Το 1996 ψήφισα για πρώτη φορά. Ακόμη θυμάμαι την ικανοποίηση που ένιωσα βγαίνοντας από το εκλογικό κέντρο. Την ικανοποίηση της συμμετοχής σε μια διαδικασία νομιμοποίησης και ισχυροποίησης της δημοκρατίας. Την ικανοποίηση ότι η δικιά μου φωνή έχει την ίδια βαρύτητα με όλων των άλλων. Την ικανοποίηση ότι στο βαθμό που μου αναλογεί, έχω άποψη για το μέλλον της χώρας μου και την εκφράζω έμπρακτα. Θυμάμαι ακόμη ότι η επιλογή μου ήταν προϊόν σκέψης, ανταλλαγής απόψεων και εσωτερικής τριβής – αλήθεια, γνωρίζετε ότι “ψήφος” κυριολεκτικά σημαίνει τη μικρή πέτρα που έχει λειανθεί με τριβή;
Αυτό που δεν γνώριζα όμως εκείνη τη στιγμή, ήταν πως για πρώτη φορά από το 1958 το ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές έπεφτε κάτω από το 80%. Για την ακρίβεια ανήλθε στο 76,34%. Και αυτή ήταν η απαρχή μιας τάσης που συνεχίστηκε και συνεχίζεται ακόμη, με αποκορύφωμα το 2019, όταν το ποσοστό αποχής ανήλθε στο 42,09%. Σχεδόν 4 στους 10 Έλληνες με δικαίωμα ψήφου, δεν άσκησαν το δικαίωμα τους. Και το ποσοστό αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερο στους νέους κάτω των 26 ετών.

Αρχικά αναρωτήθηκα εάν πρόκειται για ελληνικό προνόμιο. Μια γρήγορη έρευνα όμως έδειξε ότι αυτή η τάση εμφανίζεται και σε άλλες χώρες, κυρίως ευρωπαϊκές, όπου στις τελευταίες αναμετρήσεις καταγράφονται τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής από τη δεκαετία του ’40. Παρά τις διαφορετικές αιτίες στις οποίες μπορεί να οφείλεται το φαινόμενο σε κάθε μια χώρα, η διαπίστωση είναι κοινή και αδιαμφισβήτητη: πρόκειται για κρίση της δημοκρατίας και της εκλογικής διαδικασίας.
Μάλλον δεν είναι η κατάλληλη εποχή να είσαι καλός δημοκράτης. Η γιγάντωση των κοινωνικών δικτύων, το τρομακτικό μέγεθος των πληροφοριών και οι ασύλληπτες ταχύτητες με τις οποίες αυτές κινούνται και διοχετεύονται στο κοινό, προσφέρουν εύφορο έδαφος για παραπληροφόρηση και πολύ “θόρυβο”, ενώ εύκολα χάνεται το μέτρο και αναζητείται η κοινή λογική. Είναι δύσκολο ο πολίτης σήμερα να διακρίνει την πραγματική είδηση, να αξιολογήσει το περιεχόμενο αυτής και να την αξιοποιήσει προς όφελος δικό του και της κοινωνίας. Εύκολα πέφτει θύμα εντυπωσιασμού, λαϊκισμού και παραπληροφόρησης, με τελικό αποτέλεσμα συχνά την απαξίωση της εκλογικής διαδικασίας σαν ένδειξη δυσαρέσκειας, σκεπτικισμού, απόρριψης και απώλειας εμπιστοσύνης.

Σε ένα άρθρο των Dr. C. Emmons, C. Vickery και E. Shein, που δημοσιεύτηκε στο Foreign Policy, γίνεται αναφορά σε απώλεια εμπιστοσύνης που οδηγεί στην αποχή. Απώλεια εμπιστοσύνης σε τρία επίπεδα: προσωπική που αντανακλά το επίπεδο της προσωπικής εμπιστοσύνης που νιώθουν οι ψηφοφόροι προς τους εκλεγμένους αξιωματούχους τους, διαδικαστική, που αφορά στη διαδικασία των εκλογών και θεσμική, η εμπιστοσύνη που συνδέεται με τους θεσμούς.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης στα πρόσωπα αποτελεί σίγουρα παράγοντα της δικής μας περίπτωσης. Και πώς αλήθεια, να μην θεωρούνται αναξιόπιστα, όταν υπόσχονται «λεφτά που υπάρχουν», αλλά την επόμενη μέρα η χώρα πανικόβλητη αναζητά δανειστές για να πληρώσει μισθούς και συντάξεις. Όταν φωνάζουν πώς θα «διαγράψουν μνημόνια με ένα νόμο και ένα άρθρο», αλλά η πραγματικότητα τους οδηγεί σε ακόμη ένα μνημόνιο. Όταν διατείνονται ότι θα «ακυρώσουν διεθνή συμφωνία» για το όνομα της Βόρειας Μακεδονίας, αλλά φυσικά δεν το κάνουν γιατί οι διεθνείς συνθήκες δεν είναι κουρελόχαρτο να το πετάς στον κάλαθο των αχρήστων. Όταν ευαγγελίζονται «κυβέρνηση αρίστων» που πνίγεται στη μετριότητα. Πώς να πιστέψει κανείς υποσχέσεις που βάζουν τη χώρα στις ράγες του εκσυγχρονισμού, όταν αυτή εκτροχιάζεται σε ένα δρομολόγιο Αθήνας – Θεσσαλονίκης; Η εμπιστοσύνη στα πρόσωπα χάνεται όταν αυτά αλλάζουν θέσεις και απόψεις σαν πουκάμισα, ακυρώνουν αξίες, πηγαινοέρχονται από το ένα κόμμα στο άλλο και έχουν κάνει τη μεταπήδηση από τον κομμουνισμό στον νεοφιλελευθερισμό κάτι σαν τη διαδρομή Παγκράτι – Κολιάτσου, όταν η λογική και η επιχειρηματολογία δίνουν τη θέση τους στον λαϊκισμό, στην παροχολογία και τις αλληλοκατηγορίες.
Εκτός από τα πρόσωπα, ούτε οι θεσμοί φαίνεται να απολαμβάνουν εμπιστοσύνης στην Ελλάδα. Σε έρευνες διεθνών οργανισμών η Ελλάδα σταθερά κατατάσσεται στις χαμηλότερες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με το επίπεδο εμπιστοσύνης των πολιτών της απέναντι στους θεσμούς, αλλά και την κυβέρνηση της χώρας. Διόλου αισιόδοξη προοπτική, έτσι; Υπό αυτό το πρίσμα, της διαρκούς απαξίωσης της πολιτικής ζωής και των θεσμών, ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό των πολιτών θεωρεί ανούσια τη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία: οι εκλογές δεν μπορούν να αλλάξουν κάτι. Κι όμως, αν κάποιος μπορεί να αλλάξει κάτι είναι οι εκλογές. Αντιθέτως, η αποχή είναι αυτή που συντηρεί τη φαυλότητα. Αν και το καθήκον μας ως πολίτες ούτε ξεκινάει, αλλά ούτε και ολοκληρώνεται στις κάλπες, η νομιμοποίηση που προσφέρει στη δημοκρατία η εκλογική διαδικασία είναι απαραίτητη για τη διατήρηση τόσο της ίδιας της δημοκρατίας, όσο και της κοινωνικής συνενοχής. Οι αλλαγές στις δημοκρατίες, είναι αποτέλεσμα ζυμώσεων και για να επιτευχθούν χρειάζεται ισχυρή πολιτική νομιμοποίηση και όχι κυβερνήσεις που προήλθαν από το 35% του 55% του εκλογικού σώματος.
Δεν τρέφω αυταπάτες για τη συμμετοχή και σε αυτές τις εκλογές, αν και ενδόμυχα εύχομαι να διαψευστώ. Και θα χαρώ ακόμη περισσότερο εάν η διάψευση αυτή προέλθει από τους 450.000 νέους ψηφοφόρους, γατί πολύ απλά η αποχή δεν είναι πολιτική στάση. Η αποχή είναι η σιωπηρή ήττα της αξιοπρέπειας μιας ολόκληρης κοινωνίας απέναντι στην αναίδεια του κατεστημένου.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: pinterest