Την επομένη των εκλογών βρεθήκαμε για τσίπουρα με δύο παλιούς καλούς φίλους. Έφτασα καθυστερημένη στο ραντεβού, ως συνήθως, και είχαν ήδη παραγγείλει. «Τι πίνουμε;» ρώτησα. «Ούζα, δεν πίνουμε σήμερα τσίπρα» μου είπαν γελώντας. Τσίπρα, για τους μη Λαρισαίους, είναι τα τσίπουρα στην τοπική διάλεκτο.
Γέλασα και γω. Και θυμήθηκα μια ιστορία, όσο μεγαλώνω αναρωτιέμαι αν είναι πραγματική ή αν είναι αστικός μύθος, που είχε υποτίθεται διαδραματιστεί σε χωριό της περιοχής στις αρχές τις δεκαετίας του ΄80 σε καφενείο ένα βράδυ πριν από κάποιες εκλογές. Η πολιτική συζήτηση έχει φουντώσει, η κατάσταση αρχίζει να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο και ο ιδιοκτήτης αποφασίζει να αναλάβει δράση ανακοινώνοντας στους πάντες ότι ήρθε η ώρα να πάνε στα σπίτια τους και ότι δεν πρόκειται να σερβίρουν κανέναν. Τότε, ένας άνδρας, με γνωστή τη φήμη στο χωριό σχετικά με τον προικισμένο ανδρισμό του και αρκετά μεθυσμένος, σηκώνεται όρθιος, φωνάζοντας «τσίπρο» -ο ενικός του τσίπρα- και απαιτεί να τον σερβίρουν. Και τον σέρβιραν. Η πολιτική αντιπαράθεση έλαβε τέλος. Δεν ξέρω αν φοβήθηκαν τον «ανδρισμό» του, το μεθύσι του ή τον χαρακτήρα του.
Αυτή η σουρεαλιστική ιστορία έχει χαραχτεί στο μυαλό μου σαν το ισοδύναμο της απόλυτης παρακμής της μεταπολιτευτικής πολιτικής ιστορίας της χώρας. Τότε που η πόλωση ήταν τεράστια, τα καφενεία ήταν μπλε και πράσινα, και μεθυσμένοι άνδρες καυγάδιζαν άγρια για τα πολιτικά -οι γυναίκες τους περίμεναν στα σπίτια στωικά-, και αδέρφια δεν μιλούσαν μεταξύ τους για μήνες πριν και μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση. Δεν ξέρω τι συνέβαινε στα αθηναϊκά αστικά σαλόνια και λέσχες της εποχής, πάντως αυτή η εικόνα είναι μέρος μιας πραγματικότητας μιας χώρας που νόμιζα ότι έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Οι φίλοι, που έπιναν ούζα και όχι «τσίπρα», προέρχονται από τον κεντροαριστερό ιδεολογικό χώρο, παλιοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ και νυν ψηφοφόροι της ΝΔ, είναι σήμερα 50 plus, μορφωμένοι και ελεύθεροι επαγγελματίες. Έχουν όλα τα χαρακτηριστικά της πληθυσμιακής μερίδας της μεσαίας τάξης που μετατοπίστηκε δεξιά μετά την αποσάθρωση και την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και θεωρεί πως έχει πληγεί περισσότερο από την διακυβέρνηση Τσίπρα και τον νόμο Κατρούγκαλου. Ένα μεγάλο μέρος της πριν γύρει προς την κεντροδεξιά του Μητσοτάκη -γιατί περί κεντροδεξιάς πρόκειται πλέον, ας μην γελιόμαστε μεταξύ μας· οι Βορίδης, Άδωνις, Πλεύρης και λοιποί ως κεντροδεξιοί θέλοντας και μη πορεύτηκαν- πέρασε από τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ο πληθυσμός που έκανε το κόμμα του 5 τοις εκατό του Αλέξη Τσίπρα σε σύντομο χρονικό διάστημα κυβέρνηση, ψηφίζοντας αντιδραστικά και καταγγελτικά στον δικομματισμό της τελευταίας τριακονταπενταετίας, και αναζητώντας την τρίτη λύση μπροστά στο αποτυχημένο μοντέλο, μπροστά στο αδιέξοδο, σε ένα φρέσκο και νέο πρόσωπο.
Τι πήγε τόσο στραβά;
Τα τις προηγούμενης εκλογικής ήττας του 2019 του ΣΥΡΙΖΑ έχουν υπεραναλυθεί. Οι 20 μονάδες όμως διαφορά και η απώλεια 650.000 ψηφοφόρων στο εκλογικό αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής, ο «πολιτικός σεισμός» όπως τον χαρακτήρισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι κυρίως ήττα του Τσίπρα παρά νίκη του Μητσοτάκη, ο οποίος κράτησε το ποσοστό του 2019 και το αύξησε κατά μία μονάδα.
Τι πήγε τόσο στραβά λοιπόν;
Πέραν του συγκυριακού, κατ΄ εμέ, αποτελέσματος του 2015, ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση, έχασε όποια φρεσκάδα του είχε απομείνει, αν του είχε απομείνει μετά τη διακυβέρνηση του σε μια μνημονιακή Ελλάδα -ας μην πούμε ξανά τα ίδια και ίδια- ως ένα τρίτο πρόσωπο, μια τρίτη λύση, επιλέγοντας να μπει σε μια διαδικασία τόσο έντονου φλερτ με τους πάλαι ποτέ ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ και την πολιτική κληρονομιά του Ανδρέα Παπανδρέου. Η διαδικασία αυτή που κορυφώθηκε κατά την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο -σχεδόν ένα χρόνο περιμέναμε πρόωρες εκλογές- δημιούργησε ένα κακέκτυπο πολιτικό μόρφωμα, αποτυγχάνοντας να αφομοιώσει τα όποια θετικά στοιχεία και να δημιουργήσει κάτι νέο εμποτίζοντας το πολιτικό αφήγημα με νέο νόημα, να κάνει μεταμορφωτική χρήση που να ανταποκρίνεται στο σύγχρονο της πραγματικότητας της χώρας, των ποιοτικών χαρακτηριστικών και των αναγκών των Ελλήνων πολιτών του σήμερα, που από ότι φαίνεται -ευτυχώς- δεν αναπολεί και δεν έχει ανάγκη τα κακώς κείμενα μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ελπίζω.
Το πνεύμα και η αισθητική της αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ, με το «πρόεδρε έλα, έλα με φόρα» της Τσαπανίδου, τον Πολάκη, την Ακρίτα και όλο το σχετικό κακό συναπάντημα, το «Μητσοτάκη γ@μι@@σαι», τους παιδοβιαστές και τη «χούντα» ή την «αυτοχούντα» όπως αναφέρεται τις τελευταίες μέρες, σε συνδυασμό με την απουσία προγράμματος που να πείθει για την εφαρμοστικότητά του, όχι μόνο κούρασε αλλά ξύπνησε μνήμες μιας Ελλάδας του τσίπρου, του καφενείου και της πόλωσης που τρόμαξε.
Και αν πρέπει να μιλήσουμε για ένα σύνδρομο, αυτό δεν είναι της Στοκχόλμης όπως αναφέρεται πολλάκις μετά την Κυριακή, αλλά του βραστού βατράχου, που μιλά για την συναισθηματική κόπωση, αυτό το είδος εξάντλησης που εμφανίζεται όταν κάποιος βρίσκεται μπλοκαρισμένος σε μια κατάσταση από την οποία φαίνεται αδύνατο να ξεφύγει καθώς σιγά σιγά τη συνηθίζει, προσαρμόζεται, συνεχίζει να την ανέχεται και τελικά τον καταστρέφει, όπως ο βάτραχος στο σχετικό πείραμα που μέσα σε μια γυάλα νερού που θερμαίνεται σταδιακά και σταθερά καταναλώνει τόση ενέργεια για να προσαρμοστεί στο περιβάλλον που στο τέλος όταν το νερό βράζει δεν έχει δυνάμεις να πηδήξει και να φύγει. Στην περίπτωσή μας οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ πήδηξαν από τη γυάλα, προφανώς γιατί η θερμοκρασία αυξήθηκε αλλοπρόσαλλα και ξαφνικά ενεργοποιώντας τα αντανακλαστικά τους.
Και αν ο Τσίπρας, έχει λίγη τσίπα θα πρέπει μετά την 25η Ιουνίου να παραιτηθεί, μια και δεν το έχει κάνει ήδη.
Αν και η διαδοχή της εξουσίας είναι ένα άλλο μεγάλο ζήτημα…
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία