Βημάτιζε σκεφτικός πάνω κάτω στο δωμάτιο. Είχε διώξει τους συμβούλους και τους υπασπιστές του. Ήθελε να μείνει μόνος. Τα νέα που του έφερε ο αγγελιοφόρος τον είχανε αναστατώσει. Σταμάτησε μπροστά στη σειρά με τα μεγάλα παράθυρα που βλέπανε στην πίσω μεριά του κάστρου και ξαναδιάβασε το γράμμα του επισκόπου. Η ζωή του τελικά διέτρεχε μεγαλύτερο κίνδυνο από όσο πίστευε. Και όχι μόνο η δικιά του. Τώρα ξαφνικά όλα ταιριάζανε. Όσα πίστευε πως ήτανε απλές συμπτώσεις. Ο άγνωστος που πριν από μερικές μέρες εισέβαλε στο κάστρο και τραυμάτισε δυο φρουρούς, το δηλητηριασμένο φαγητό και η εξαφάνιση του βοηθού του μάγειρα, οι δύο υπερβολικά γεροδεμένοι μοναχοί που εμφανίστηκαν από το πουθενά πριν χαθούν τα ίχνη τους μετά τον καυγά σε μια ταβέρνα της πόλης. Και τώρα η είδηση της δηλητηρίασης του επισκόπου και η επιδείνωση της υγείας του. Όλα συνηγορούσαν σε ένα πράγμα. Κάποιος προσπαθούσε να τον εξοντώσει. Κάποιος ήθελε τον θρόνο του. Και ήταν αδίστακτος. Όλα αυτά τα περιστατικά που τον είχαν φοβίσει τόσο πολύ τις προηγούμενες μέρες ήταν απλές προειδοποιήσεις. Κάποιος προετοίμαζε ένα καίριο χτύπημα εναντίον του. Και κινδύνευαν μαζί με αυτόν και οι άνθρωποι που ήταν δίπλα του. Που τον στήριζαν. Η δηλητηρίαση του επισκόπου το αποδείκνυε. Κι αυτός περίμενε, σαν ποντικός στην φάκα, κλεισμένος μέσα στο κάστρο του, αβοήθητος, το τελειωτικό χτύπημα. Αυτός ο άφοβος μαχητής, που η ανδρεία του ήταν χιλιοτραγουδισμένη απ’ άκρη σ’ άκρη στο βασίλειό του, φοβόταν τώρα ακόμα και τη σκιά του. Είχε ένα μήνα να βγει από το κάστρο του. Δεν πήγαινε πουθενά χωρίς την φρουρά του, έξι διαλεγμένους άντρες, τους καλύτερους ιππότες που είχε στο βασίλειό του. Κοιμόταν μόνος, χωριστά από την γυναίκα του, δεν εμπιστευότανε κανέναν. Τώρα όμως έπρεπε να βγει από το καβούκι του. Το γράμμα του επισκόπου ήταν ξεκάθαρο. Έπρεπε να πάει να τον βρει. Εκείνος ήταν πολύ άρρωστος, και αυτά που είχε να του πει δεν μπορούσαν να περιμένουν. Κι έπρεπε να βιαστεί. Αλλιώς μπορεί να ήταν πολύ αργά. Για όλους.
Ανέβηκε στο άλογό του, αγέρωχος όπως τότε που οδηγούσε τον στρατό του στην μάχη. Γύρω του οι έξι πάνοπλοι σωματοφύλακές του τον κοίταζαν με δέος. Ήταν ο βασιλιάς τους, είχαν ορκιστεί να τον υπηρετούν. Θα έδιναν και την ζωή τους για αυτόν. Και τώρα έπρεπε να τον συνοδεύσουν σε ένα ταξίδι που έμοιαζε αβέβαιο και επικίνδυνο. Ο βασιλιάς πήρε την απόφαση να πάει να δει τον επίσκοπο. Θα καλπάζανε μέρα και νύχτα. Θα σταματούσανε μόνο για απόλυτη ανάγκη και πάντα στην ερημιά. Θα τους έπαιρνε λιγότερο από δυο μέρες. Ο βασιλιάς ήλπιζε στο τέλος αυτού του ταξιδιού να βρει τις απαντήσεις που έψαχνε…
…
Είχε μόνο μια ευκαιρία και το ήξερε. Έπρεπε να είναι σίγουρος. Έπρεπε να ολοκληρώσει την αποστολή του. Στεκότανε με την πλάτη κολλημένη στον πέτρινο τοίχο του καμπαναριού. Από στιγμή σε στιγμή η πύλη απέναντί του θα άνοιγε και εφτά καβαλάρηδες θα ξεχύνονταν στους δρόμους της πόλης. Είχε μια ευκαιρία. Έπρεπε να πετύχει. Έκλεισε τα μάτια του και αφουγκράστηκε. Πέρασαν μόλις μερικές στιγμές που του φάνηκαν αιώνες. Άκουσε σαν σε όνειρο τη βαριά πύλη να ανοίγει και ποδοβολητά αλόγων να γεμίζουν την ακοή του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε για να σημαδέψει. Ακολούθησε με το βλέμμα την πομπή. Όλοι ήταν ακριβώς ίδια ντυμένοι και φορούσανε κράνη χωρίς διακριτικά. Για μια στιγμή τα έχασε. Ξαναβρήκε την ψυχραιμία του γρήγορα και συγκεντρώθηκε. Ήταν προετοιμασμένος για αυτό. Άλλωστε ήταν ο καλύτερος. Έψαχνε τις λεπτομέρειες. Έψαχνε τις διαφορές. Η πομπή έφτασε κοντά του. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα τον προσπερνούσε. Δεν είχε άλλο χρόνο. Ξαφνικά το βλέμμα του φωτίστηκε. Σημάδεψε τον δεύτερο καβαλάρη και πάτησε την σκανδάλη. Ένα βέλος έφυγε με ταχύτητα και καρφώθηκε στον λαιμό του καβαλάρη. Εκείνος τινάχτηκε τραβώντας απότομα τα χαλινάρια του αλόγου του που σηκώθηκε στα δυο του πόδια ρίχνοντας τον αναβάτη του με δύναμη στο έδαφος. Τα υπόλοιπα ζώα τρομαγμένα σταμάτησαν με τους ιππότες αλαφιασμένους και γεμάτους τρόμο να ψάχνουν με το βλέμμα τις στέγες των σπιτιών. Κάποιος ζητιάνος έδειξε την κορυφή του καμπαναριού.
Καθότανε πάλι με την πλάτη κόντρα στον πέτρινο τοίχο. Ανάσαινε γρήγορα. Άκουγε την οχλοβοή μόλις λίγα μέτρα κάτω από τα πόδια του. Χαμογέλασε. Είχε πετύχει τον σκοπό του. Ήταν ο καλύτερος. Περίμενε πως ο βασιλιάς θα ήταν πολύ προσεχτικός. Δεν θα μπορούσε όμως να αποχωριστεί το άλογό του. Το «Σημαδεμένο Άλογο». Θυμόταν λέξη προς λέξη την ιστορία που του είχε πει «εκείνος». Σε μια μάχη πριν από μερικά χρόνια ο βασιλιάς τραυματίστηκε πολύ σοβαρά. Κόντεψε να πεθάνει. Το άλογό του τον έσωσε, κουβαλώντας τον μακριά από την μάχη. Το δόρυ που τραυμάτισε τον βασιλιά είχε αφήσει ένα μεγάλο σημάδι στο κεφάλι του αλόγου του, κόβοντάς του και το ένα αυτί. Ο βασιλιάς δεν καβαλούσε ποτέ κανένα άλλο άλογο από τότε. Και αυτή η λεπτομέρεια τον πρόδωσε.
Βαριά βήματα ακούγονταν στις ξύλινες σκάλες. Τον είχαν βρει.
…
Οι δυο ιππότες έπεσαν με όλο το βάρος τους πάνω στην ξύλινη πόρτα. Την έσπασαν και βγήκαν στο πλάτωμα, στο ψηλότερο σημείο του καμπαναριού. Είδαν έναν ψηλό άντρα καθισμένο με την πλάτη στον τοίχο. Φορούσε ένα μαύρο μάλλινο μανδύα, με φαρδιά κουκούλα. Μια μεγάλη ουλή διέτρεχε το αριστερό του μάγουλο μέχρι το σαγόνι του. Είχε ένα στιλέτο καρφωμένο στο στήθος του. Δίπλα του ήταν ανοιχτό ένα μικρό σκάκι. Τα κομμάτια ήταν τοποθετημένα σε μια θέση παρμένη μάλλον από κάποια παρτίδα. Στο τετράγωνο δ5 υπήρχε ένα πιόνι που απειλούσε τον μαύρο βασιλιά. Ο βασιλιάς ήτανε ματ.