Ή αλλιώς να σου κάνω μια ερώτηση…
…
Αυτό κανονικά θα ήταν ένα χαρούμενο κείμενο.
Το σκεφτόμουν από καιρό, μόλις έκλεισα τα εισιτήρια για την συναυλία, τα οποία με ταχύτητα αστραπής εξαφανίστηκαν.
Αυτό κανονικά θα ήταν ένα χαρούμενο κείμενο.
Κανονικά η Ελλάδα δεν θα καιγόταν μέρες τώρα, ξανά και ξανά.
Κανονικά κανείς δεν θα φοβόταν τι του ξημερώνει.
Κανονικά ο εξοπλισμός μιας χώρας θα ήταν επαρκής και σύγχρονος.
Κανονικά όλοι θα αισθάνονταν ήσυχοι και προστατευμένοι.
Κανονικά δεν θα υπήρχε μόνο καταστροφή τριγύρω.
Κανονικά τα αεροπλάνα, τα τρένα, όλα, θα ήταν ασφαλή.
Κανονικά κανείς δεν θα μιλούσε για θύματα σε καιρό ειρήνης.
Κανονικά κανείς δεν θα έκανε λόγο για ήρωες και για αυτοθυσία.
Κανονικά θα πηγαίναμε στη συναυλία γελώντας χαρούμενοι, χορεύοντας και τραγουδώντας.
Κανονικά.
Αλλά όλα έχουν πάψει να είναι κανονικά.
Ο κόσμος έφτανε στη συναυλία βαρύς και σχεδόν βουβός. Η δενδρόφυτη περιοχή που άλλοτε θα αποτελούσε όαση σε μια τόσο καυτή μέρα, τώρα γινόταν σχεδόν απειλή. Όλοι κοιτούσαν γύρω τους, να έχουν το νου τους, λίγο πριν είχε πιάσει φωτιά ο Βόλος και η Λαμία, μετά την Ρόδο, την Κέρκυρα, το Αίγιο. Όλοι είχαν το νου τους, να είναι σε ετοιμότητα. Το μεγάλο πυροσβεστικό έξω από τον χώρο της συναυλίας το επιβεβαίωνε.
Τα παραπάνω θα έφταναν και από μόνα τους να κάνουν την ατμόσφαιρα βαριά. Αλλά το γεγονός ότι το καταπράσινο χωριό που γινόταν η συναυλία ήταν δέκα χιλιόμετρα από τον τόπο καταγωγής του Σμηναγού Χρήστου Μουλά, πιλότου του παλιού Canadair που παραδόθηκε στις φλόγες εν ώρα υπηρεσίας μια μέρα πριν, έκανε την ατμόσφαιρα ασήκωτη.
Ήταν όλοι μουδιασμένοι.
Πιο πολύ απ’ όλους ο Μάλαμας, που ήδη στα πρώτα λόγια που τραγούδησε
«αμπέλια και χρυσές ελιές, μοιάζεις Ελλάδα μου όπως θες, φωτιά κι αέρας στο φως της μέρας»
ξεκαθάρισε ότι αυτή η συναυλία είναι αφιερωμένη σε αυτούς τους δυο, τον Χρήστο Μουλά και τον Περικλή Στεφανίδη. Είπε τα ονόματά τους καθαρά, ξανά και ξανά, σαν να τους ήξερε από καιρό, σταματώντας πάντα λίγο πριν εξηγήσει το γιατί.
Τι να εξηγήσει;
Όλοι ξέραμε, ο κόσμος άρχισε να φωνάζει και ο Μάλαμας άρχισε να τραγουδάει, για να μην αρχίσει να ουρλιάζει για τ’ άδικο.
Τα πρώτα τραγούδια βγήκαν σαν γυαλόχαρτο, με αμηχανία, με παγωμάρα. Ένα πλήθος όχι μόνο απογοητευμένο, φοβισμένο, συντετριμμένο αλλά βασικά θυμωμένο κοιτούσε να πιαστεί από τις λέξεις των τραγουδιών για να ημερέψει.
«μες στην κοιλά – όπως τα λέω – μες στην κοιλάδα των Τεμπών
Φόβος των μηχανοδηγών»
Ο κόσμος φώναζε, κάθε λέξη. Την έφτυνε. Την ούρλιαζε.
Για κάθε άδικο, για κάθε γιατί, για κάθε «πάμε κι όπου βγει», ο κόσμος φώναζε άγαρμπα, αμήχανος.
Ήρθανε κι άλλα τραγούδια και σιγά σιγά μαλάκωσαν οι άνθρωποι και άρχιζαν να τραγουδάνε αντί να φωνάζουν και να μπλέκονται και να πιάνονται και να χορεύουν και να υψώνουν τα χέρια και τα μάτια στον ουρανό.
Δεν ημέρεψαν, όχι.
Μονάχα μοιράστηκαν, όλη αυτή την οργή και τον πόνο.
Τα ακούμπησαν για λίγο ο ένας πάνω στον άλλον και παρηγορήθηκαν.
Γύρισα και κοίταξα πίσω μου, είδα την Βίκυ, 23 χρονών, χόρευε τώρα αγκαλιά με την μαμά της. Γι’ αυτό διάλεξα την Βίκυ, γιατί την είδα στην συναυλία με την μαμά της και σκέφτηκα αν μια δύναμη έχουν τα τραγούδια και η μουσική είναι αυτή.
Η ένωση, η αέναη ένωση των ανθρώπων στον χρόνο ή μάλλον στο άχρονο. Θυμήθηκα την ερώτηση.
Ερώτηση: Ποιο είναι το αγαπημένο σου τραγούδι;
Με κοίταξε.
«Δύσκολη ερώτηση» μου είπε.
Το ξέρω.
Δεν το ήξερα; Τόσα τραγούδια, τόσα κομμάτια του εαυτού, τόσα θραύσματα για όσα ζήσαμε.
«Η γιορτή, από Τρύπες» μου είπε.
Την κοιτούσα τώρα, να τραγουδάνε με την μαμά της αγκαλιασμένες.
Η συναυλία μετά από τρεις ώρες, έφτανε προς το τέλος και ήταν όλοι σχεδόν αγκαλιασμένοι.
«Βάλε φωτιά σε ότι σε καίει, σε ότι σου τρώει την ψυχή
Έξω οι δρόμοι αναπνέουν διψασμένοι ανοιχτοί
Είναι η αγάπη ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή
Ζήσε μαζί μου στον αέρα, στη φωτιά, στη βροχή
Μας περιμένουν άδειες μέρες, ραγισμένοι ουρανοί
Είναι η αγάπη ένα ταξίδι από πληγή, σε πληγή»
Ίσως έχει δίκιο η Βίκυ, ίσως η αγάπη να είναι η απάντηση, ίσως αυτή θα μας κάνει να αντέξουμε.
Ίσως αντέξουμε, όσο έχουμε ο ένας τον άλλον.
Οι φωνές γύρω μου τραγουδούσαν δυνατά «τα φτερά μου ανοίγω στον αέρα, ότι απομένει απ’ την ζωή είναι μια μέρα», σαν να θέλαν να βεβαιωθούν ότι θα φτάσουν να ακουστούν μέχρι τον Παράδεισο.
Αυτό κανονικά θα ήταν ένα χαρούμενο κείμενο.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Μέλη της Γυναικείας Πυροσβεστικής Φρουράς σε δράση με σωλήνες στο εργοστάσιο της Boxfoldia Ltd. στο Bournbrook του Μπέρμιγχαμ. 1942