Διάβασα ένα άρθρο του New Yorker αυτή την εβδομάδα από την κριτικό και συγγραφέα απομνημονευμάτων Melissa Febos -το οποίο αναδημοσιεύουμε στον παρόν τεύχος- που πραγματεύεται το θέμα του κατά πόσο είναι εφικτό να αγαπάμε το δημιούργημα και να μισούμε τον δημιουργό. Και ενώ το άρθρο αναφέρεται σε καλλιτέχνες τέρατα και τα έργα τέχνης τους, κάποια στιγμή μέσα στο κείμενο αναφέρει ότι «ένας κριτικός δεν απορρίπτει τη δική του υποκειμενικότητα αλλά την εξετάζει και αναγνωρίζει τόσο τις πιθανές προκαταλήψεις του όσο και την τάση του για αγάπη. Κριτική, δηλαδή, στην οποία δύο βιογραφίες —του καλλιτέχνη και του κριτικού— τίθενται σε εφαρμογή σε κάθε συνάντηση με ένα έργο τέχνης».
Κάτι μου συνέβη με αυτή τη φράση. Άρχισαν συνάψεις, ελεύθεροι συνειρμοί και αναγωγές κοινωνιολογικής φύσης. Μου συμβαίνει συχνά, όταν κάτι πυροδοτεί τη σκέψη μου. Και αυτό στο οποίο κατέληξα δια της επαγωγικής μεθόδου είναι ότι οι «βιογραφίες» των ανθρώπων συγκρούονται συνεχώς και αδιαλείπτως. Οι «βιογραφίες» μας είναι ένας άλλος τρόπος να αναφερθούμε στην υποκειμενικότητα, την κριτική, την προσωπική άποψη, τις οποίες εξασκούμε διαρκώς, συνειδητά ή ασυνείδητα τόσο στην καθημερινότητα και τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, όσο και ως υποκείμενα-πολιτικά όντα μέσα στις κοινωνίες. Και ότι οι «βιογραφίες» μας συχνά μας τείνουν να μας κατασπαράξουν, καθιστώντας αδύνατη την αντικειμενική οπτική, ερμηνεία και κριτική τόσο του εαυτού μας και των άλλων. Δημιουργούν ιδεολογικά στερεότυπα, στεγανά, απολυτότητα, αντιμάχονται την κοινή λογική. Κοινώς είμαστε έτοιμοι να συναθροιστούμε με άλλους που έχουν κοινά χαρακτηριστικά με μας, να αντιμαχόμαστε αυτούς που οι «βιογραφίες» τους διαφέρουν από τις δικές μας.
Η περίοδος που διανύουμε το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα με αφορμή τις εκλογές δημιούργησε ένα εύπορο έδαφος για να δούμε την λειτουργία της υποκειμενικότητας και της στείρας επιθετικής κριτικής σε πολλαπλά επίπεδα: σε επίπεδο κομμάτων, πολιτικών αρχηγών, υποψηφίων βουλευτών, ψηφοφόρων. Πολιτών που έχοντας πλέον το δικό τους δημόσιο βήμα των μέσων κοινωνικών δικτύων και του διαδικτύου εξαπολύουν θέσεις, αντιθέσεις, σχόλια και κριτικές μέσα στο πλαίσιο του όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εχθρός μας.
Ερευνώντας πάνω στο θέμα λίγο περισσότερο διάβασα ένα επιστημονικό άρθρο της διδάκτωρ της Παιδαγωγικής Σχολής του Α.Π.Θ. Σωτηρίας Καλασαρίδους για τη διαδικασία προσδιορισμού και επαναπροσδιορισμού της υποκειμενικότητας στη θεωρία των Πολιτισμικών Σπουδών όπου αναφέρει ότι «Τα ιδεολογικά όρια μέσα στα οποία διαμορφώνονται οι ταυτότητες είναι συνδεδεμένα με ιδέες που σχετίζονται με την υποκειμενικότητα. Ως υποκειμενικότητα ορίζεται η αίσθηση της ατομικότητας, από την οποία διακατέχεται κάθε άνθρωπος και η οποία προσδιορίζεται από τρία βασικά χαρακτηριστικά: πρωτίστως την διάκρισή του από τους «άλλους», δευτερευόντως την κατοχή κοινωνικών θέσεων και την ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων και τέλος την ικανότητα του να σκέφτεται και να δρα». Κάνει δε και μια αναφορά στο δοκίμιο του Raymond Williams «Το δημιουργικό πνεύμα», όπου διατυπώνεται η θεωρία του για την κατασκευή των υποκειμένων, μέσα στο πλαίσιο της βιωμένης κουλτούρας. «Ο Williams ισχυρίζεται ότι το υποκείμενο δεν είναι μόνο δημιουργός αλλά και δημιούργημα, κράμα του «εγώ» και της βιωμένης εμπειρίας. Η διαδικασία διευθέτησης και επαναδιευθέτησης της ανθρώπινης συνείδησης δεν είμαι μόνο συνεχής αλλά και άρρηκτα δεμένη με την πραγματικότητα, στον βαθμό που η διαμόρφωση και αναδιαμόρφωση του υποκειμένου ταυτίζεται με τη διευθέτηση και επαναδιευθέτηση της πραγματικότητάς του. Η διαδικασία της ερμηνείας είναι «κεντρική, αναγκαία και ζωτική λειτουργία, με την οποία προσπαθούμε να κατανοήσουμε το περιβάλλον μας, ώστε να ζήσουμε με μεγαλύτερη επιτυχία μέσα σ’ αυτό».
Και αναρωτιέμαι, αν και κατανοώ πως είναι ζήτημα ζωτικής προσωπικής σημασίας για τον κάθε άνθρωπο να περιγράψει την εμπειρία του, κατά πόσο μέσα στο πλαίσιο της ελληνικής τρέχουσας πραγματικότητας με τον τρόπο που την βιώνει ο μέσος Έλληνας όπως είπαμε και παραπάνω, επιτυγχάνεται το ζητούμενο της διαδικασίας, που δεν είναι άλλο από τον επαναπροσδιορισμό του εαυτού μας, με στόχο να μεταβάλλεται δημιουργικά η προσωπική μας οργάνωση και έτσι καταφέρνουμε να ελέγξουμε τις νέες εμπειρίες, τα νέα δεδομένα, είτε μας αρέσουν είτε όχι, και να τα ενσωματώσουμε στη ζωή και στην πραγματικότητά μας.
Και από τη στιγμή που ως κοινωνία έχουμε αποφασίσει να ζούμε και να δρούμε με σημαία την υποκειμενικότητά μας, την προσωπική μας άποψη που είναι καρπός της «βιογραφίας» μας που διαμόρφωσε τις ιδέες και τις αξίες μας, τι γίνεται με την υποκειμενικότητα του άλλου; Την δική του προσωπική άποψη;
Η αυταξία της προσωπικής γνώμης τείνει για γίνει θεμέλιο του αυταρχισμού και είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη.
Το τελευταίο αυτό διάστημα έχω γράψει διάφορα άρθρα που επιχειρούσαν ένα πολιτικό σχόλιο της επικαιρότητας. Παραμένω εντυπωσιασμένη με την επιθετικότητα των διαφωνούντων. Στο τελευταίο δε που σκιαγραφούσε το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου και την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ μου ήρθε η ιδέα για ένα «κοινωνιολογικό» θα έλεγα πείραμα… Τι θα γινόταν αν στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν η Νέα Δημοκρατία και σχολίαζα τη δική της ήττα και κυρίως της αιτίες που την οδήγησαν σε αυτή; Οι ηττημένη ψηφοφόροι της θα επιδείκνυαν την ίδια επιθετικότητα; Ή μήπως αυτή η επιθετικότητα είναι μέρος της «βιογραφίας» της τσιπρικής αριστεράς;
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Rene Maltete