Έχουμε μεγαλώσει με την αντίληψη ότι στην χώρα μας γεννήθηκε το σπουδαιότερο όλων των συστημάτων διακυβέρνησης, και όντως είναι το σύστημα που έχει κυριαρχήσει στον κόσμο. Μια από τις αντιλήψεις που επίσης έχουμε, είναι ότι οι εκλογές αυξάνουν την ικανότητα των πολιτών να συμμετέχουν σε αυτήν; Όμως σε τί βαθμό; Εκλέγοντας μια κυβέρνηση δεν έχουμε λέγειν στην ψηφοφορία ενός νόμου για παράδειγμα. Εκεί ο πολίτης είναι αποκλεισμένος από μια απόφαση που λαμβάνεται από λίγους και αφορά την ζωή του. Η σχέση μεταξύ της ψήφου των εκλογών και ενός νόμου είναι τελείως ασύνδετη και δεν περιλαμβάνει την αποδοχή. Το να ψηφίζουμε για μια κυβέρνηση θεωρείται εξόχως σημαντικό· χωρίς την δημοκρατία η ζωή μας θα ήταν πολύ δυστοπική. Χωρίς την δημοκρατία, οι νόμοι, κάθε πτυχή της ζωής μας θα ήταν προνόμιο του ενός ή μιας χούφτας ανθρώπων. Παρόλα αυτά πολλοί πιστεύουν ότι δεν έχουμε δημοκρατία. Μήπως έχουν δίκιο;
…
Μπορεί το ερώτημα να ακούγεται και αφελές, αφού σε πρακτικό επίπεδο εξασφαλίζεται το δικαίωμα της συμμετοχής μας στην δημοκρατία με την ψήφο μας. Συνηθίζουμε να ψηφίζουμε με βάση τις πολιτικές μας ιδεολογίες, τις οικονομικές μας προσδοκίες ή ακόμη και την οργή ή την απογοήτευσή μας από μια κυβέρνηση, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να λέμε ότι έχουμε δημοκρατία.
Το 1951, ο νομπελίστας οικονομολόγος Kenneth Arrow στην εργασία του «Η δυσκολία στην αντίληψη του κράτους πρόνοιας», παρουσίασε το «Θεώρημα της Ανεφικτότητας», σύμφωνα με το οποίο κανένα εκλογικό σύστημα δεν εγγυάται την απόλυτη δημοκρατία, όταν υπάρχουν πάνω από 3 κόμματα.
Αν εξαιρέσουμε από την ανάλυση εδώ δύο εκλογικά συστήματα, το σύστημα με πόντους ή συντελεστές και το σύστημα ψήφου αποδοχής, τα οποία δεν μας αφορούν και δεν χρησιμοποιούνται ευρέως, μας μένουν δύο που έχουν άμεση σχέση με την χώρα μας, το σύστημα της απλής πλειοψηφίας και το σύστημα με γύρους που χρησιμοποιείται στις εκλογές της αυτοδιοίκησης.
Σύμφωνα με το θεώρημα του Άροου το σύστημα της απλής πλειοψηφίας, δηλαδή το σύστημα όπου το κόμμα/ ο υποψήφιος με τις περισσότερες ψήφους κερδίζει, είναι βαθιά προβληματικό γιατί αγνοεί την λαϊκή βούληση. Για να το εξηγήσουμε απλά, σκεφτείτε ότι έχουμε εκατό ψηφοφόρους και τρία κόμματα, το Χ, το Ψ και το Ω. Οι 40 ψηφίζουν το Χ, οι 30 το Ψ και οι υπόλοιποι 30 το Ω. Παρότι η απλή πλειοψηφία των 40 αρκεί να βγάλει το κόμμα Χ ως νικητή των εκλογών, το υπόλοιπο 60% που είναι και μεγαλύτερο ποσοστό παραμερίζεται και αγνοείται. Αν πάλι οι 50 ψήφιζαν το Χ, οι 20 το Ψ και πάλι οι υπόλοιποι 30 το Ω, όχι μόνο κερδίζει το Χ, αλλά το αποτέλεσμα δείχνει κι έναν διχασμό ανάμεσα στην μικροκοινωνία των 100 ψηφοφόρων. Σε κάθε περίπτωση, όποιο κι αν είναι το ποσοστό με το οποίο το πρώτο κόμμα κερδίζει, είναι δεδομένο ότι οι πολιτικές που θα ακολουθηθούν δεν θα εκφράζουν το υπόλοιπο σώμα των ψηφοφόρων.
Για να το φέρουμε σε πραγματικά νούμερα, στην Ελλάδα των 10.724.599 το 2019 εγγεγραμμένοι ήταν 9.984.934 στις λίστες του εκλογικού σώματος, αριθμός που είναι λογικά λανθασμένος αν λάβουμε υπόψιν ότι πολλοί παραμένουν στους εκλογικούς καταλόγους παρότι είναι θανούντες. Έστω όμως ότι αυτός είναι ένας πραγματικός αριθμός.
Στις εκλογές του 2019, ψήφισαν στο σύνολο έγκυρα 5.649.527, είχαμε 77.477 άκυρα, 42.640 λευκά και η αποχή ανερχόταν στους 4.192.719. Η Νέα Δημοκρατία κέρδισε με 2.251.618 ψήφους, ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ με 1.781.057, το ΚΙΝ.ΑΛ. με 457.623, το ΚΚΕ με 299.621 η Ελληνική Λύση με 209.290 και το ΜΕΡΑ25 με 194.576.
Το πρώτο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε με βάση την θεωρία του Άροου είναι ότι, η απλή πλειοψηφία των ψήφων είναι μια κοινωνική μειοψηφία στο σύνολο των ψήφων. Επίσης, αν αθροίσουμε όλα τα αποτελέσματα των κομμάτων εκτός της Νέας Δημοκρατίας είναι προφανές ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας δεν εκφράζεται από το κόμμα που νίκησε. Κοινωνιολογικά, το δεύτερο αποτέλεσμα που θα μπορούσαμε ενδεχομένως να βγάλουμε, είναι ότι αθροίζοντας το σύνολο των ψήφων ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝ.ΑΛ, ΚΚΕ και ΜΕΡΑ25, ακόμη και αν αθροίζαμε την Νέα Δημοκρατία μαζί με την Ελληνική Λύση, το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας και πάλι δεν είναι υπέρ των κεντροδεξιών/δεξιών κομμάτων. Αν προσθέσουμε δε τα άκυρα και τα λευκά που μετράνε ως ψήφοι διαμαρτυρίας, το διάστημα μεταξύ νικητή και έκφραση λαϊκής βούλησης μεγαλώνει.
Και μετά έχουμε τις εκλογές με γύρους, ένα παράδειγμα γνωστό μέσω των εκλογών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των γαλλικών εκλογών.
Και πάλι σύμφωνα με το θεώρημα του Άροου, αν πάρουμε για παράδειγμα 100 ψηφοφόρους με επιλογές Χ, Ψ, και Ω κόμμα. Για τους 45 ψηφοφόρους, η πρώτη τους επιλογή είναι το κόμμα Χ, δεύτερη το Ψ και τρίτη το Ω. Για τους 25, πρώτη επιλογή είναι το κόμμα Ψ, δεύτερη το Ω και τρίτη το Χ. Και για τους υπόλοιπους 30, πρώτη επιλογή είναι το Ω, δεύτερη το Ψ και τελευταία το Χ.
Δεδομένο είναι ότι για κανέναν ψηφοφόρο η 3η του επιλογή είναι ανούσια, αφού κανένας δεν θα κατέληγε να δώσει την μια και μοναδική του ψήφο στην τρίτη και τελευταία του επιλογή. Θα έμενε ανάμεσα στην πρώτη και στην δεύτερη. Αν κάποιος ρίξει μια στρατηγική ψήφο στην δεύτερη επιλογή του, θα ήταν για να αποφύγει να εκλεγεί αυτός που φαίνεται να παίρνει τις περισσότερες ψήφους. Αν πάλι δεν εκφράζεται από κανέναν από τα παραπάνω κόμματα, θα απέχει, αφού για αυτόν η ψηφοφορία δεν έχει νόημα.
Στο παραπάνω παράδειγμα, βλέπουμε ότι το Ψ κόμμα αποκλείεται στον πρώτο γύρο. Οι ψήφοι όμως αυτών που το επέλεξαν στον πρώτο γύρο είναι σημαντικές, γιατί προς τα κάπου θα πρέπει να κατευθυνθούν στον δεύτερο γύρο. Το 25% που ψήφισε το κόμμα Ψ, είχε ως δεύτερη επιλογή το Ω. Τί γίνεται λοιπόν στην περίπτωση αυτή; Αν και οι 25 ψηφίσουν το Ω στον δεύτερο γύρο, αυτό θα κερδίσει με 55 ψήφους ενώ το κόμμα Χ, που κέρδιζε στον πρώτο γύρο θα χάσει. Τέλος, το 45% που χάνει, και πάλι δεν μπορεί να εκφραστεί πολιτικά, αφού και πάλι η πλειοψηφία έχει εντελώς αντίθετη άποψη, αν και για τους ψηφοφόρους του Ψ, το κόμμα Ω δεν ήταν η πρώτη επιλογή.
Αν λάβουμε ως παράδειγμα τις γαλλικές εκλογές, παρατηρείται το εξής φαινόμενο: οι εκπρόσωποι των κομμάτων που αποκλείονται στον πρώτο γύρο, να επηρεάζουν την ψήφο των ψηφοφόρων τους. Είναι μια κίνηση καθαρά στρατηγική, ώστε να μην εκλεγεί το κόμμα από το οποίο απέχουν περισσότερο ιδεολογικά, όμως αυτό δεν είναι δημοκρατικό.
Εδώ, όπως και στην πρώτη περίπτωση, μεγάλο ρόλο παίζουν τα γκάλοπ. Όλοι έχουμε παρατηρήσει ότι σε πολλά γκάλοπ, οι ερωτηθέντες προτιμούν ένα κόμμα ως κυβέρνηση, αλλά θεωρούν ως καταλληλότερο Πρωθυπουργό τον Πρόεδρο ενός άλλου κόμματος. Και όλοι θεωρούμε ότι είμαστε ως λαός λίγο παρανοϊκοί. Δεν είναι όμως έτσι: πρώτον, γιατί οι περισσότερες ερωτήσεις στα γκάλοπ, είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να κατευθύνουν την απάντηση και δεύτερον γιατί υπάρχει το bandwagon effect, δηλαδή το αποτέλεσμα να κατευθύνει – παρασύρει αυτόν που παρακολουθεί τα αποτελέσματα του γκάλοπ. Αν δηλαδή κάποιος παρακολουθεί το γκάλοπ και είναι αναποφάσιστος, και το μεγαλύτερο ποσοστό ως κατάλληλος για Πρωθυπουργός ανήκει σε Χ πρόσωπο και το μικρότερο σε Ψ, να σκεφτεί ότι «αφού οι περισσότεροι θα τον ψηφίσουν και θα εκλεγεί, γιατί όχι κι εγώ;». Αυτό είναι λάθος για πολλούς λόγους, με κυριότερους όμως ότι α) τα περισσότερα γκάλοπ έχουν μικρό δείγμα και άρα το ποσοστό εκφράζει την άποψη πολλοί λίγων πολιτών και β) δεν αποτελεί πολιτική στάση.
Ο Κένεθ Άροου όμως απέδειξε και κάτι άλλο σημαντικότερο μέσα από το θεώρημα του. Επιχειρηματολόγησε στο ότι υπάρχουν 4 ιδιότητες που πρέπει να υπάρξουν για να είναι ένα εκλογικό σύστημα απόλυτα δημοκρατικό, και ότι κανένα σύστημα δεν τις περιλαμβάνει και τις 4 ταυτόχρονα;
Α) την καθολικότητα: ότι δηλαδή οι ψηφοφόροι μπορούν να αποδείξουν ποια είναι η απόλυτη σειρά προτίμησης των κομμάτων/υποψηφίων και ότι για κάθε σύνολο ψηφοφόρων το εκλογικό σύστημα εκλέγει τον ίδιο υποφήφιο/κόμμα
Β) την ανεξαρτησία από άσχετες εναλλακτικές: ότι δηλαδή ένας υποψήφιος που έχει χάσει δεν μπορεί να επηρεάζει την ψήφο και να αλλάζει τον νικητή
Γ) την αποτελεσματικότητα κατά Paretto: την απόλυτη ομοφωνία, ή ότι όλοι οι ψηφοφόροι ψηφίζουν τον ίδιο υποψήφιο και άρα το σύστημα δεν επιλέγει άλλον
Δ) και τέλος την Μη-Δικτατορικότητα: ή ότι το αποτέλεσμα του εκλογικού συστήματος δεν μπορεί να εξαρτάται από την βούληση ενός και μόνο ατόμου.
Ίσως όλα τα παραπάνω να ακούγονται τεχνικά και περίπλοκα, ίσως να είναι και ο λόγος που ο Ουίνστον Τσώρτσιλ είχε πει ότι «η δημοκρατία είναι η χειρότερη μορφή διακυβέρνησης – εκτός από όλες τις άλλες που έχουν δοκιμαστεί», πάντως μαθηματικά τουλάχιστον έχει αποδειχτεί μέσω του «θεωρήματος της ανεφικτότητας» ότι έχει πολλά κενά και τυφλά σημεία που δεν μπορεί να ξεπεράσει. Και όσοι έχουν καταλάβει τα παραπάνω, ίσως και να αναρωτιούνται τί απομένει εκτός από την αποχή; Και τελικά, η αποχή είναι πολιτική στάση ή ένδειξη διαμαρτυρίας;
Κυκλοφορεί μια φήμη ότι με αποχή 50+1 ή 60+1, ακυρώνονται αυτομάτως οι εκλογές και δεν μπορούν να κατέβουν οι ίδιοι υποψήφιοι. Αυτό πρέπει να είναι το καλύτερο ελληνικό hoax μιας και κάτι τέτοιο δεν ισχύει ούτε στο Σύνταγμα ούτε στον εκλογικό νόμο. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αυτό θα σήμαινε αυτομάτως ότι μια ακόμη πιο μικρή πλειοψηφία θα κυβερνούσε. Και από τα παραπάνω παραδείγματα εμφανώς η δημοκρατία είναι ένα σύστημα με πολλές δικλείδες ασφαλείας, όπου η απλή πλειοψηφία, είναι μια μικρή ολιγαρχία που κυβερνά τους πολλούς.
Από την άποψη όπου το άτομο ιδεολογικά δεν εκφράζεται από το πολιτικό σύστημα ή τα κόμματα και διαφωνεί με αυτά, από την άποψη ότι τα κόμματα δεν συμπεριλαμβάνουν τις απόψεις του, σαφώς και η αποχή είναι πολιτική στάση. Η αποτελεσματικότητα της αποχής θα ήταν εμφανής αν ένα μεγάλο ποσοστό άνω του 60% δεν ψήφιζε γιατί αυτόματα η μειοψηφία δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον κυρίαρχο λαό. Γιατί απλούστατα, όταν πλειοψηφεί, χωρίς να παράγει νομιμότητα αναδεικνύει την παρανομία της μειοψηφίας που θα προσπαθήσει να κυβερνήσει.
Πολλοί εκλαμβάνουν την αποχή ως «σιωπηρή συναίνεση», όμως υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους κάποιοι δεν θέλουν να ψηφίσουν. Από το «είμαι θυμωμένος», «περνάω μια οικονομική κρίση για την οποία θεωρώ ότι υπεύθυνοι είναι οι πολιτικοί», «είμαι απογοητευμένος», μέχρι και το «δεν θεωρώ ότι ξέρω πολλά γύρω από την πολιτική για να ασκήσω το δικαίωμά μου». Μέσω όμως της αποχής από την «δημοκρατική διαδικασία των εκλογών», οι κοινωνιολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες εξάγουν συμπεράσματα. Όπως, ότι η αποχή αφορά το ίδιο όλα τα υποψήφια κόμματα. Επίσης θεωρούν ότι η αποχή θα πρέπει να βλάψει αυτόν που είναι η προτιμώμενη εναλλακτική των ψηφοφόρων.
Για να το θέσω απλά, αν κάποιος ψηφοφόρος θέλει να βλάψει το κυβερνόν κόμμα, τότε είναι προτιμότερο να ψηφίσει παρά να απέχει, με το υπάρχον σύστημα…
Μια λύση για να αποκτήσει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ο κόσμος στα κοινά και την δημοκρατία, θα ήταν ένα αμεσοδημοκρατικό σύστημα με κάθε αλλαγή/νόμο να περνά από την ψήφο του λαού. Η τεχνολογία γι’ αυτό υπάρχει. Αυτό που μάλλον δεν υπάρχει είναι η θέληση από την πλευρά των κυβερνώντων. Το ελβετικό σύστημα άλλωστε έχει δείξει ότι η αμεσοδημοκρατία μπορεί να πετύχει και να φέρει κοινωνικές αλλαγές. Αυτό που απαιτείται είναι η βούληση του λαού γι’ αυτό. Άλλωστε πάντα ο λαός σώζει τον λαό.
Φωτογραφία εξωφύλλου: Belle Atelier