περισσότεροι μισθώνουν την γη τους σε άλλα πρόσωπα, τα οποία την εκμεταλλεύονται χωρίς όρια.
Έτσι όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις αρνούνται την παραχώρηση των τσιφλικιών στους αγρότες, με πρώτη και καλύτερη αυτή του Χαριλάου Τρικούπη, ο όποιος διαδέχτηκε τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο στην κυβέρνηση το 1881 αμέσως μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας.
Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος που κυριαρχεί στην ελληνική πολιτική σκηνή (διετέλεσε 10 φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας από το 1865 έως το 1882) αντιλαμβάνεται ότι απαιτείται μία νέα αγροτική πολιτική και δημοσιεύει το 1871 το νόμο «Περί Διανομής και Διαθέσεως της Εθνικής Γης με τον οποίο έναντι λογικού αντιτίμου διανέμονται από τους δήμους 2.650.000 στρέμματα σε εκατοντάδες χιλιάδες κλήρους.
Ο κάθε κλήρος καθορίστηκε σε 40 στρέμματα ποτιστικά η 80 ξερικά για κάθε γεωργική οικογένεια. Ο Κουμουνδούρος σίγουρα γνώριζε τα προφητικά λόγια του Καποδίστρια:
«Εάν δεν διανεμηθεί η εθνική γη εις τους ακτήμονας, το έθνος θέλει καταδικαστεί επί μακρόν ως εις ανήλικου παιδός κατάσταση»
Βέβαια αυτός ο νόμος του Κουμουνδούρου αφορούσε μόνο τις εθνικές γαίες όχι όμως τα τσιφλίκια για τον απλούστατο λόγο ότι πριν από την προσάρτηση της Θεσσαλίας υπήρχαν ελάχιστα τσιφλίκια (αντιστοιχούσαν σε λιγότερο από το 4%της καλλιεργούμενης γης).
Ο Χαρίλαος Τρικούπης όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο βιβλίο του «Κιλελέρ στον ήλιο μοίρα» ο Θωμάς Ψύρρας θεωρούσε ότι «προέχει η ανάπτυξη της βιομηχανίας και ονειρευόταν μία Ελλάδα που θα συγκέντρωνε τα παροικιακά κεφάλαια και θα λειτουργούσε ως «χρηματιστήριο της Ανατολής». Ελπίζοντας λοιπόν ότι οι Έλληνες μεγιστάνες των παροικιών θα επαναπατρίσουν τα κεφάλαιά τους και ότι αυτό θα τροφοδοτήσει την βιομηχανική ανάπτυξη (υπακούοντας και στις βουλήσεις των χρηματιστηριακών αγορών της Ευρώπης), προστάτευε τους τσιφλικάδες-μεγιστάνες (άλλωστε πολλοί από τους Θεσσαλούς βουλευτές του ανήκαν σε αυτή την κατηγορία). Σε ομιλία του στη Βουλή υπήρξε ξεκάθαρος:
«Εάν επιβάλουμε την διανομή των κτημάτων εις τους καλλιεργητάς, όπως μου το ζητείτε, θα εκδιώξουμε εξ Ελλάδος το χρήμα των Ελλήνων του εξωτερικού. Αντιθέτως, οφείλομεν να προσελκύσωμεν τα κεφάλαια αυτών των ελλήνων και όχι να τους εκφοβίσωμεν… Η κατάστασις εις την Θεσσαλίαν πρέπει να παραμείνει ως έχει, διότι τούτο απαιτούν τα γενικότερα συμφέροντα της χώρας μας…»
Όταν ο Δηλιγιάννης διαδέχτηκε τον Τρικούπη στην πρωθυπουργία επιχείρησε να παραχωρήσει 25 στρέμματα σε κάθε κολίγο, αναγκάστηκε ωστόσο να υπαναχωρήσει όταν ξεσηκώθηκε θύελλα αντιδράσεων στη Βουλή. Πρωτεργάτες ήταν Θεσσαλοί βουλευτές εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν οι ίδιοι ιδιοκτήτες τσιφλικιών η ήταν φίλοι τσιφλικάδων.
Η κατάσταση των κολίγων άρχισε να γίνεται όλο και χειρότερη από τα πρώτα χρόνια της προσαρτήσης της Θεσσαλίας.
Να πώς περιγράφει τη ζωή των κολίγων ο Δημήτρης Μπούσδρας στο βιβλίο του «Η απελευθέρωση των σκλάβων αγροτών»
«Οι καλλιεργηταί υποχρεούντο να δίδωσιν εις τον γαιοκτήμονα (αφέντην) το τρίτον ή το ήμισυ των παραγόμενων καρπών, ενοικίων διά την βοσκήν τών κτηνών, μέγαν αριθμών ορνίθων και αμνών, ικανή ποσότητα βουτύρου, καυσοξύλων, αιγών, πεπονιών, χόρτων και αχύρου, να στέλλωσιν δε εν θήλυ μέλος ,ίνα ζυμώση και ψήνη το ψωμί της επιστασίας, λείψανον του δικαιώματος της πρώτης νυκτός. Οι τσιφλικούχοι εξουσίαζαν το σώμα των γυναικών και των θυγατέρων των κολίγων….
Κατώκουν εις τρώγλας και πολλοί συνέτρωγον εν τη αυτή φάτνη με τους όνους των.
Οσάκις υποδέχοντο τον αφέντην επισήμως, γονυπετείς εσύροντο, εκτύπων το χώμα με το μέτωπον τρεις φορές και εφίλουν τον αριστερόν πόδα του.
Γενικώς δε ειπείν αι μεγάλαι πιέσεις, αι εξαθλειώσεις και αι αφόρητοι ταπεινώσεις δίκην μαστιγίου ,έπληττον τα νώτα και είχον κάνει τους χωρικούς δέκτας ενός επαναστατικού ευαγγελίου..»
Και ενώ οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας των κολίγων γινόταν όλο και πιο δύσκολες εντούτοις δεν έπαυαν να διεκδικούν την επαναφορά των πραγμάτων στο προηγούμενο καθεστώς. Με την βοήθεια φωτισμένων αστών της εποχής, οι κολίγοι άρχισαν να υιοθετούν σύγχρονες μορφές πάλης (μαζικές κινητοποιήσεις, συλλαλητήρια, ψηφίσματα σε κυβέρνηση και Βουλή).
Έτσι προοδευτικά η αντίσταση των κολίγων κατά των αυθαιρεσιών και των εξώσεων τον τσιφλικάδων διευρύνθηκε και από απλή αγροτική διαμαρτυρία μετατράπηκε σε κίνημα Πανθεσσαλικού χαρακτήρα με πλατιά κοινωνική βάση και ισχυρή υποστήριξη από τα αστικά κέντρα και με κεντρικό αίτημα την διανομή της γης στους καλλιεργητές της.
Μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες του αγροτικού κινήματος ήταν αυτή του Μαρίνου Αντύπα.
Ήταν κεφαλονίτικης καταγωγής και γεννήθηκε το 1872. Γράφτηκε στην νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών χωρίς να τελειώσει τις σπουδές του. Ήταν υπέρμαχος των σοσιαλιστικών ιδεών, υπήρξε μέλος του κεντρικού σοσιαλιστικού συλλόγου στην Αθήνα. Το 1896 συμμετείχε σαν εθελοντής στην κρητική επανάσταση, αργότερα εξέδωσε την εβδομαδιαία εφημερίδα «Ανάστασις» στο Αργοστόλι, όργανο των ιδεών του, με μεγάλα διαστήματα διακοπών της έκδοσης του. Το 1904 ταξίδεψε στο Βουκουρέστι και έπεισε τον πλούσιο θείο του Γεωργίο Σκιαδαρέση να επενδύσει στην αγορά γης στο θεσσαλικό κάμπο. Ο θείος του με τον συμπατριώτη του Αριστείδη Μεταξά θα αγοράσουν στην περιοχή των Τεμπών μία έκταση 300.000 στρεμμάτων (ένα τσιφλίκι). Στις εκλογές του 1906, ο Μαρίνος Αντύπας κατέβηκε υποψήφιος βουλευτής αλλά δεν εκλέχθηκε.
Αμέσως μετά εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Ραψάνης δουλεύοντας σαν επιστάτης στο κτήμα του θείου του. Διαπίστωσε από κοντά τις άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των κολίγων, και ύψωσε την σημαία του αγροτισμού, εμπνεόμενος από ένα όραμα ουτοπικού σοσιαλισμού.
Δήλωνε τα εξής ο Μαρίνος Αντύπας:
«Τας ανωτέρω ιδέας προσπαθώ να εμφυτεύσω εις την ψυχήν των χωρικών για να γίνωσι μιαν ημέραν ελεύθεροι- ήδη είνε είλωτες- και επειδή η εργασία αυτή απαιτεί οικονομική ευρωστία -οιονεί λίπασμα δια το φυτόν – δια τούτο προσπαθώ το κατά δύναμην να αφαιρεθώσιν από τα κακώς κτηθέντα δικαιώματα των τσιφλικούχων δια να δωθώσιν εις τους αδίκους εξ’ αυτών απογυμνωθέντας χωρικούς….
Φρονώ ότι το δίκαιον είναι εκεί όπου το συμφέρον των πολλών και όχι των ολίγων, επομένως μεταχειρίζομαι τα δυνάμεις μου υπέρ της εξαφανίσεως του τσιφλικιού και της πλήρους ανεξαρτησίας του καλλιεργητού».
Η στάση του και οι ιδέες του προκάλεσαν την αντίδραση τον τσιφλικάδων. Στις 8 Μαρτίου του 1907 δολοφονήθηκε από τον Ιωάννη Κυριακού επιστάτη του Αριστείδη Μεταξά συνεταίρου του θείου του Γεωργίου Σκιαδαρέση.
Ο Μαρίνος Αντύπας έγινε ένα σύμβολο στον αγώνα των αγροτών.
Μετά τη δολοφονία του η αντιπαράθεση εντείνεται ακόμη περισσότερο. Το κίνημα στο Γουδί το 1909 ανατρέπει το υπάρχον πολιτικό σκηνικό και θα απελευθερώσει επιπλέον την αγροτική διαμαρτυρία. Απέναντι στην εξέγερση του θεσσαλικού κάμπου η κυβέρνηση Δραγούμη περιορίζεται σε αόριστες υποσχέσεις.
Οι αγρότες είχαν προγραμματίσει στις 6 Μαρτίου 1910 αγροτικό συλλαλητήριο στην Λάρισα με αφορμή την συζήτηση του αγροτικού νομοσχεδίου στη Βουλή. Αγρότες από τα γύρω χωριά άρχισα να συρρέουν στην πόλη. Στον σιδηροδρομικό σταθμό Κιλελέρ 200 περίπου αγρότες θέλησαν να επιβιβαστούν σε τρένο χωρίς να πληρώσουν. Ο διευθυντής του θεσσαλικών σιδηροδρόμων που επέβαινε στο τρένο τους το αρνήθηκε και οι αγρότες εξοργίστηκαν και άρχισα να πετούν πέτρες σπάζοντας τα τζάμια των βαγονιών.
Το τρένο απομακρύνθηκε αλλά σε απόσταση 1 km επαναλήφθηκαν οι ίδιες σκηνές από ομάδα 800 αγροτών. Οι άνδρες της στρατιωτικής δύναμης που βρίσκονται εντός του τρένου (40 περίπου στρατιώτες) και μετέβαιναν στη Λάρισα για το συλλαλητήριο διατάχτηκαν από τον επικεφαλής να πυροβολήσουν στον αέρα για εκφοβισμό· οι αγρότες εξαγριώνονται και επιτίθενται με πέτρες και ξύλα.
Αποτέλεσμα της συμπλοκής ήταν να σκοτωθούν 4 κολίγοι και να τραυματίσουν πολλοί. Ανάλογα επεισόδια γίνονται και στο χωριό Τσουλάρ (Μελία) με δύο νεκρούς και 15 τραυματίες. Οι συμπλοκές μεταξύ αόπλων διαδηλωτών και δυνάμεις του στρατού επεκτάθηκαν και στην Λάρισα όταν οι αγρότες πληροφορήθηκαν το αιματηρά επεισόδια. Η εξέγερση του Κιλελέρ αύξησε την κοινωνική πίεση για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος. Πάρθηκαν ορισμένα νομοθετικά μέτρα υπέρ των κολίγων από την κυβέρνηση του Βενιζέλου που διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία τον Στέφανο Δραγούμη αλλά απαλλοτριώσεις δεν έγιναν.
Το αγροτικό ζήτημα λύθηκε μετά την μικρασιατική καταστροφή όταν το πρόβλημα της αποκατάστασης των προσφύγων έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις. Η επαναστατική κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα προχώρησε σε ολοκληρωτικές απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών σε ακτήμονες γεωργούς και μάλιστα άνευ αποζημιώσεως των ιδιοκτητών.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Χαρακτικό «Μαρίνος Αντύπας – Κιλελέρ 1910» του Α. Τάσσου