Ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης είχε γράψει ότι «δεν μπορούμε να σώσουμε την ανθρωπότητα χωρίς την θέλησή της. Και κανένας δεν μπορεί να την προφυλάξει από την τρέλα και την αυτοκτονία. Υποστηρίζω, ότι η δημοκρατία συνεπάγεται ενεργούς πολίτες που θέλουν αληθινά να συμμετάσχουν».
…
Όπου πράγματι, θεμέλιος λίθος της δημοκρατίας είναι το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και του λόγου, η κοινωνική ισότητα που πηγάζει από το πολίτευμα, η συμμετοχή στα κοινά. Δυστυχώς, μέσα στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας τα δικαιώματα μας περιορίζονται στην ψήφο μας κάθε τετραετία, αφού δεν υπάρχει αμεσότητα.
Μπορεί να ακούγεται απλή, αλλά η ψήφος μας είναι μια δύσκολη διαδικασία, αφού το πολιτικό κλίμα έχει στρεβλωθεί κάτω από το πρίσμα της νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας. Στην πραγματικότητα πολλοί έχουν την αίσθηση ότι δεν ασκείται πλέον πολιτική, και δίκαια ίσως, γιατί ο νεοφιλελευθερισμός, έχει επιτρέψει σε οργανισμούς, όπως την Παγκόσμια Τράπεζα ή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το τραπεζικό σύστημα αλλά και τις πολυεθνικές, να ασκήσουν πολιτική πάνω από κάθε κράτος και κυβέρνηση. Ως «ιδεολογία» προτάσσει τον ανταγωνισμό της ελεύθερης οικονομίας και άρα πρόκειται για μια καθαρά ταξική – αστική ιδεολογία σε βάρος των πολλών. Και εμπλουτίζεται από αυτό που αποκαλείται «ατομική ευθύνη».
…
Ατομική ευθύνη
Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, η περίφημη «ατομική ευθύνη» γεννήθηκε με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του Ρόναλντ Ρίγκαν. Απευθυνόμενος στον Αμερικανικό λαό το 1981 στην πρώτη του ομιλία μετά την εκλογή του είχε πει: «αν κανείς δεν είναι ικανός να κυβερνά τον εαυτό του, τότε ποιοι αναμεσά μας έχουν την ικανότητα να κυβερνούν τους άλλους;». Από τότε και στο εξής, γεννημένη και μεγαλωμένη στις ΗΠΑ, ήρθε στην Ευρώπη μέσω της θατσερικής πολιτικής και η διαβρωτική ρητορική της ατομικής ευθύνης μεταμόρφωσε τον ρόλο της κυβέρνησης και της κοινωνίας στην νεοφιλελεύθερη εποχή. Η ίδια η Θάτσερ το είχε εξηγήσει με την φράση: «Η οικονομία είναι η μέθοδος, το αντικείμενο είναι η αλλαγή της ψυχής». Από μια κοινωνιολογική οπτική, δεν είναι συνώνυμη της ηθικής, αλλά παραπέμπει περισσότερο στον ατομικισμό.
Εκεί που κάποτε η κυβέρνηση ήταν το σωσίβιο της κοινωνίας, τώρα αρκείτο στο να διευκολύνει απλά τον κάθε πολίτη στο να πάρει όλο και περισσότερες ευθύνες πάνω του. Αντί να απελευθερώνει τον εργαζόμενο από τα κακώς κείμενα της βιομηχανικής εποχής, τον ενθάρρυνε να θυσιαστεί χωρίς δίκτυ ασφαλείας στο βωμό του κεφαλαίου, με την παντελή έλλειψη κρατισμού. Αυτό που πολλοί δεν ξέρουν ή δεν καταλαβαίνουν, είναι ότι ο κρατισμός, δεν είναι αντίθετος στον καπιταλισμό αλλά ορίζεται ως η παρουσία του κράτους στην καπιταλιστική παραγωγή, και είναι σήμερα σε κώμα με την νεοφιλελεύθερη ιδεολογία να επικρατεί. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, αν υφίσταται ως ιδεολογία, μπορεί να μας λέει ότι η ατομική ευθύνη δίνει νόημα στην κατά τα άλλα μίζερη ζωή μας, όμως στην πραγματικότητα οι περισσότεροι την βιώνουμε ως μια ανάγκη επιβίωσης σ’ έναν απολύτως ασταθή κόσμο. Όπως το είχε θέσει απλά ο Μαρξ: «δεν είναι τα άτομα που απελευθερώνονται από τον ελεύθερο ανταγωνισμό, αλλά το Κεφάλαιο».
Ο όρος «ατομική ευθύνη» χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην Ελλάδα την περίοδο της πανδημίας, για να καλύψει την άστοχη και γεμάτη παραλείψεις κυβερνητική πολιτική απέναντι της.
Μέσα σε αυτό το παραμορφωτικό πλαίσιο, η διαμόρφωση της αντίληψής μας για την κοινωνία και αυτά που διαδραματίζονται, βασίζεται ως επί το πλείστον από τα ΜΜΕ, τα οποία υπό κανονικές συνθήκες καλούνται να απαντήσουν αναλυτικά στα ποιος, πότε, πως, γιατί και τί. Δηλαδή, να κάνουν την δουλειά τους αντικειμενικά εκθέτοντας όλες τις πλευρές ενός ζητήματος.
Πράγμα αδύνατον να γίνει, αφού όλοι οι δημοσιογράφοι, κυρίως αυτοί των μεγάλων εθνικών καναλιών, είναι υπάλληλοι ολιγαρχών, και προασπίζονται συμφέροντα.
Αν συμφωνήσετε αυτόματα με την τελευταία φράση, τότε θα πρέπει να σας πω ότι πέσατε σε μια παγίδα. Γιατί γενικεύοντας για έναν ολόκληρο κλάδο, έκανα αυτό που κάνουν και τα ίδια τα ΜΜΕ ή οι πολιτικοί πολλές φορές για να σας παραπλανήσουν. Χρησιμοποίησα την δεύτερη μορφή σύγχρονης – και επικίνδυνης – προπαγάνδας που ακούει στο όνομα «κοινωνικός αυτοματισμός».
…
Κοινωνικός αυτοματισμός
Ως όρος ξεκίνησε να ακούγεται την εποχή του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, δηλαδή την περίοδο Σημίτη. Για ορισμένους η πατρότητα ανήκει στον Δημήτρη Ρέππα, κατά άλλους στον Θόδωρο Τσουκάτο, όμως αυτό λίγη σημασία έχει. Σημασία έχει η συγκεκριμένη πρακτική των κυβερνώντων, σχεδιασμένη για να οδηγήσει σε μια κοινωνική αποσάθρωση. Πρώτα άφηναν να βγαίνουν προς τα έξω διαρροές στα ΜΜΕ για να «κόψουν» οι πολιτικοί τις πολιτικές αντιδράσεις του κόσμου, ενώ τα ΜΜΕ φρόντιζαν να απαξιώσουν τον κλάδο στον οποίο έχουν στρέψει οι πολιτικοί τα βέλη τους και να τον παρουσιάσουν ως ένα «συντεχνιακό καρκίνωμα» που πρέπει να εξαφανιστεί από την κοινωνία.
Από τότε όμως μέχρι σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι και αν περιέγραφα τον κοινωνικό αυτοματισμό ως κοινωνικό κανιβαλισμό, πάλι μέσα θα έπεφτα.
«Οι ανεμβολίαστοι ευθύνονται για τον υψηλότατο αριθμό θανάτων. Μη σώσουν κι εμβολιαστούν», είχε πει χαρακτηριστικά ο Υπουργός Ανάπτυξης, Άδωνις Γεωργιάδης, μέσα στην πανδημία, μια λαϊκίστικη φράση που σκοπό έχει εμφανώς να στρέψει μια μεγάλη ομάδα πολιτών, στην προκειμένη τους εμβολιασμένους, ενάντια σε ένα συγκεκριμένο γκρουπ ανθρώπων, τους ανεμβολίαστους, αφήνοντας έξω από την συζήτηση και την κριτική τις όποιες πολιτικές ευθύνες είχε η Κυβέρνηση για την διαχείριση της κρίσης του κορωναϊού.
Κοινωνικός αυτοματισμός είναι , παραδείγματος χάριν, όταν τα κανάλια κατεβάζουν κάμερες στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας εν μέσω απεργιών και κινητοποιήσεων, για να βρουν αγανακτισμένους πολίτες ενάντια στους απεργούς, επαναλαμβάνοντας συνεχώς το «για μια ακόμη μέρα χιλιάδες πολίτες ταλαιπωρούνται», αφήνοντας στην αφάνεια το γιατί οι υπάλληλοι του κλάδου αποφάσισαν να απεργήσουν απέναντι σε προβλήματα υπαρκτά δημιουργημένα από την πολιτεία.
Απευθυνόμενος στο ασυνείδητο κομμάτι του εαυτού μας, ο κοινωνικός αυτοματισμός επιλέγει προσεκτικά να δημιουργήσει ένα κομμάτι αγανακτισμένων πολιτών.
Τους γονείς που αγανακτούν ενάντια στους εκπαιδευτικούς για την αξιολόγηση, χωρίς να τους γνωστοποιούν γιατί είναι ενάντια σε αυτήν, τους ασθενείς ενάντια στους γιατρούς γενικά και αόριστα κτλ, δημιουργώντας αποδιοπομπαίους τράγους. Αν δηλαδή ένας γιατρός πιαστεί με φακελάκι, ξαφνικά στοχοποιείται όλος ο κλάδος των γιατρών του ΕΣΥ, παραβλέποντας θέματα όπως την υποστελέχωση, την υποχρηματοδότηση, τους πενιχρούς μισθούς των γιατρών και πόσα άλλα. Ένα εξιλαστήριο θύμα αρκεί για να κατηγορηθούν πολλοί. Πιθανότατα όλοι έχουμε στο μυαλό μας ένα παρόμοιο παράδειγμα, αλλά καλό θα ήταν να αναρωτηθούμε αν αυτό το παράδειγμα αρκεί από μόνο του για να στοχοποιήσει έναν ολόκληρο κλάδο.
Ο κοινωνικός αυτοματισμός λειτουργεί καλύτερα σαν λύκος μέσα στην αναμπουμπούλα, όταν δηλαδή υπάρχει μια κρίση και μια κοινωνική φόρτιση για να εκμεταλλευτεί τις καταστάσεις. Ακόμη και σε διεθνές επίπεδο χρησιμοποιείται για να παρουσιάσει ως φυσιολογικές κάποιες πολιτικές, όπως πχ έγινε την περίοδο της κρίσης όπου όλοι οι Έλληνες παρουσιάστηκαν ως «οι τεμπέληδες και χαραμοφάηδες» του Νότου στους Γερμανούς.
Ακόμη και στο τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, ο Πρωθυπουργός ζήτησε συγγνώμη για όλες τις κυβερνήσεις. Μόνο μέσα από αυτή την γενίκευση ξεχνά κάτι βασικό: ότι συγγνώμη ζητάμε μόνο για τις δικές μας πράξεις ή απραξίες. Αλλά εμείς, δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι αυτό λειτουργεί λίγο σαν το «όλοι μαζί τα φάγαμε», ενώ στην πράξη, ασκούνται διαφορετικές πολιτικές από κάθε κυβέρνηση.
Κοινωνικός αυτοματισμός είναι ακόμα και το «Ο ΟΣΕ συνοψίζει όλη την κακοδαιμονία του ελληνικού κράτους. Οι πελατειακές σχέσεις, τα κομματικά ρουσφέτια. Όλοι αυτοί για τους οποίους μιλάμε, ο σταθμάρχης, ο επόπτης, όλοι αυτοί, είναι κομματικά ρουσφέτια. Όλοι!», του Γιάννη Λοβέρδου της Νέας Δημοκρατίας, που παραδεχόμενος πριν από λίγες μέρες ότι ένας σταθμάρχης ήταν κομματικό ρουσφέτι, χαρακτήρισε και κατηγόρησε και τους υπόλοιπους υπαλλήλους χωρίς στοιχεία και αποδείξεις για να τους κάνει ένα μπουλούκι! Και ακόμη χειρότερα, εμμέσως παρουσιάζει ως μαζικούς ρουσφετολόγους όλους τους βουλευτές (γιατί ακόμη και στην αδύνατη περίπτωση να είναι όλοι οι υπάλληλοι του ΟΣΕ κομματικά ρουσφέτια, αποκλείεται να είναι του ίδιου βουλευτή) χωρίς αποδείξεις και γενικόλογα, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του, έτσι για να ενισχύσει αυτό το «όλοι είναι ίδιοι».
Είναι το «διαίρει και βασίλευε», η λάσπη στον ανεμιστήρα, για να στραφεί μια κοινωνική ομάδα εναντίον μιας άλλης, ενώ αυτός που δημιουργεί το πρόβλημα την βγάζει λάδι, με την προσοχή του κόσμου στην φαγωμάρα κι όχι στην ουσία του προβλήματος. Είναι μια επικίνδυνη πρακτική που σκοπό έχει να κάνει το άτομο να καταφύγει σε υποκειμενικές και προσωπικές κρίσεις που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα, πχ «όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι ενός κλάδου είναι συντεχνία ή οι δημόσιοι υπάλληλοι σε μια χ υπηρεσία είναι περιττοί».
Ακόμη περισσότερο, η συγκεκριμένη λογική μπορεί να έχει χειρότερα αποτελέσματα όταν απαντά με την ίδια γενίκευση, σαν αυτό που ακούστηκε στο Ράδιο Αρβύλα, αυτό το «είναι όλοι ίδιοι». Αλήθεια, ποιοι είναι όλοι αυτοί οι ίδιοι; Κι αυτοί που δεν έχουν κυβερνήσει; Κι αυτοί που ανήκουν σε ένα κόμμα αλλά προφανώς προβάλλουν ενστάσεις σε συγκεκριμένες πολιτικές ή ακολούθησαν τελείως διαφορετικές πολιτικές; Αυτή η γενίκευση το μόνο που μπορεί να καταφέρει είναι να δημιουργήσει ένα απολιτίκ κοινό, μια μπερδεμένη και άμορφη μάζα, που μέσα από την καταπιεστική καθημερινότητα, παραδίνεται σ’ αυτή την αβάσιμη διαπίστωση. Μια μάζα που στην βάση της είναι ακόμη πιο εκμεταλλεύσιμη και τρωτή από κάθε είδους προπαγάνδα.
Ο κοινωνικός αυτοματισμός, κάτι που με λίγη προσοχή θα δείτε ότι αναπαράγεται συνέχεια τα τελευταία χρόνια, και κυρίως μέσω δηλώσεων πολιτικών και δημοσιογράφων των μεγάλων ΜΜΕ, και απευθύνεται καθαρά και μόνο στα χειρότερα συναισθήματα που κάποιος μπορεί να έχει για τον συμπολίτη του: την χαιρεκακία, τύπου «η κατσίκα του γείτονα να ψοφήσει», και την αδιαφορία για την πολιτική.
Έλα όμως που στη ζωή όλα είναι θέμα πολιτικής…
…
Η θεωρία των δύο άκρων
Όπως με την δημιουργία του δίπολου χρήσιμων – άχρηστων πολιτών ή συντεχνιών, η πολιτική σκηνή μέσω των ΜΜΕ επενδύσει σε ένα άλλο, επικίνδυνο και ανιστόρητο δίπολο, αυτό της θεωρίας των «δύο άκρων».
Δεν είναι τίποτα καινούργιο. Ξεπήδησε μέσα από την κρίση του 2009-2015, και σκοπός της ήταν η αντισυστημική – αντικαπιταλιστική αριστερά να συγκριθεί και να βρεθεί ίση και όμοια με την αντιδημοκρατική δεξιά. Με την εξομοίωση αυτή το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν η μείωση της επίδρασης της αριστεράς στο δημοκρατικό τόξο.
Δεν υπάρχει ιδεολογία χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο. Μόνο που η ακροδεξιά του ρατσισμού, του μίσους και του εθνικισμού, η ακροδεξιά που αυτή τη στιγμή εκπροσωπείται στην Βουλή με βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος, δεν μπορεί παρά να διαιρέσει και να διχάσει, και δεν έχει, όπως δεν είχε και ποτέ καμία απολύτως σχέση με την αριστερά και την ιδεολογία της.
Η θεωρία αυτή είναι το μπάσταρδο παιδί του νεοφιλελευθερισμού, που για να επιτεθεί στον νούμερο ένα εχθρό του, την αριστερά, μέσω υποκειμενικών θεωριών και επιχειρημάτων προσπαθεί να την φέρει ίσα κι όμοια με τον φασισμό. Και απευθυνόμενη σε μεγάλες ομάδες ανθρώπων που πιθανόν να μην έχουν την ιστορική γνώση και ιδεολογική – πολιτικοποιημένη (και όχι κομματικοποιημένη) σκέψη, έχει καταφέρει να μονιμοποιηθεί στον δημόσιο διάλογο.
Ιστορικά οι δικτατορίες επιβλήθηκαν πάνω στους λαούς από την άρχουσα/αστική τάξη, ιστορικά όμως ο λαός, η εργατική τάξη και η αριστερά πολέμησαν τις δικτατορίες. Ιστορικά ο φασισμός γεννήθηκε από τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία, ιστορικά τα αντιφασιστικά/αντικατοχικά κινήματα αντιστάθηκαν και πολέμησαν τον φασισμό. Ιστορικά ο κομμουνισμός είναι μια καθαρά ανθρωποκεντρική ιδεολογία, ενώ ο φασισμός είναι ξεκάθαρα μια απάνθρωπη και επαίσχυντη «ιδεολογία». Για τους λόγους αυτούς, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι ακαδημαϊκοί και επιστημονικοί κλάδου απορρίπτουν παντελώς την θεωρία αυτή.
Ο φασισμός και ο νεοφιλελευθερισμός ξεκινούν από το ίδιο μετερίζι: τον καπιταλισμό. Γι’ αυτό και μπορεί να απορούμε με την άνοδο της Μελόνι στην Ιταλία, το κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών στην δεύτερη θέση της Σουηδίας, την Λεπέν στην Γαλλία, γιατί όπως σε άλλες χώρες έτσι κι εδώ, ο νεοφιλελευθερισμός – καπιταλισμός, όχι μόνο εξέθρεψε το αυγό του φιδιού, αλλά το έβαλε και στην δική μας Βουλή, με τον Άδωνι του ΛΑΟΣ και τον Βορίδη της ΕΠΕΝ. Το μόνο επομένως που πετυχαίνει η θεωρία είναι να ενισχύει τον φασισμό.
Όχι, η θεωρία των δύο άκρων, που έχει γίνει μόνιμη πιπίλα στα στόματα πολλών, δεν είναι ιδεολογία αλλά είναι και ανύπαρκτη ως θεωρία, εκτρέφει μόνο τον φασισμό και θα πρέπει να κλείνουμε τα αυτιά μας σε όποιον χρησιμοποιεί αυτή τη σύγκριση ως πολιτικό επιχείρημα. Και κάπως έτσι, μέσα από αυτή την ανύπαρκτη σύγκριση, καταπέφτει και το επιχείρημα του «κοινωνικού αυτοματισμού» του «όλοι είναι ίδιοι».
…
Whataboutism – ή αλλιώς «εσείς τί έχετε να πείτε για το Μάτι;»
Είναι μια μικρή συμπλήρωση, όχι τυχαία, αφού ενσαρκώνει το πως σκέφτονται οι άνθρωποι που έχουν συνηθίσει στον κοινωνικό αυτοματισμό ή στο να δέχονται χωρίς κριτική σκέψη τα επιχειρήματα που προβάλλονται μπροστά τους. Το whataboutism ή ελληνιστί «ναι αλλά εσείς τί έχετε να πείτε γι’ αυτό», είναι μια δημοσιογραφική/πολιτική τεχνική από την δεκαετία του 1970, που χρησιμοποιείται έμμεσα ως προπαγάνδα με σκοπό να στρέψει την προσοχή του ακροατή από ένα θέμα σε ένα άλλο, πάντα μέσω της σύγκρισης με σκοπό να βλάψει αυτόν που θέτει το πρωταρχικό ερώτημα. Σκεφτείτε για λίγο αυτή τη φανταστική συζήτηση, μεταξύ ενός Ισραηλινού κι ενός Άγγλου:
Ι: Οι Ρώσοι βομβαρδίζουν την Ουκρανία.
Α: Ναι, αλλά κι εσείς βομβαρδίσατε τους Παλαιστίνιους. Τί έχετε να πείτε γι’ αυτό;
Με το παραπάνω παράδειγμα, που καμία σχέση δεν έχει με την Ελλάδα, γίνεται φανερό ότι ο σκοπός του δεύτερου προσώπου είναι να αποπροσανατολίσει την συζήτηση από ένα θέμα του παρόντος, με ένα άλλο θέμα του παρελθόντος, εσκεμμένα να στρέψει το θέμα κάπου αλλού για να εστιάσει εκεί ο ακροατής του. Να τον παραπλανήσει, όταν το θέμα είναι η Ουκρανία και όχι η Παλαιστίνη.
Η σύγκριση της τραγωδία των Τεμπών με το Μάτι είναι εκ προοιμίου λανθασμένη για έναν πάρα πολύ απλό λόγο: δεν συγκρίνει όμοια πράγματα. Στην μια περίπτωση έχουμε ένα δυστύχημα, στην δεύτερη έχουμε μια φυσική καταστροφή. Αν ήταν να συγκρίνουμε, θα έπρεπε να συγκριθεί με τις πυρκαγιές στην Ηλεία, όχι μόνο σαν γεγονός, αλλά και σε επίπεδο μετέπειτα διαχείρισης. Επομένως εύκολα γίνεται κατανοητό ότι το whataboutism το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τροφοδοτήσει μια «σχετικοποίηση» καταστάσεων.
Η κάθε μορφή προπαγάνδας στοχεύει στην ασυνείδητη σκέψη του ακροατή, και σίγουρα υπάρχουν πολλές περισσότερες τεχνικές που τις ενισχύουν, αλλά θα χρειαζόταν πολύ ηλεκτρονικό χαρτί για να τις αναλύσουμε.
Το θέμα είναι ότι 14 χρόνια κρίσης, μέσα σε μια κοινωνία που δυστυχώς επαινεί τον ανταγωνισμό και όχι τον συναγωνισμό, θα έλεγε κανείς ότι είναι υπεραρκετά για να καταλάβει ο καθένας από πλευράς του ότι οι κοινωνίες δεν προοδεύουν με εγωκεντρισμούς, ότι μέσα από την συλλογικότητα μπορεί να επιτευχθεί το βέλτιστο, μιας και όλες οι κοινωνικές παθογένειες έχουν στην ρίζα τους την πολιτεία, αφού η πολιτεία εφαρμόζει τις πολιτικές πάνω στις οποίες ζουν και κινούνται οι άνθρωποι. Είναι λογικό ότι δεν μπορούμε να ζητάμε από όλους να συμμετέχουν στην δημοκρατία στον βαθμό της αμεσότητας που μπορούν να πετύχουν ή να θέλουν, να σκέφτονται έξω από τα στεγανά, ελεύθερα, αλλά η δημοκρατία είναι καλώς ή κακώς συλλογικό σπορ. Όπως είναι και δύσκολο να μην επηρεαστεί ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου από τις παραπάνω προπαγάνδες, ένα κομμάτι που μέσα από την απογοήτευση του θέλει να πιστεύει ότι όλοι είναι ίδιοι.
Παρόλα αυτά, όπως είχε τεθεί από το πιο πολιτικό και μεγαλύτερο έργο της αρχαιότητας, τον Επιτάφιο του Περικλή, η προσωπική ευημερία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την ευημερία της πόλης (κοινωνίας). Ή όπως είχε πει ο Αριστοτέλης, η πόλη (κοινωνία) είναι σημαντικότερη του ατόμου, γιατί κανένα άτομο από μόνο του δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει το έργο του εκτός πόλης.
Ίσως κάποιοι να στηρίξουν ότι οι ιδεολογίες δεν υπάρχουν πια, ίσως άλλοι να πουν το αντίθετο: ότι σήμερα όσο ποτέ έχουμε ανάγκη τις ιδεολογίες για να ξεφύγουμε από την μάστιγα του νεοφιλελευθερισμού. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ατομικά και συλλογικά χρειάζεται να κλείσουμε τα αυτιά μας στις παραπάνω προπαγάνδες, αν θέλουμε πραγματικά να σώσουμε και να αλλάξουμε την δημοκρατία.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: fernandogonzalezandlozano / pinterest