Είδα πρώτη φορά Αριστοφάνη γύρω στα δέκα μου. Με τον Καρακατσάνη. Στο Κηποθέατρο Αλκαζάρ. Θυμάμαι έντονα διάσπαρτες εικόνες, έχω μια αφηρημένη αίσθηση της ατμόσφαιρας και κυρίως θυμάμαι ότι ήταν είδηση που οι γονείς μου με πήραν μαζί τους τόσο μικρή να δω Αριστοφάνη, χωρίς να νιώθουν άβολα με το λόγο του αριστοφανικού κειμένου και την σκηνοθετική προσέγγιση του Καρακατσάνη. Δεν είμαι σίγουρη ποια ήταν η παράσταση, ίσως η Λυσιστράτη ή οι Βάτραχοι, αλλά δεν νομίζω ότι παίζει τόσο σημαντικό ρόλο.
Φέτος, με τον γιο μου σε αντίστοιχη περίπου ηλικία, εντάξει είναι δυο-τρια χρόνια μεγαλύτερος, είδαμε την πρεμιέρα της παράστασης του Θεσσαλικού Θεάτρου «Ο Αριστοφάνης ονειρεύεται», μια σύνθεση κειμένων Λυσιστράτης και Πραξογόρα, σε σκηνοθεσία Κυριακής Σπανού. Ήταν 11 Ιουλίου. Τέσσερις μέρες μετά, μια άλλη γυναίκα σκηνοθέτης ανέβασε στην Επίδαυρο επίσης Αριστοφάνη, τις Σφήκες, σε ελεύθερη διασκευή και παραγωγής του Εθνικού Θεάτρου. Το τι ακολούθησε την παράσταση της Κιτσοπούλου είναι γνωστό. Χαμός. Στον Τύπο και στα social media. Για την Επίδαυρο που μας αξίζει ή την Επίδαυρο που δεν μας αξίζει…
Και ενώ οι Αθηναίοι και οι λοιποί Έλληνες σκοτώνονταν για την Κιτσοπούλου και την Επίδαυρο, εμείς εδώ στη Λάρισα ξεκινήσαμε το δικό μας πόλεμο, καθώς ανακοινώθηκε η απόφαση του ΔΣ του Θεσσαλικού Θεάτρου να ακυρώσει την παράσταση «Ο Αριστοφάνης ονειρεύεται» στο Ηρώδειο, παρόλο που είχε προαναγγελθεί, επικαλούμενο οικονομικούς λόγους αρχικά και εν συνεχεία παρατυπίες στη διαδικασία τήρησης του πρωτοκόλλου και του Κανονισμού Λειτουργίας του Θεσσαλικού. Για το αν αξίζει στο Θεσσαλικό να πάει στο Ηρώδειο ή όχι.
Το τοπικό αριστοφανικό θέμα, ενώ ξεκίνησε με μισόλογα και υπονοούμενα, μέρα με τη μέρα φούντωνε όλο και περισσότερο και προς διάφορες κατευθύνσεις. Είναι το Θεσσαλικό σήμερα επάξιο του ένδοξου παρελθόντος; Τι θέλουμε, αρχαιολαγνεία ή καινοτομία; Κλασικίζον θέατρο ή πρωτοπόρο; Πρωτοπορούμε γιατί έχουμε κάτι να πούμε ή για επιφανειακούς λόγους εντυπωσιασμού; Είναι ουσία ή είναι μόδα;
Και στις μάχες συγκρίσεων ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν ενεπλάκησαν γνωστοί Λαρισαίοι για την αγάπη τους για τον πολιτισμό, νυν και τέως καλλιτεχνικοί διευθυντές του Θεσσαλικού, μέλη του ΔΣ του Θεσσαλικού, υποψήφιοι στις αυτοδιοικητικές εκλογές και ευρύτερα, πέραν του κύκλου της λαρισαϊκής διανόησης, κάθε κουτσή Μαρία που έχει την άποψή της, και καλά κάνει, και την εκφράζει με πάθος στα social media. Αν ήθελε κάποιος να παρακολουθήσει το θέμα, χανόταν στα σχόλια επί σχολίων κάτω από δημοσιογραφικές αναρτήσεις και προσωπικές δημοσιεύσεις. Το θέμα έφτασε να γίνει αντικείμενο πολιτικής κριτικής και επίθεσης στην νυν δημαρχιακή αρχή για απαξίωση του Θεσσαλικού Θεάτρου, του παρελθόντος του και του ρόλου που μπορεί να παίξει στην εξωστρέφεια της πόλης. Ήταν, όπως και να το κάνουμε εντυπωσιακή η ακύρωση της μετάβασης στο Ηρώδειο παραμονές εκλογών, ειδικά από μια δημοτική αρχή η οποία καμαρώνει για την επένδυση στον πολιτισμό και μιλά για πολιτιστική άνοιξη. Και όλα αυτά ξεκίνησαν από το συγκαλυμμένο ερώτημα αν άρεσε τελικά ή δεν άρεσε η συγκεκριμένη παράσταση… Μας αξίζει το Ηρώδειο ή όχι λοιπόν; Γενικώς· και ειδικώς για την συγκεκριμένη παράσταση.
Η απάντηση μου είναι αδιάφορη.
Άλλωστε, δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ μία. Ελευθερία της άποψης επιθυμούμε άλλωστε…
Αυτή η ελευθερία της έκφρασης όμως τελικά με ενόχλησε. Όχι φυσικά για την ουσία, την διαφορετικότητα και την υποκειμενικότητα της προσωπικής άποψης του καθενός· από την σκηνοθετική προσέγγιση της Σπανού στα εν οίκω μας και της Κιτσοπούλου εν Ελλάδι, μέχρι την ελεύθερη κριτική. Αλλά για τον τρόπο. Υπήρξε πόλωση, ειπωθήκαν κακίες, έγιναν προσωπικές επιθέσεις, και διατυπώθηκαν πολλά υπονοούμενα· ήταν ακαλαίσθητο όλο αυτό. Σε τέτοιο σημείο, που προφανώς για κάποιους, ίσως πολλούς, φάνηκε αποτρεπτικό το πλαίσιο να εκφράσουν τη δική τους γνώμη. Που φτάσαμε, η εποχή της απόλυτης ελευθερίας της έκφρασης, τείνει να μας αποτρέπει να πούμε τη δική μας!
Ο λόγος που ασχολούμαι με τις αριστοφανικές διαμάχες που προέκυψαν παράλληλα σε Λάρισα και Αθήνα, είναι γιατί αποτέλεσε ένα εκπληκτικά χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν διαμορφώσει τη σύγχρονη ποπ κουλτούρα. Ο όγκος της αγανάκτησης είναι συγκλονιστικός! Πίστευα ότι το φαινόμενο στην Ελλάδα ήταν σε έξαρση τους τελευταίους μήνες λόγω προεκλογικής και μετεκλογικής πόλωσης. Αλλά προφανώς, έχουμε να αντιμετωπίσουμε κάτι μεγαλύτερο. Ένα φαινόμενο που δεν εξαρτάται από επιμέρους αφορμές και αιτίες αλλά αποτελεί έναν νέο τρόπο ζωής, μια νέα επικοινωνιακή κουλτούρα.
Η δημοκρατία θεωρείται ότι έχει ως αχίλλειο πτέρνα την εξάρτησή της από τη συλλογική κρίση των ανθρώπων και οι δημοκρατικές κοινότητες υπόκεινται στην αναταραχή και την αδυναμία των απείθαρχων παθών.
Οι άνθρωποι έχουμε μια έμφυτη ροπή να χωρίζουμε τους εαυτούς μας σε ομάδες ή κόμματα που είναι τόσο φλεγόμενα από αμοιβαία εχθρότητα που είμαστε πολύ πιο διατεθειμένοι να ενοχλούμε και να καταπιέζουμε ο ένας τον άλλον παρά να συνεργαζόμαστε για το κοινό καλό. Παράλληλα, διακατεχόμαστε από μία μεροληψία επιβεβαίωσης, η οποία αναφέρεται στην ανθρώπινη τάση να αναζητά μόνο στοιχεία που επιβεβαιώνουν τις προτιμώμενες πεποιθήσεις μας.
Η ανάπτυξη του διαδικτύου και κυρίως των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν μεγεθύνει αυτή την ευπάθεια της δημοκρατίας στην επιπολαιότητα. Και την ευπάθειά μας στο να πυροδοτούνται τα εχθρικά πάθη και να διεγείρονται οι πιο βίαιες συγκρούσεις. Για όλα· και για το τίποτα. Για το πιο σημαντικό· και το πιο ασήμαντο.
Και όταν βλέπεις βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των μελών της ίδιας ομάδας, καταλαβαίνεις ότι κάτι πάει σίγουρα στραβά.
Γιατί για μένα, για να επανέλθουμε στο θέμα του Αριστοφάνη και του Θεσσαλικού Θεάτρου, η επιθετικότητα, η έλλειψη ψυχραιμίας και αυτοσυγκράτησης έστω λόγω των θεσμικών ρόλων, έστω για τα μάτια του κόσμου, αναπτύχθηκε εντός μιας και μόνο ομάδας. Των Λαρισαίων που ασχολούνται και παρακολουθούν τα πολιτιστικά δρώμενα και αγαπούν την τέχνη και τον πολιτισμό. Δεν είναι και αχανής η ομάδα αυτή, μη γελιόμαστε…
Τα υποσύνολά της μου είναι παντελώς αδιάφορα. Γιατί αφορούν προσωπικούς εγωισμούς, συμφέροντα και αντιπαλότητες. Που δυστυχώς, μέσα από αυτή την ευκολία τοποθέτησης στα social media, το ελκυστικό τους virality, φέρνουν σε πολύ μεγαλύτερη κοινή θέα ταπεινά και διαχρονικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης.
Ούτε καν ο Αριστοφάνης που μιλούσε για την ειρήνη δεν μπόρεσε να χαλιναγωγήσει τα μίση και τα πάθη…
Μήπως όμως πρέπει να ξανασκεφτούμε το ενδεχόμενο ότι οι άνθρωποι που σκέφτονται διαφορετικά από μας και είναι πρόθυμοι να μιλήσουν αν διαφωνούν μαζί μας, λειτουργούν σαν προεκτάσεις του εγκεφάλου μας και μας κάνουν πιο έξυπνους;
Και ότι όσοι προσπαθούν να φιμώσουν ή να εκφοβίσουν τους επικριτές τους γίνονται πιο ανόητοι;
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Μαρία Κάλλας, Δελφοί, Αρχαίο Θέατρο. 1959