Χαρακτηρίστηκαν από πολλά διεθνή μέσα ενημέρωσης ως οι σημαντικότερες εκλογές για το 2023 σε ολόκληρο τον κόσμο. Διεξήχθησαν μέσα σε ένα κλίμα πόλωσης στο εσωτερικό της χώρας και δεν έφτασε η πρώτη Κυριακή για την ανάδειξη νικητή. Τυπικά βέβαια, γιατί η ανάλυση των αποτελεσμάτων του πρώτου γύρου δεν άφηνε αμφιβολίες για την τελική έκβαση της αναμέτρησης. Ένα αποτέλεσμα που για πολλούς αποτέλεσε έκπληξη, για άλλους παραδοξότητα.
Φαντάζομαι πως διαβάζοντας αυτή την πρώτη παράγραφο αναρωτιέστε εάν συμβαίνει κάποιο χρονικό παράδοξο. Όχι, δεν έχει παρέλθει η 25η Ιουνίου, όχι δεν έλαβε χώρα η 2η εκλογική αναμέτρηση των ελληνικών κοινοβουλευτικών εκλογών, όχι δεν έχουμε ούτε κυβέρνηση, ούτε πρωθυπουργό. Και σίγουρα, οι ελληνικές εκλογές δεν είναι οι σημαντικότερες εκλογές για το 2023 στον κόσμο. Με την ομφαλοσκόπηση και μεγαλομανία – αδικαιολόγητη – που μας διακατέχει, πολύ θα το θέλαμε, αλλά yok!
Το κείμενο αυτό γράφεται εν αναμονή της ανακοίνωσης από τον Recep Tayyip Erdoğan (Παρασκευή 2 Ιουνίου) της νέας τουρκικής κυβέρνησης. Όχι ότι έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς μετά το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου 2017 και την αναθεώρηση βασικών άρθρων του τουρκικού Συντάγματος, ο απόλυτος άρχοντας της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας δεν είναι άλλος από τον «προεδρούλη». Αυτός ορίζει όλες τις πολιτικές κατευθύνσεις της χώρας, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Σκοπός μου δεν είναι να καταγράψω εκτιμήσεις σχετικά με την πολιτική που θα ακολουθήσει στο εξής ο Erdoğan. Υπάρχουν πολλοί και κυρίως πιο ειδικοί από εμένα που γράφουν σχετικά. Εγώ απλά μοιράζομαι κάποιες σκέψεις για τη σημερινή κατάσταση της Τουρκίας και κυρίως προσπαθώ να τη δω μέσα από τα δικά της μάτια. Τι είναι λοιπόν η Τουρκία; Ή μάλλον, τι πιστεύει η ίδια για τον εαυτό της;
Η σύγχρονη Τουρκία θα σβήσει στις 29 Οκτωβρίου 100 κεράκια από τη γέννηση της ή αλλιώς από το θάνατο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κάπως έτσι λύθηκε το περίφημο Ανατολικό Ζήτημα για τους δυτικούς. Μια διευθέτηση με την οποία μάλλον δεν συμφωνεί ο σημερινός της πρόεδρος, αλλά ούτε και οι πλειοψηφία των 84 εκατομμυρίων κατοίκων της χώρας, καθώς και πολλοί εκ των 6,5 εκατομμυρίων μεταναστών ανά την υφήλιο.
Στο μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ιστορίας της η Τουρκία ορίζει τον εαυτό της ως μια «μεσαία δύναμη» ή αλλιώς «κράτος καίριας σημασίας», δηλαδή ένα κράτος «του οποίου η μοίρα είναι αβέβαιη και του οποίου το μέλλον θα επηρεάσει βαθιά τις χώρες στις περιοχές που το περιβάλλουν. Μια χώρα – κλειδί το οποίο θα μπορούσε όχι μόνο να ορίσει τη μοίρα της περιοχής της, αλλά και να επηρεάσει τη διεθνή σταθερότητα» (Robert S. Chase, Emily B. Hill & Paul Kennedy, “Pivotal States and US Strategy”, Foreign Affairs, 75:1, 1991). Ίσως αυτός παραμένει και ο πιο ρεαλιστικός τρόπος ερμηνείας της τουρκικής πολιτικής. Κάτω από αυτή τη προσέγγιση, η έννοια της ισχύος διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στη χάραξη της πολιτικής της και ως ισχύ η Τουρκία ορίζει την ικανότητα να υποχρεώνει άλλα κράτη να προβούν σε ενέργειες που υπό άλλες συνθήκες δεν θα προέβαιναν και ταυτόχρονα να αντιστέκεται στις πιέσεις που δέχεται η ίδια από άλλα κράτη, ακόμη και ισχυρότερα. Αυτή η ισχύ υπακούει σε τρεις συνθήκες αναγκαίες και ικανές: στρατιωτική ικανότητα, οικονομικούς πόρους και επίπεδο ανάπτυξης. Και φαίνεται ότι τα τελευταία 20 χρόνια τα διαθέτει όλα αυτά.
Γραφόταν συχνά, κατά την προεκλογική περίοδο, ότι η οικονομία είναι αυτή που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το εκλογικό αποτέλεσμα. Και όταν αυτό κρίθηκε, πολύ αναρωτήθηκαν «Τον ψήφισαν ξανά; Μα, πως είναι δυνατόν; Αυτοί πεινάνε! Ο πληθωρισμός είναι στα ύψη! Τι θα τους ταΐσει; εθνική περηφάνια και Γαλάζια Πατρίδα;». Για να ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά. Η αλήθεια είναι ότι από το 2018 η Τουρκία αντιμετωπίζει υψηλό πληθωρισμό, αποτέλεσμα της πτώσης της αξίας της τουρκικής λίρας και αυτό όντως είναι ένα πρόβλημα, ειδικά εάν συνεχιστεί η ανορθόδοξη νομισματική πολιτική – που και αυτή ασκείται ουσιαστικά από τον Tayyip.

Παρόλα αυτά, η τουρκική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται. Το 2022, σύμφωνα με το ΔΝΤ το ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους αυξήθηκε κατά 5,6%, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία της τουρκικής Στατιστικής Αρχής το ποσοστό ανήλθε σε 4%, έναντι πρόβλεψης 3,9%. Πρέπει να σημειωθεί, ότι επί των ημερών του Erdoğan, τόσο ως πρωθυπουργού, όσο και ως προέδρου η σωρευτική ανάπτυξη της Τουρκίας είναι αξιοσημείωτη.

Και αν η εικόνα που έχει μέσος Έλληνας για την οικονομική κατάσταση του μέσου Τούρκου είναι για λύπηση, αυτό δεν τεκμηριώνεται. Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Τουρκίας σε όρους αγοραστικής δύναμης κυμαίνεται στο 177% του παγκόσμιου μέσου όρου, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα είναι 166% (στοιχεία Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2022). Το συνολικό δε, ΑΕΠ της Τουρκίας σε τρέχουσες τιμές αναμένεται να ξεπεράσει το 2023 το 1 τρις δολάρια. Το δημόσιο χρέος της ως ποσοστό του ΑΕΠ κινείται κάτω από το 50% αν και ακολουθεί ανοδική τάση μετά από μια περίπου δεκαετία αποκλιμάκωσης. Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η Τουρκία δυσκολεύεται να βγει στις αγορές καθώς τα κρατικά ομόλογα της αξιολογούνται αρνητικά από τους οίκους αξιολόγησης και αυτό ίσως τη δυσκολέψει να αντιμετωπίσει το μεγάλο πρόγραμμα ανοικοδόμησης που έχει υποσχεθεί για τις πληγείσες από τον πρόσφατο σεισμό περιοχές (εκτιμώμενο κόστος που ξεπερνά τα 100 δις δολάρια). Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι μεν ελλειμματικό, αλλά το ποσοστό για 2022 είναι στο 5,4% του ΑΕΠ, έναντι 0,9% του 2021. Η νομισματική πολιτική είναι αυτή που σε μεγάλο βαθμό θα καθορίσει τις εξελίξεις από δω και πέρα. Εάν ο «προεδρούλης» συνεχίσει να παίζει τον μαθητευόμενο μάγο με την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, θα το πληρώσει ακριβά τα μαγικά του. Μου έκανε εντύπωση πάντως, ότι στην ιστοσελίδα της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας, επισημαίνεται ότι πρώτο μέλημα της είναι η σταθερότητα των τιμών (sic!).
Σίγουρα η οικονομία στο σημερινό σύστημα ισορροπιών διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο, όμως το μεγάλο πλεονέκτημα της Τουρκίας παραδοσιακά ήταν το «παζάρι» που με μεγάλη επιτυχία διεξήγαγε στις σχέσεις της με τις μεγάλες δυνάμεις και τους ισχυρούς παίκτες. Στο επίπεδο αυτό, η Τουρκία έχει σήμερα ανοικτά πολλά μέτωπα και φαίνεται να ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί. Θα αφήσω εκτός κάδρου τα ελληνοτουρκικά, το Κυπριακό και το τούρκο – λιβυκό σύμφωνο, γνωστά λίγο πολύ σε όλους και θα πάω αρχικά πιο ανατολικά. Τουρκία και Μέση Ανατολή. Η Τουρκία, επί των ημερών του Erdoğan, εμφάνισε μια αξιοσημείωτη μεταβολή στην εξωτερική της πολιτική: για πρώτη φορά προέβαλε τον εαυτό της ως εκπρόσωπο του μουσουλμανικού κόσμου. Με αρχιτέκτονα τον Ahmet Davutoğlu έδωσε έμφαση στο ρόλο της Τουρκίας στη γεωγραφική «γειτονιά» της, η οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος της άνηκε στην πρώην Οθωμανική αυτοκρατορία και αυτή η στάση ερμηνεύτηκε από πολλούς σαν μια ένδειξη «νέο – οθωμανισμού» που εμπνέεται από μουσουλμανικό ριζοσπαστισμό. Βέβαια η ατζέντα του Davutoğlu περιλάμβανε τη λεγόμενη «πολιτική μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες της, πολιτική η οποία απέτυχε οικτρά το 2011, φέρνοντας την Άγκυρα αντιμέτωπη με την απομόνωση. Η αρχή έγινε με την καταδίκη της ισραηλινής εισβολής στην Γάζα το 2009, τη σκληρή κριτική του Erdoğan προς τον Simon Peres στο Νταβός. Ακολούθησε το επεισόδιο με το Mavi Marmara το 2010 που οδήγησε στην αποπομπή του ισραηλινού πρέσβη από την Άγκυρα και η ένταση κορυφώθηκε το 2012 – 2013 όταν Erdoğan και Davutoğlu επανειλημμένα χαρακτήρισαν το Ισραήλ «Κράτος – Τρομοκράτη», για να ακολουθήσει το 2016 μια συμφωνία συμφιλίωσης, που όμως δεν φαίνεται να έχει κλείσει το μεταξύ τους χάσμα.
Ανάλογη ήταν και η πορεία των σχέσεων της με τη Συρία, καθώς η Τουρκία υπερεκτίμησε τις δυνατότητες παρέμβασης της στην Συρία, τάχθηκε στο πλευρό του Ελεύθερου Συριακού Στρατού και ήρθε σε ρήξη με τον Assad. Βέβαια, για την Άγκυρα, ο πόλεμος στην Συρία δεν είναι μόνο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής, αλλά και εσωτερικής καθώς συνδέεται με το Κουρδικό Ζήτημα, και το χρόνιο αίτημα των Κούρδων για αυτόνομο κράτος στα νοτιοανατολικά εδάφη της Τουρκίας.
Σε μόνιμο σημείο καμπής θα έλεγε κανείς ότι βρίσκονται και οι σχέσεις με τις ΗΠΑ από το 2003 όταν η Τουρκία αρνήθηκε να συμμετάσχει ενεργά στον πόλεμο κατά του Ιράκ. Ο ρόλος της Τουρκίας, στα πλαίσια της νέας προσέγγισης του Davutoğlu άλλαξε ριζικά, καθώς θεωρήθηκε ότι η Τουρκία δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί το φερέφωνο της δύσης στην περιοχή, ούτε γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στο Ισλάμ και τη δύση. Έκτοτε, οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας, δεν βρίσκονται και το στο καλύτερο φεγγάρι τους. Αυτό αποδείχθηκε και στην περίπτωση της κρίσης στην Συρία, όπου οι δύο χώρες ακολούθησαν διαφορετική προσέγγιση σε ότι αφορά το μέλλον του καθεστώτος Assad και κορυφώθηκε με την κρίση των S-400 που αποτέλεσαν κόκκινη γραμμή για ΗΠΑ και ΝΑΤΟ. Η Τουρκία ρίσκαρε και το μέλλον θα δείξει αν θα πάρει την παρτίδα ή όχι. Προς το παρόν, βρέθηκε εκτός του project F-35 και προσπαθεί τουλάχιστον να αναβαθμίσει της F-16 της καθώς οι ισορροπίες πάνω από το Αιγαίο αλλάζουν σε βάρος της.
Ενώ το 1952, η Τουρκία υπό το φόβο της Σοβιετικής Ένωσης επέλεξε το δυτικό μπλοκ και το ΝΑΤΟ ως εγγυητή της ασφάλειας της, σήμερα φαίνεται ότι η Τουρκία βρίσκεται πιο κοντά στη Ρωσία απ’ ότι στις ΗΠΑ. Παρά τη διάσταση απόψεων και με τους Ρώσους στην περίπτωση της Συρίας που προκάλεσε το 2015 κρίση στις μεταξύ τους σχέσης μετά την κατάρριψη ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους από τους Τούρκους, φαίνεται ότι οι δύο χώρες τα «βρίσκουν» μεταξύ τους. Η σχέση τους φαίνεται ότι έχει δομηθεί γύρω από οικονομική αλληλεξάρτηση, με το ενεργειακό στο επίκεντρο. Οι μεταξύ τους συμφωνίες ξεπερνούν το επίπεδο των ενεργειακών αναγκών της Τουρκίας, και επεκτείνονται στην κατασκευή αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου και πετρελαίου στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο – σχέδια που ναι μεν έχουν παγώσει λόγω της προαναφερθείσας κρίσης με επίκεντρο το Συριακό, αλλά και του Ουκρανικού, που όμως με μεγάλη ταχύτητα θα αναθερμανθούν μόλις τερματιστεί η κρίση. Επιπλέον, πρόσφατα εγκαινιάστηκε στο Ακούγιου ο πρώτος από τους συνολικά 4 πυρηνικούς σταθμούς ενέργειας που θα κατασκευάσει η ρωσική κρατική εταιρεία Rosatom. Ανοικτό παραμένει και το ζήτημα της προμήθειας στρατιωτικού υλικού από την Ρωσία, ως εναλλακτική στο αμερικανικό εξοπλιστικό εμπάργκο όπλων υψηλής τεχνολογίας.
Τέλος, αν κάτι πάντως φαίνεται να παγιώνεται, είναι η απομάκρυνση του ενδεχομένου ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια προοπτική βέβαια που εξαρχής φάνταζε μακρινή και επισφαλής, δεδομένης της διαφορετικής κουλτούρας σε πολλαπλά επίπεδα, αλλά και της ισλαμικής παράδοσης της Τουρκίας, η οποία επί ημερών Erdoğan, επανήλθε στο προσκήνιο. Χώρες όπως η Γαλλία, με τον έντονο κοσμικό χαρακτήρα της, αλλά και η Αυστρία φαίνονται πλέον απρόθυμες να συζητήσουν το ενδεχόμενο αυτό. Υπάρχουν όμως δύο σημαντικά ζητήματα που απασχολούν και τους δύο και απαιτούν, τουλάχιστον το ένα τη συνεργασία τους, ενώ το δεύτερο την προσοχή της ΕΕ. Το πρώτο ζήτημα αφορά τις μεταναστευτικές ροές από Ασία και Αφρική που περνούν μέσα από την Τουρκία, ενώ το άλλο την παρουσία της Τουρκίας στα Βαλκάνια, οι οποία στις περιπτώσεις Κοσσόβου και Αλβανίας συνοδεύεται και από στρατιωτική παρουσία, ισχνή μεν, υπαρκτή δε.
Η θέση της Τουρκίας και η επιρροή της στις περιοχές με τις οποίες συνορεύει , δεν μπορεί να αναλυθεί σε βάθος στα στενά όρια ενός άρθρου και δεν περιορίζεται μόνο σε όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. Έννοιες όπως ο παντουρανισμός και ο παντουρκισμός δεν αναλύθηκαν, όπως και η παρουσία της Τουρκίας στην Υπερκαυκασία, αλλά και οι σχέσεις της με τις χώρες του Κόλπου, το σουνιτικό και σιιτικό Ισλάμ. Η Τουρκία είναι μια πολύπλοκη χώρα, την οποία η δική μας εσωστρέφεια δεν μας επιτρέπει να τη δούμε με καθαρή ματιά και ρεαλισμό. Πρόκειται για μια περιφερειακή δύναμη που θέλει να διαδραματίσει ενεργό ρόλο και να έχει άποψη για οτιδήποτε συμβαίνει στη γεωγραφική γειτονιά της. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η σύγχρονη Τουρκία αποτελεί την ιστορική συνέχεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον τουρκικό πυρήνα αυτής και ποτέ δεν απέβαλε πλήρως τη μεγάλη ιδέα που έχει για τον εαυτό της. Δεν ξέρω εάν η επανεκλογή του Recep Tayyip Erdoğan για μια τελευταία, το πολύ πενταετή θητεία, θα αποδειχθεί η καλύτερη δυνατή επιλογή. Πολλά έχουν γραφτεί αυτές τις ημέρες τόσο υπέρ, όσο και κατά της τελικής επιλογής των Τούρκων ψηφοφόρων. Φαντάζομαι πως μια πρώτη γεύση θα πάρουμε το προσεχές διάστημα: θα πρέπει άμεσα να ασχοληθεί με το ζήτημα της οικονομίας, αλλά και να πάρει θέση για το ζήτημα της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, στην συνάντηση κορυφής τον Ιούλιο στο Βίλνιους. Αυτά θα είναι κάποια πρώτα δείγματα γραφής του πώς θα κινηθεί σε αυτή την τελευταία του θητεία. Παρακολουθώντας την πορεία του, πάντως, φαίνεται πως για πρώτη φορά από την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας υπάρχει κάποιος που επιδιώκει να αναμετρηθεί τόσο με τον Kemal Atatürk και τις ιδέες του κεμαλισμού, όσο και με την ιστορία του έθνους του, επιδιώκοντας να ξεπεράσει και τα δύο. Μένει να δούμε εάν θα το καταφέρει και πως.
ΥΓ. Το παρελθόν έχει διδάξει ότι ο συνδυασμός μεγαλομανίας και ισχύος δεν πρέπει να περνάει απαρατήρητος και κυρίως να αντιμετωπίζεται με απάθεια και κούφια ρητορική. Απευθύνεται κυρίως προς το εσωτερικό ακροατήριο.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: pinterest