Καθόμουνα, που λέτε, στην αυτοκινητάρα μου και αγνάντευα το πέλαγος και τα σχετικά, έξω έβρεχε και λυσομανούσε και η θάλασσα ήτανε ανταριασμένη και τα σχετικά κι όλα ήταν μούρλια και μια ομορφιά μοναδική και διάβαζα ένα παλιό γαλλικό παραμύθι κι είχα στρίψει κι ένα στριφτό τσιγάρο και πολύ το απολάμβανα, όταν χτύπησε το κινητό μου.
Δεν έβρισα από μέσα μου ούτε με κατηγόρησα που ξέχασα να το κλείσω -τέτοια επίπεδα σοφίας είχα φτάσει εκεί κάτω στην έρημη παραλία- και το σήκωσα χωρίς πολλά πολλά κι απάντησα σα κύριος “Παρακαλώ;” γιατί δεν έχω απ’ αυτά τα μαραφέτια που σου δείχνουν ποιός σε καλεί και η αλήθεια είναι ότι παλιά είχα αλλά μου χαλούσε όλη την έκπληξη που έβλεπα ποιός καλούσε και τώρα πολύ το διασκεδάζω που δεν έχω ιδέα ποιός καλεί -“σαν τον παλιό καλό καιρό!”- και μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε, αυτός που του χρωστάς ή αυτός που σου χρωστάει και μπορεί να είναι η γιαγιούλα σου, ας πούμε, να σου πει ότι έχει φουρνίσει κουλούρες, αν θες, ή μπορεί να είναι η Γ’ ΔΟΥ ας πούμε, και το σηκώνω που λέτε και λέω “Παρακαλώ;” και πριν προλάβω να καταλάβω ποιός είναι, συνειδητοποιώ ότι είναι Τρίτη, και τις Τρίτες γενικώς, πολύ τις συμπαθώ, και ακούω μια γυναικεία φωνή, από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, που λένε, κάτι που δεν ισχύει βέβαια γιατί μιλούσαμε και οι δυο μέσω του ασύρματου δικτύου, και λέει:
“Έλα, τι κάνεις;”
“Μια χαρά! Ποιός είναι;”
και μου λέει η φωνή:
“Το πεπρωμένο”
κι εγώ λέω
“Τι εννοείς το πεπρωμένο;”
“Το πεπρωμένο σου είμαι”
“Και πως ξέρεις τον αριθμό μου;” είπα, ερώτηση που μου ακούστηκε γελοία, αλλά αυτή κατέβασα εκείνη τη στιγμή κι εκείνο μου λέει:
“Τι σόι ερώτηση είναι αυτή; Αφού είμαι το πεπρωμένο σου!..”
κι εγώ λέω
“Α, καλά..”
“Τι κάνεις;”
“Είμαι στη παραλία και απολαμβάνω τη βροχή”
“Φυσάει;”
“Φουλ! Εκεί;”
“Κι εδώ φυσάει. Χθες που γυρνούσα από κάπου φυσούσε τόσο που νόμιζες ότι θα σηκώσει το αυτοκίνητο στον αέρα..”
“Ναι, ε;”
“Ναι!..”
“…”
Μια παύση αμηχανίας με σταμάτησε και η Κυρία Πεπρωμένο τη προσπέρασε γρήγορα και μου λέει:
“Άκου.. Έχεις έτοιμο, γραμμένο, κανά καλό παιδικό παραμύθι;”
“Ναι αμέ! Πολλά!”
Πράγμα που δεν ήταν μακριά από το να χαρακτηριστεί ψέμα, γιατί δεν είχα έτοιμο κανένα παραμύθι, ας πούμε, κι εκείνη μου λέει
“Να ‘ρθω το βράδυ να τα πούμε από κοντά;”
“Ναι, αμέ!”
“Tι ώρα σε βολεύει;”
“Α, μετά τις εννιά, ας πούμε;”
“Εντάξει. Μετά τις εννιά.”
“Θα τα πούμε το βράδυ λοιπόν”
“Εντάξει. Το βράδυ.”
“Γεια! Το βράδυ λοιπόν..”
“Όκεη.. Το βράδυ..”
Έκλεισα το τηλέφωνο, έριξα μια τελευταία ματιά στην ανταριασμένη θάλασσα κι έβαλα μπρος το αυτοκίνητο.
Έπρεπε να επιστρέψω στην πόλη…
*Φωτογραφία εξωφύλλου: leflambeur