Μετά από ένα γεμάτο πρωινό και μία βόλτα downtown στο LA (GR όμως, μη μπερδεύεστε), καταλήξαμε στο φρούριο της πόλης, να τσιμπήσουμε το κατιτίς μας. Άδεια η πόλη (ξέρουμε που πήγαν όλοι, μη μας το τρίβετε στη μούρη), εμείς όμως το φάγαμε το σουβλάκι μας, βουτήξαμε την πατάτα στο τζατζικάκι μας, παρέα μεγάλη δε χρειάζεσαι- ή μάλλον δε δύνασαι να έχεις-όταν έχεις δύο μικρούς συνοδούς που μιλάνε ακατάπαυστα.
Ξεπροβάλλει από τη γωνία λοιπόν ο κύριος μπαλονάς, και όπως φαντάζομαι το έχετε ζήσει κι εσείς- και ως παιδιά αλλά και ως γονείς- ο χρόνος στέκεται ακίνητος για λίγο, που όμως φαίνεται τόσο πολύ, όλα για μια στιγμή παύουν. Το κεφάλι της κόρης μου γυρίζει σε αργή κίνηση εξορκιστής-style (σαν να το μύρισε), ο δε γιός μου με την πατάτα στο στόμα κοιτάει αποσβολωμένος, τα μάτια του φουντουκί μπαλονάκια που ανυπομονούν να συναντήσουν τους συγγενείς τους..
Ο κύριος μπαλονάς περπατάει αργά και βασανιστικά, ίσα ίσα να δώσει χρόνο στα παιδιά μου να έρθουν σε στενή επαφή με την καταναλωτική τους φύση.
“Μαμάαα…”
Σιωπή από μένα μαζί με ένα μειδίαμα, που δίνει το πράσινο φως για έναρξη των διαπραγματεύσεων.
“Μαμάαα, την προηγούμενη φορά μου είχες υποσχεθεί ότι…, μαμάαα, θυμάσαι ότι μας είχες υποσχεθεί ότι θα μας πάρεις…”
Ο κύριος με τα μπαλόνια, έχοντας εντοπίσει το πρωτοτυπικό target group του, είναι μπροστά μας πλέον και διαφημίζει την πραμάτια του. Τα παιδιά μου έχουν ανοίξει διάπλατα τα μάτια τους σαν γιαπωνέζικα καρτούν και κοιτάνε μια εμένα μια τα μπαλόνια.
Τέλος πάντων, μην τα πολυλογώ, μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις και με τις δύο πλευρές (παζάρι ντε), καταλήξαμε να πάρουμε ένα (1) μπαλόνι και για τους δύο (2) με έκπτωση (συγνώμη, αλλά 5 ευρώ για ένα μπαλόνι ΔΕ δίνω).
Το κάναμε πασαρέλα σε όλο το φρούριο, το δέσαμε στο ένα χεράκι, μετά το λύσαμε από το πρώτο χεράκι και το βάλαμε στο δεύτερο χεράκι καθώς αυτό εξαπέλυσε επίθεση στο πρώτο χεράκι, βγάλαμε τις φωτογραφίες μας, το αφήσαμε να ξεκουραστεί και το δέσαμε στο καρότσι. Σφιχτά, να μη μας φύγει, το μπλε μεταλιζέ δελφινάκι μας.
Τελειώσαμε το φαγητό, φάγαμε παγωτάκι, πληρώσαμε, και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Βολτίτσα στην άδεια πόλη, ένα σουπερμαρκετάκι, με το δελφινάκι να βολτάρει στους διαδρόμους του και να ξεμυτίζει ανέμελα πάνω από τα ράφια. Πληρώνουμε, το καρότσι από παιδικό γίνεται για ψώνια και το παίρνουμε περπατητό για το σπίτι. Το δελφινάκι παρεούλα χαρωπή, κολυμπάει μέσα στον πηχτό Αυγουστιάτικο αέρα.
Πενήντα μέτρα πριν το σπίτι και καθώς περπατάμε, χαζεύουμε στα αριστερά μία γατούλα που λιάζεται για πέντε (5) δευτερόλεπτα. Κοιτάω μπροστά και βλέπω το δελφίνι γοργά να δραπετεύει. Αφήνω το καρότσι στο πεζοδρόμιο και με φωνή φιλολόγου (ξέρετε εσείς) ζητάω από τα μικρά να μείνουν ΕΚΕΙ, ενώ τρέχω να πιάσω τα άπιαστα. Το δελφίνι έχει κολλήσει πάνω σε ένα ψηλό κλαδί μπροστά σε μία πολυκατοικία. Κάνω πίσω να δω αν είναι κανείς στο μπαλκόνι που έχει πρόσβαση στο εν λόγω κλαδί αλλά μπα, όλα κλειστά. Κάνω μεταβολή και γυρίζω να δω τα παιδιά μου, που με κοιτάνε με βουβό πόνο, λες και είναι νηστικά 15 μέρες και μόλις συνειδητοποιούν ότι δε θα φάνε, ούτε σήμερα.
Και αρχίζει ένα γοερό κλάμα κι από τους δύο, τόσο τρανταχτό που να κάνει αντίλαλο στο δρομάκι. Να σταματάνε οι λιγοστοί περαστικοί -αλήθεια, γιατί πάντα εμφανίζονται περαστικοί όταν είσαι σε αμήχανη φάση στον δρόμο; – και να με κοιτούν έτοιμοι να πάρουν την πρόνοια τηλέφωνο., κι εγώ αποφεύγοντας τα βλέμματα, αρχίζω να σπρώχνω το καρότσι αργά, επιτάφιος μεγάλης Παρασκευής, με τα μικρά να συνοδεύουν κλαίγοντας.
Τους προχωράω λίγο παρακάτω (50, 49, 48 μέτρα…), ο οδυρμός να γιγαντώνεται.
“Αγαπούλες μου, το δελφινάκι μας νόμιζε πως ήταν πουλάκι, είδε το δεντράκι και είπε να πάει να κάτσει εκεί, μη στεναχωριέστε…”
‘Όοοοοχι… Πήγαινε να πηδήξεις να το πιάσεις μαμάαα”
“Μωρό μου, το κλαδί είναι στον τρίτο όροφο, και να πηδήξω, δεν μπορώ να το πιάσω” (38, 37, 36)
“Όοοοοχι…Πες του να κατέβει μαμάαα”
“Δεν κατεβαίνει μωρό μου, δε θέλει, τα πουλάκια θέλουν να είναι ελεύθερα…” (28, 27, 26 μέτρα)
“Όχι μαμάαα, να πάμε να το πάρουμεεεε, τα καναρίνια πως ζουν σε σπίτι…”
“Αγαπούλες μου, και τα καναρινάκια αν τα ρώταγες, θα προτιμούσαν να είναι σε κλαδάκια και όχι σε κλουβάκια. Το δελφινάκι όμως νομίζει ότι είναι πουλάκι, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα άτακτο μπαλονάκι που…”
Έχω πει Ο,ΤΙ μπορείτε να φανταστείτε για να ηρεμήσουν. Ο σκυλάκος απέναντι άρχισε να γαυγίζει από τα κλάματα, στην πολυκατοικία δεν ξέρω τι πιστεύουν για μένα πλέον…
Όταν μπήκαμε τελικά στο διαμέρισμα και κλαίγοντας έβγαλαν παπούτσια, έπλυναν χέρια μυξοκλαίγοντας και μετά κάθισαν στην κουζίνα για να ξαποστάσουν και να πιούν λίγο νερό (τόσα δάκρυα κάπως πρέπει να αναπληρωθούν).
Ρωτάει η μεγάλη, που το σκέφτηκε το θέμα ενδελεχώς και είχε ήδη βρει τη λύση και ως εκ τούτου, είχε ηρεμήσει (ο μικρός συνέχιζε το αθόρυβο μοιρολόι του πσσπατεύοντας έναν πράσινο δεινόσαυρο).
“Μαμά, το δελφινάκι ήταν άτακτο;”
“Ναι μωρό μου”
“Μαμάαα, την επόμενη φορά που θα βρούμε τον κύριο μπαλονά, να του πούμε να μας δώσει ένα λιγότερο άτακτο μπαλονάκι, εντάξει;”
“Ναι μωρό μου”
Τέλος πάντων, τελικά, τους κατάφερα και ξεχάστηκαν, λίγο παιχνίδι, μια αυτοσχέδια μουσικοχορευτική παράσταση και λίγο γιαουρτάκι με γλυκό του κουταλιού από πάνω.
Δεν ξεχάστηκαν εντελώς βέβαια. Το βράδι, πριν ξαπλώσουν βγήκαν στο μπαλκόνι και είπαν καληνύχτα στον μπλε μεταλιζέ δραπέτη μας.
ΔΕΝ ΤΑ ΘΕΛΩ αυτά τα μπαλόνια, έχω τραύμα παιδικό σας λέω. Άγιος Βελησσάριος πριν 257 χρόνια, 28η Οκτωβρίου, μου πήραν και εμένα οι γονείς μου ένα. Και εκεί που πήγα καμαρωτή να κάνω την πασαρέλα μου στην πλατεία και να το δείξω σε όλους, κάνει ένα αέρινο φσστ, και λύνεται ο φιόγκος από το χέρι μου και εγώ κάθομαι με δάκρυα στα μάτια, να αποχαιρετώ στον ουρανό το μπαλόνι-Αλέξάνδρεια που μόλις είχα χάσει.
Δεν θυμάμαι να μου ξαναπήραν (λόγω πρότερου μη έντιμου βίου). Δεν θυμάμαι να ξαναζήτησα.
Αν διάβασες μέχρι εδώ, γιατί ξέρω ότι σε κούρασα, σε ευχαριστώ. Εκεί που θέλω να καταλήξω λοιπόν, γιατί πάει και αργά, πέρα από το ευτράπελο της υπόθεσης, είναι ότι τον νιώθω τον πόνο τους, κι αυτό που συμβολίζει ακόμα περισσότερο. Το να παλεύεις για κάτι, να το αποκτάς, και τσουπ, να σου γλιστράει μέσα από τα χέρια. Αν δεν το είχες πιάσει ποτέ στα χέρια σου, δεν θα ήταν το ίδιο.
Και να, κάπως έτσι, παράδοξα, σε πιάνει μια φροϋδική, καβαφική μελαγχολία, βραδιάτικα, με ένα τελειωμένο αμαρετάκι στη βεράντα και τη μπαταρία στο laptop σιγά σιγά να ξεψυχά.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Από την ταινία “Το κόκκινο μπαλόνι”. 1956. Γαλλία. Σκηνοθεσία Albert Lamorisse. Φωτογραφία: Edmond Sechan