Θυμάμαι το ελεύθερο κάμπινγκ που είχα κάνει με την τότε κοπέλα μου. Ήμασταν και οι δύο νέοι, εικοσάρηδες χωρίς χρήματα όμως νιώθαμε πως ο κόσμος είναι δικαιωματικά δικός μας. Εκείνη δούλευε σε επιτροπή κέτερινγκ όσο εγώ έγραφα ιστορίες για εφημερίδες και σχεδίαζα γελοιογραφίες για πολιτικούς. Δεν βγάζαμε σχεδόν τίποτα. Και όσα βγάζαμε τα πίναμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Οι μόνες διακοπές που είχαμε φανταστεί πως θα κάναμε φέτος το καλοκαίρι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια εκδρομή στην δημοτική πισίνα (;).
Είχα κατεβάσει μια σωτήρια ιδέα. Περίμενα ως το βράδυ των γενεθλίων μου, ήμασταν ξαπλωμένοι στο ημί-ημίδιπλο κρεβάτι με τα ελατήρια να μας τρυπάνε τα πλευρά και πίναμε yägermeister με redbull.
-Σκεφτόμουν τα οικονομικά μας..
-Αχαχαχαχ, εννοείς τον κουμπαρά γουρουνάκι που στολίζει την βιβλιοθήκη;
-Δεν μας παίρνει για ενοικιαζόμενα δωμάτια όμως μπορούμε να δοκιμάσουμε το ελεύθερο κάμπινγκ.
-Σοβαρολογείς αυτή τη στιγμή;
-ΝΑΙ, άκουσε με, παλιά το έκανα όλη την ώρα με τον πατέρα μου, έχουμε ότι χρειαζόμαστε παρατημένο στο παλιό γκαράζ διπλά στην μπέμπα 2002.
-Μωρό μου είσαι τρελός!
-ΜΠΟΡΕΊ, όμως αν με ακούσεις θα έχεις μια εμπειρία που δεν φανταζόσουν ποτέ. (Παίρνει μια γερή γουλιά από το μπουκάλι.)
-ΟΚ. Ας το κάνουμε, αφού το θες κι εσύ.
Με το πρώτο σούρουπο πήγα στο γκαράζ να μαζέψω οτιδήποτε θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμο. Σκηνή, σχοινί, φακός ΑΑΑ μπαταριών, φιδάκι, ένα ηλίθιο πτυσσόμενο φτυάρι και ένας ελβετικός σουγιάς που αν κρίνω από την σκουριά πάνω του ήταν μάλλον καταγωγής. Στον δρόμο για το σπίτι σταμάτησα στο μπακάλικο να προμηθευτούμε τα απολύτως απαραίτητα. Δύο σιξ-πακ μπύρα, σπίρτα, κονσέρβες με τόνο σε νερό και δύο μπουκάλια φτηνή βότκα. Όταν έφτασα σπίτι, πάρκαρα στην γωνία και την περίμενα να κατέβει. Όταν την είδα να έρχεται προς το μέρος μου «έμεινα»… φορούσε πράσινο μαγιό με πορτοκαλί παρεό και ένα γιγαντιαίο ψάθινο καπέλο στο κεφάλι. Αυτή η κοπέλα θα ερχόταν μαζί μου ή περίμενε κάποιον; Σκεφτήκαμε για λίγο τον προορισμό, δεν είχαμε καταλήξει σε ποια παραλία θα κατασκηνώναμε. Μετά από ελάχιστη σκέψη καταλήξαμε στην «Αλογοουρά».
Στήσαμε την σκηνή μας δίπλα σε έναν γερό-ψαρά. Ταχτοποιήσαμε τα πράγματα μέσα στην σκηνή και βάλαμε και μια ξαπλώστρα· παλιά αγορά απ΄ τα JUMBO, η οποία χρησίμευε ως ράντζο για τυχόν περαστικούς, πιωμένους φίλους μας και δροσερούς ύπνους στην βεράντα. Καθόμασταν πάνω σε έναν πεσμένο κορμό δίπλα στον ψαρά και παρατηρούσαμε με προσήλωση την διαδικασία του ψαρέματος. Τόσα μικρά εξαρτήματα, μηχανισμοί και υπομονή για να πιάσεις ένα ψάρι που είτε θα φας είτε θα επιστρέψεις στον ωκεανό. Όπως και να χει το ψάρεμα σε αντίθεση με το κυνήγι με έκανε να νιώθω διαφορετικά. Το ψάρεμα είναι επιβίωση, είναι το να αποκτάς μόνος σου την ίδια σου την τροφή. Το κυνήγι από την άλλη είναι αιμοδιψή άθλημα για τους στρατόκαυλους. Είναι η απόλυτη τέχνη του να επιβάλλεσαι στην φύση και στην ζωή ως οmaster of the universe. Είχα σεβασμό για εκείνον τον παππού.
Η ώρα πέρασε και αποφασίσαμε να βουτήξουμε. Τα νερά ήταν παγωμένα και κρυστάλλινα. Λίγο πιο αριστερά απ΄ την σκηνή μας υπήρχε ένας βράχος. Ήταν περίπου 3 μέτρα ψηλός και θύμιζε αυγό. Όπως και να ‘χει, ήταν κατάλληλος για βουτιές. Εγώ ήμουν πολύ πιωμένος για να επιχειρήσω να βουτήξω από κει πάνω. Η κοπέλα μου όμως, που για κάποιο λόγο άρχιζε μοιάζει όλο και πιο όμορφη, λοιπόν ανέβαινε πάνω του με δύο κινήσεις και πηδούσε σπάζοντας θεαματικά την ηρεμία της επιφάνειας του νερού.
-Τι κοιτάζεις έτσι;;
-Εσένα αγάπη μου.
-Πάμε έξω αρχίζω και κρυώνω. Θα ΄ταν ωραία αν είχαμε λίγη μουσική, πολύ κρίμα που δεν μπόρεσες να επισκευάσεις εκείνο το ηχειάκι.
-Για αρχή φτιάξε μας κάτι να φάμε και θα βρούμε και μουσική. Εγώ θα μαζέψω ξύλα για το βράδυ. Έχω ποτήρια μες το backpack βάλε και κάτι να πιούμε.
***
(Πρέπει να πάρω μερικά μικρά, μερικά χοντρά και να είναι στεγνά. Θα ανάψω την φωτιά και θα βάλω μεγάλες πέτρες γύρω γύρω. Με το μπρίκι θα βράσουμε το νερό και για βράδυ θα απολαύσουμε νούντλς στιγμής με γλυκόξινη σάλτσα. Υποτίθεται πως αύριο θα μπούνε κάποια χρήματα στον λογαριασμό μου και ίσως έτσι μείνουμε ολόκληρη βδομάδα. Ίσως μπορέσω να κάνω ένα μενταγιόν από μικρά κοχύλια, μάλλον θα της αρέσει, θα ήταν ωραία αν αγόραζα κάτι για αλλαγή)
-Κοίτα το ηλιοβασίλεμα…
-Κάποια μέρα θα το κοιτάζουμε από βεράντα ξενοδοχείου…ενώ θα πίνουμε μαργαρίτες με γαρίδες και άλλες μαλακίες που τρως όταν έχεις βαρεθεί το πιτόγυρο.
-Είναι ωραία εδώ …. αλήθεια!
-Πιάσε μου τα σπίρτα και λίγο βαμβάκι απ΄ τα καλλυντικά σου… ΧΑ ΧΑ ΧΑ εδώ δες FUOCO!
-Η μουσική όμως;
-Μμμμ, θα αρκεστούμε στο κροτάλισμα της φωτιάς.
Ο ήλιος είχε δύσει πλέον. Βουβή ησυχία κυριαρχούσε την ατμόσφαιρα ενώ ο συννεφιασμένος ουρανός έκρυβε την θέα των άστρων. Ο δροσερός άνεμος σφύριζε στα βραχάκια της παραλίας. Οι δυο τους μεταφέρθηκαν μέσα στην σκηνή τώρα. Κρέμασαν τον φακό φανάρι και υπό το φως του οι πιο ανέμελες συζητήσεις γεννιόντουσαν. Η φωτιά είχε σβήσει από ώρα. Δεν είχε και πολύ σημασία όμως καθώς ο ανεμπόδιστος έρωτας κατέκλυζε την γεμάτη μπαλώματα σκηνή. Απαγορευμένος έρωτας δηλαδή καθώς ο παραμικρός ήχος· το ελάχιστο αγκομαχητό από ένα χαλίκι να σε τρυπάει στα πλευρά, τραβούσε την προσοχή.
Την έγειρα μπρούμυτα στην ξαπλώστρα και ανέβηκα πάνω της, σαν να ήμασταν σε κατασκήνωση. Οι ομαδάρχισσες κοιμόντουσαν του καλού καιρού και το πρωινό μας αποτελούσε έκπληξη εφευρετικότητας της τελευταίας στιγμής. Όταν τελειώσαμε γύρισε να με κοιτάξει με τα λαμπερά της μάτια και είπε: «Θέλω να ξέρεις πως δεν με νοιάζει που είμαστε εδώ, όπου και να ήμασταν δεν θα με ένοιαζε». Την φίλησα για καληνύχτα και κοιμηθήκαμε αγκαλιά. Ξύπνησα πρώτος, η μέση μου ήταν εντάξει παρά το ανώμαλο έδαφος. (Δεν είναι και λίγα αυτά που μπόρεσα να μάθω από τον πατέρα μου) Σηκώθηκα γρήγορα και ένιψα τα μούτρα μου στο ρυάκι που κατέβαινε απ’ τον λόφο του βουνού. Βούρτσισα τα δόντια μου και άρπαξα ένα κουτάκι μπύρας. Σκαρφάλωσα και αναρριχήθηκα τον λόφο χωρίς να χύσω μπύρα. Έβλεπα την παραλία από ψηλά τώρα. Ήμουν ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ στον νησί της Καλυψώς. Περπατούσα απολαμβάνοντας το τοπίο των δέντρων. Ένιωσα κάτι να υποκύπτει στο πάτημα μου. Το είχα συνθλίψει. Ήταν ένα ροδάκινο. Άρχισα να κοιτάζω τριγύρω και ο τόπος ήταν γεμάτος ροδακινιές. Γύρισα την μπλούζα μου σαν σακί και μάζεψα μερικά.
Τα άφησα στο ρυάκι με το τρεχούμενο νερό θα τα κρατούσε παγωμένα και φρέσκα μέχρι να επιστρέψω. Άνοιξα το φερμουάρ της σκηνής.
-Μωρό μου, είμαι ο Οδυσσέας και έχω φέρει πρωινό.
…
Ο Νίκος Καουνάς είναι μαθητής της B’ τάξης του 1ου λυκείου Λάρισας. Του αρέσει ο αθλητισμός και η δημιουργική γραφή. Έγραψε αυτή την σύντομη ιστορία για να αποτυπώσει αυτό που είχε στο μυαλό του και θέλησε να την μοιραστεί.
Είναι η δεύτερη ιστορία του που έστειλε στο thecommonsense.gr το οποίο με χαρά την αναδημοσιεύει.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: nikonclub