Το άσπρο άλογο κάλπαζε φρενιασμένα ανάμεσα από τους σκεπασμένους με χιόνι λόφους. Ο καβαλάρης το σπιρούνιζε αγριεμένα και το πίεζε να τρέξει όλο και πιο γρήγορα. Οι οπλές του ζώου σημάδευαν το φρέσκο χιόνι, την ώρα που ο ήλιος ξεπρόβαλε μέσα από το άγριο δάσος. Σε λίγο οι δρόμοι θα γέμιζαν με ταξιδιώτες και αγροτικά κάρα, δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο… Ο καβαλάρης έριξε μια φευγαλέα ματιά στο βάθος της κοιλάδας, εκεί που το φως του ήλιου άρχιζε να φωτίζει τα ψηλά πέτρινα τείχη της πόλης, και το κάστρο που ξεχώριζε, ακόμα και από τόσο μακριά. Υπολόγισε πως μέχρι το μεσημέρι θα τα κατάφερνε να φτάσει, αν και δεν ήταν σίγουρος ότι το άλογο του θα άντεχε. Ξεκίνησαν δυο ώρες πριν χαράξει, κάτω από το φως του σχεδόν γεμάτου φεγγαριού – σήμερα ήταν η πανσέληνος – και τώρα που ο ήλιος ξεπρόβαλε δειλά δειλά, έπρεπε να βιαστούν. Το μήνυμα που μετέφεραν δεν μπορούσε να περιμένει. Το ήξερε πως η αποστολή του ήταν πολύ σημαντική. Πως έπρεπε να την προστατέψει με την ίδια του τη ζωή. Ναι, αυτές ήταν οι λέξεις που είχε χρησιμοποιήσει «εκείνος»… Κάλπαζε για τρεις ολόκληρες μέρες. Ξεκουραζότανε ελάχιστα, πιο πολύ για το άλογό του. Δεν μπορούσε όμως να κοιμηθεί. Τρεις μέρες τώρα, άυπνος. Στριφογυρνούσανε τόσα πράγματα στο μυαλό του. Προσπαθούσε να συλλάβει το σχέδιο στο οποίο συμμετείχε. Στο οποίο τον είχαν μπλέξει δυνάμεις μεγαλύτερες από εκείνον, και πρόσωπα πολύ ισχυρότερα. Πρόσωπα που είχε ορκιστεί ότι θα υπηρετεί, με την ίδια του την ζωή. Το έμβλημα στην κόκκινη στολή που φορούσε κάτω από τον γκρίζο μανδύα του, το ίδιο έμβλημα που ήταν χαραγμένο στην λαβή του ξίφους του, αυτό υποδήλωνε. Πως ήταν ιππότης του βασιλιά, και είχε ορκιστεί πίστη και αφοσίωση στον ίδιο και στη χώρα του.
Πέρασε τις βαριές πύλες την ώρα που οι καμπάνες σήμαιναν μεσημέρι. Τα είχε καταφέρει. Σύντομα θα παρέδιδε το μήνυμα, η αποστολή του θα τελείωνε με επιτυχία. Και μετά…? Δεν ήξερε. Αυτήν την στιγμή δεν τον ένοιαζε. Πίστευε πάντως πως ο ρόλος του δεν θα τελείωνε σε αυτήν την πράξη. Κατευθύνθηκε προς το κάστρο, μέσα από ένα λαβύρινθο από δρόμους γεμάτους κόσμο, πάγκους πλανόδιων πωλητών και αυτοσχέδιες σκηνές όπου παλιάτσοι και ταχυδακτυλουργοί δίνανε παραστάσεις. Δεν άργησε να φτάσει μπροστά σε μια γέφυρα που ένωνε τις δυο όχθες μιας τάφρου, γεμάτης με πίσσα, βρώμικα νερά και ακαθαρσίες. Έδειξε στους φρουρούς ένα χρυσό δαχτυλίδι με το θυρεό του βασιλείου και εκείνοι με μια υπόκλιση τον άφησαν να περάσει. Λίγα λεπτά αργότερα περπατούσε σε ένα φαρδύ διάδρομο. Τον οδηγούσαν να συναντήσει τον ίδιο τον βασιλιά. Για αυτόν ήταν το μήνυμα που μετέφερε. Όσο όμως περπατούσε κάτω από τις βαριές σκιές των πέτρινων τοίχων, μια σκέψη, μια σκέψη γεμάτη αμφιβολίες τον πλημμύρισε. Είχε την αδιόρατη αίσθηση ότι παραδίδοντας αυτό το μήνυμα, δεν βοηθούσε τον βασιλιά του. Το αντίθετο μάλιστα. Γύρω του ένιωθε να πλανάται μια αίσθηση κινδύνου. Μια αίσθηση προδοσίας…
*Φωτογραφία εξωφύλλου: The Soul of a Mustang by Victoria Ivanova