Πώς ο θάνατος εργαζομένων γυναικών από υπερβολική ραδιενέργεια προκλήθηκε από την βιομηχανία ρολογιών στις αρχές του 20ου αιώνα…
…
Κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι στρατιώτες χρησιμοποιούσαν το διάσημο ρολόι με καντράν από ράδιο, το οποίο ήταν πολύ χρήσιμο για να βλέπουν την ώρα στο σκοτάδι αφού το υλικό φωσφόριζε. Η μαζική ζήτηση αυτών των ρολογιών οδήγησε στην ανάπτυξη σχετικής βιομηχανίας στην Αμερική, η οποία προσλάμβανε γυναίκες για την κατασκευή τους, με πολύ καλούς μισθούς.
Εκείνη την εποχή παρατηρήθηκε πως τα ρολόγια τσέπης δεν ήταν πρακτικά ούτε για τους στρατιώτες αλλά ούτε και για έναν απλό άνθρωπο, έτσι ήρθαν στο προσκήνιο τα ρολόγια χειρός. Αρχικά, τα εργοστάσια παρήγαγαν ρολόγια με σκούρο καντράν όμως δεν διευκόλυνε και πάλι τους στρατιώτες οι οποίοι την νύχτα δεν μπορούσαν να δουν την ώρα. Έτσι, έπρεπε το καντράν να έχει ένα χρώμα το οποίο είναι ευδιάκριτο σε όλες τις συνθήκες, αλλά και να μην είναι με αλουμίνιο και καθρεφτίζει στους αντιπάλους. Ποιο ήταν λοιπόν αυτό το υλικό; Το ράδιο που ανακάλυψαν η Μαρί και Πιέρ Κιουρί δύο δεκαετίες πριν.
Το μοναδικό αυτό χημικό στοιχείο, είχε άγνωστες ιδιότητες και κανένας δεν γνώριζε ακριβώς την «δύναμή» του. Η Μαρί Κιουρί κατά το 1890, το αποκαλούσε «υπέροχο ράδιο» παρά το γεγονός ότι είχε υποστεί εγκαύματα από αυτό. Ακόμη και ο Πιέρ Κιουρί το απέφευγε γιατί φοβόταν τις συνέπειες με την επαφή του. Αργότερα μάλιστα, η Κιουρί πέθανε λόγω της συνεχούς έκθεσης στην ραδιενέργεια, όπως και πολλοί ακόμη μελετητές.
Το ράδιο τότε είχε χρησιμοποιηθεί για την θεραπεία του καρκίνου και είχε τεράστια επιτυχία. Κανείς παρ΄ όλα αυτά δεν γνώριζε πως η επανειλημμένη επαφή ήταν βλαβερή και επικίνδυνη. Επίσης, πολλοί το θεωρούσαν ευεργετικό για αυτό και το χρησιμοποιούσαν σε καλλυντικά και είδη υγιεινής.
Τα μεγαλύτερα εργοστάσια ραδίου των Η.Π.Α. ήταν η U.S. Radium Corporation και η Radium Dial, οι οποίες προσλάμβαναν νεαρές γυναίκες για τον σχεδιασμό ρολογιών και καντράν με αυτοφωτιζόμενη μπογιά. Ενώ οι επιστήμονες των εργοστασίων γνώριζαν με τις έρευνες τους ότι το συγκεκριμένο χημικό στοιχείο ήθελε προσεκτικό χειρισμό, ενημέρωσαν τους ανωτέρους τους, οι διευθυντές και οι ιδιοκτήτες όμως ποτέ δεν ενημέρωσαν το υπόλοιπο προσωπικό. Αντιθέτως, διαβεβαίωναν τους εργαζομένους ότι είναι ακίνδυνο.
Τα εργοστάσια προτιμούσαν τις γυναίκες για αυτό το πόστο γιατί είχαν λεπτεπίλεπτα χέρια, ήταν προσεκτικές στον απαιτητικό σχεδιασμό και στις λεπτομέρειες και ονομάζονταν «ραδιενεργά κορίτσια». Οι θέσεις ειδικά για εκείνη την εποχή ήταν πολύ καλά αμειβόμενες, για αυτό και προσέλκυσαν ακόμη περισσότερη προσοχή. Κατά την εργασία τους κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες ραδιενεργού υλικού αφού είχαν εντολή να λεπταίνουν την άκρη του πινέλου στα χείλη τους, χωρίς όμως να είναι ενήμερες για τους κινδύνους. Οι γυναίκες πήγαιναν καθημερινά στα εργοστάσια φορώντας τα «καλά» τους για να βγαίνουν αμέσως μετά την δουλειά τους για χορό και βόλτες, καθώς η σκόνη Undark έκανε τα φορέματά τους να λάμπουν. Παράλληλα, έβαφαν τα νύχια, τα δόντια και τα χείλη τους και για αυτό πολλοί τις αποκαλούσαν «γυναίκες φαντάσματα». Η λάμψη αυτή ήταν σύμβολο κύρους και κοινωνικού status.
Όμως τα προβλήματα υγείας δεν άργησαν να εμφανιστούν. Η πρώτη γυναίκα που παρουσίασε συμπτώματα ήταν η Mollie Maggia τον Ιανουάριο του 1922, η οποία υπέφερε από πονόδοντο και επισκέφτηκε αρμόδιο γιατρό, που την παρέπεμψε το εργοστάσιο που δούλευε στο Νιού Τζέρσεϊ. Αρχικά, ο γιατρός της είπε πως έχει έναν απλό πονόδοντο και πως θα της περάσει με τον καιρό. Η ίδια λόγω της κατάστασης της απευθύνθηκε σε οδοντίατρο ο οποίος πρώτα εντόπισε ένα σάπιο δόντι. Όταν αφαίρεσε το δόντι βγήκε μαζί και ένα κομμάτι της γνάθου, το οποίο μετέπειτα έγινε στάχτη. Τελικά, ανέπτυξε έλκη στο στόμα τα οποία ήταν γεμάτα πύον και αιμορραγούσαν και η ασθένεια προχώρησε και στο υπόλοιπο σώμα. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου πέθανε από μαζική αιμορραγία.
Το ίδιο διάστημα όλο και περισσότερες εργαζόμενες αρρώσταιναν και εμφάνιζαν όμοια συμπτώματα με την Maggia. Μεταξύ των ζωγράφων καντράν παρατηρήθηκαν επώδυνα συμπτώματα όπως χαλαρά, σάπια και γεμάτα έλκη ούλα και δόντια και κάποιες ταυτόχρονα είχαν αναιμία, νέκρωση γνάθου, κατάγματα και στειρότητα. Οι εταιρίες ρολογιών δήλωσαν πως δεν έχουν καμία ευθύνη ή ανάμειξη και με σκοπό να «κουκουλώσουν» το ζήτημα και να πλήξουν την φήμη των γυναικών ισχυρίζονταν πως έπασχαν από σύφιλη. Αξίζει να σημειωθεί πως πολλοί γιατροί συνεννοήθηκαν με τα εργοστάσια να μην δημοσιεύσουν την αληθινές αιτίες. Επομένως, όλος ο κόσμος πίστευε ακόμη πως το ράδιο είναι ασφαλές.
Με αφορμή λοιπόν το γεγονός ότι η ασθένεια εξαπλωνόταν, ο παθολόγος Χάρισον Μάρτλαντ ο οποίος μελέτησε αναλυτικά και συμπέρανε το 1925 πως οι γυναίκες πράγματι δηλητηριάζονταν από το θανατηφόρο χρώμα που περιείχε ράδιο. Η διαρκής και απροστάτευτη έκθεση στην ραδιενέργεια είχε ως αποτέλεσμα τα σοβαρά προβλήματα υγείας τα οποία οδηγούσαν σε θάνατο. Φυσικά, τα εργοστάσια για άλλη μια φορά αρνούνταν τους ισχυρισμούς και προσπάθησαν να κρύψουν τα ευρήματα. Αυτή την φορά δεν πέτυχε γιατί οι άρρωστες γυναίκες αποφάσισαν να δικαιωθούν και να προστατεύσουν τις συναδέλφους τους, που εξακολουθούσαν να δουλεύουν για να στηρίξουν τις οικογένειές τους οικονομικά.
Η πρώτη που κινήθηκε νομικά εναντίον του ραδίου ήταν η εργαζόμενη Grace Fryer. Η όλη διαδικασία ήταν χρονοβόρα καθώς οι περισσότεροι δικηγόροι απέρριπταν την υπόθεση, οι μάρτυρες ήταν τόσο άρρωστες σε σημείο να μην μπορούν καν να παραβρεθούν και να ορκιστούν στο δικαστήριο. Το 1927 ο Ρέιμοντ Μπέρι ανέλαβε ως δικηγόρος. Στη συνέχεια, 5 θύματα του ραδιενεργού χρώματος συσπειρώθηκαν και έγιναν ομάδα στην μήνυση. Τα ΜΜΕ της εποχής έριξαν φως στην υπόθεση και η κοινή γνώμη αντέδρασε απαιτώντας την απονομή της δικαιοσύνης. Η U.S. Radium Corp. εξακολουθούσε να αρνείται τις κατηγορίες. Έως και το 1938 αν και γίνονταν ακατάπαυστες προσπάθειες, δεν κατάφεραν να δικαιωθούν. Η μοναδική υπόθεση που κέρδισε ήταν της Catherine Wolfe Donohue, η οποία ήταν βαριά άρρωστη και μόνο τότε διευθετήθηκε το θέμα.
Για χρόνια ολόκληρα άνθρωποι εργάζονταν με την θανατηφόρα μπογιά Undark, θέτοντας την ζωή τους σε κίνδυνο δίχως όμως να το γνωρίζουν. Οι εργοδότες και οι επιστήμονές τους, γνώριζαν τον βαθμό σοβαρότητας αλλά αρνούνταν να αναγνωρίσουν δημοσίως ότι οι υπάλληλοί τους αρρώσταιναν και πέθαιναν εξαιτίας του ραδίου και της τεχνικής που έπρεπε να ακολουθούν.
Η περίπτωση των «ραδιενεργών κοριτσιών» έμεινε στην ιστορία τόσο για την παραπληροφόρηση και την παραπλάνηση των υπαλλήλων και της κοινής γνώμης, όσο και για την αφορμή θέσπισης κανονισμών υγείας και ασφαλείας με νομοθεσίες, σε χώρους εργασίας.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: CNN