Ο Σπύρος Καβαλλιεράτος και ο Γιάννης Αχυρόπουλος αντιλέγονται συζητώντας το θέμα των αρμονικών ήχων στη διαδικασία παραγωγής της μουσικής και αναρωτιούνται για το τι ακούγεται πιο όμορφα και τι μας αγγίζει περισσότερο, οι παλμοί της φύσης ή της καρδιάς;
Αφορμή για το παρόν που φιλοδοξεί να αποτελέσει την απαρχή μιας νέας στήλης με τον τίτλο «Αντιλογίες» του theCommonSense? όπου παρατίθενται ταυτόχρονα οι απόψεις δύο αρθρογράφων πάνω σε ένα συγκεκριμένο κάθε φορά θέμα στάθηκε μια δημοσίευση του Σπύρου Καβαλλιεράτου στα social media.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γιάννης Αχυρόπουλος «Ένα πολύ ενδιαφέρον σχόλιο που δημοσίευσε στο facebook ο Σπύρος Καβαλιεράτος ήταν αφορμή να του προτείνω να αρχίσουμε έναν αντίλογο απόψεων και σχολίων επί παντός επιστητού. Έρχεται εξάλλου σαν συνέχεια μιας ενδιαφέρουσας συζήτησης υπό τη συνοδεία ενός παλιού κόκκινου μπορντώ…»
…
Σπύρος Καβαλλιεράτος
Στον 18 αιώνα τόσο οι φιλόσοφοι, όσο και οι θεωρητικοί της μουσικής προσπαθούσαν να βρουν τη Φύση στον άνθρωπο μετά τον στενό κορσέ της θεοκρατίας και του μπαρόκ. Τόσο ο Ρουσώ (ο οποίος πέρα από φιλόσοφος ήταν και θεωρητικός της μουσικής αλλά και συνθέτης), όσο και ο θεμελιωτής της σύγχρονης αρμονίας της μουσικής Ραμώ ήταν πεπεισμένοι ότι η μουσική που έγραφαν και υπερασπίζονταν ήταν η φυσική μουσική, απόγονος της αρχαίας ελληνικής. Δεν φαντάζονταν τα τόσο διαφορετικά είδη μουσικής που γνωρίσαμε δύο αιώνες μετά μέσω της Εθνομουσικολογίας, από χώρες που εκείνη την εποχή ενδιέφεραν την Ευρώπη μόνο ως αποικίες για εκμετάλλευση και εκχριστιανισμό.
Ποια μπορεί να είναι η αφετηρία σε τόσα είδη εντελώς διαφορετικών μουσικών, τόσο διαφορετικών που κάποια να μην αναγνωρίζονται εκατέρωθεν ως μουσικές;
Κατά τη γνώμη μου δύο στοιχεία: οι παλμοί της καρδιάς και η ενστικτώδης αντίληψη των αρμονικών των ήχων και των συνδυασμών τους. Οι αρμονικοί του ήχου είναι αυτό που καθορίζει τη χροιά του κάθε ήχου που προκύπτει από την παλμική κίνηση ενός σώματος, μελετάται στη Φυσική και την Ακουστική, αλλά είναι και κάτι που το αντιλαμβανόμαστε πραγματικά μέσα από την ακοή σε συνθήκες χαμηλού θορύβου περιβάλλοντος και τους κραδασμούς του σώματός μας. Πολλά από τα ηλεκτρονικά όργανα δεν έχουν καθόλου αρμονικούς και άλλα, όπως το ηλεκτρικό πιάνο έχει δείγματα από ηχογραφημένους φυσικούς ήχους, οι οποίοι όμως δεν αλληλοεπιδρούν όπως τα φυσικά όργανα ώστε να προκύψει μια ενδιαφέρουσα μίξη μέσα από τους εκατοντάδες συντονισμούς.
Η ιδιαίτερη φυσιολογία της κάθε φυλής, η ιδιαίτερη χλωρίδα της κάθε περιοχής της γης από την οποία φτιάχνονταν τα μουσικά όργανα και η κάθε γλώσσα είναι αυτά που οδήγησαν τη μουσική κάθε χώρας και εποχής να είναι τόσο διαφορετική.
Η μεγάλη ασθένεια της εποχής μας είναι ότι χάνουμε σταδιακά αυτή την πανάρχαια αίσθηση, επειδή δεν μεγαλώνουμε σε περιβάλλον που να τραγουδούν οι κοντινοί μας άνθρωποι στην καθημερινότητα κι έτσι δεν τραγουδούν κι οι νέοι παρά μόνο καραόκε με μικρόφωνο κλπ., επειδή συνηθίσαμε να ακούμε από τραντζιστοράκια, κι επειδή νομίζουμε ότι μαθαίνουμε σωστά μουσική σε μια κλαβινόβα ή σε κάποιο τάμπλετ, το οποίο είναι σαν να χτίζεις τον 5ο όροφο χωρίς τους από κάτω.
Πάντα θεωρούσαν οι παλιοί ότι υπάρχει παρακμή, αλλά εγώ μιλώ τώρα για κάτι πολύ βασικό που πρώτη φορά στην ιστορία χάνεται τόσο πολύ. Η μόνη σωτηρία είναι το τραγούδι από μικρή ηλικία κατά μίμηση σωστών δασκάλων, χωρίς μικρόφωνα βέβαια, με απλά τραγούδια, και κατόπιν σε χορωδίες. Και όσο περισσότερα φυσικά όργανα γίνεται.
…
Γιάννης Αχυρόπουλος
Η σχέση του ανθρώπου με τη «φύση», το «φυσικό», ο τρόπος παρέμβασής του και η σχέση του με αυτήν, σε όλη την πορεία της εξέλιξης του, δεν έπαψε ποτέ να απασχολεί φιλοσόφους, στοχαστές και επιστήμονες.
Η μουσική και η «φύση» της δεν θα μπορούσε να είναι έξω από αυτούς τους προβληματισμούς οι οποίοι δημιουργούνται ευθύς εξαρχής με το άκουσμα ενός μουσικού φθόγγου (νότα) και των αρμονικών ήχων που παράγονται «φυσικά».
Απλουστεύοντας και σχηματοποιώντας -ο στόχος δεν είναι μουσικολογικές αναλύσεις- όταν ακούμε μία νότα, για παράδειγμα ένα ντο που παίζεται από ένα πιάνο ή ένα βιολί, ακούμε στην πραγματικότητα ένα σύνολο ήχων. Ο ήχος που αναγνωρίζουμε σαν ντο είναι ο ισχυρότερος, οι δευτερεύοντες ήχοι είναι ασθενέστεροι και ονομάζονται αρμονικοί και δημιουργούν την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε ένα μείζονα τρόπο (μια ματζόρε κλίμακα)*.
Και εδώ αρχίζει η «παράνοια», το «πρόβλημα».
Πως γίνεται, αφού η φύση μας οδηγεί περισσότερο προς τον μείζονα τρόπο, να χρησιμοποιούνται και τρόποι που παρακάμπτουν την «φύση»;
Και μάλιστα να αρέσουν πολύ, διότι σε όλες τις εποχές, σε όλους τους πολιτισμούς και περιοχές του πλανήτη, οι μουσικοί συνέθεταν μουσική που παρέκκλινε της «φύσης» και του «φυσικού» μείζονα τρόπου και οι άνθρωποι άκουγαν και αγαπούσαν αυτές τις μουσικές γιατί τους άγγιζαν και τους συγκινούσαν.
Προφανώς είναι γιατί, όπως πολύ σωστά το θέτει ο Σπύρος, εκτός από τους παλμούς των χορδών που παράγουν ήχους και τους «φυσικούς» αρμονικούς τους, υπάρχουν και οι παλμοί της καρδιάς, που μας οδηγούν πέρα από τη «φύση» και -ευτυχώς- δεν υπόκεινται σε κανέναν «νόμο».
Όλες αυτές οι σκέψεις με οδηγούν σε έναν από τους θεμελιωτές της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής τον Μπαχ, ο οποίος ήταν οπαδός της εφαρμογής των δύο τρόπων, του «φυσικού» μείζονα και του «αμφίβολου» και «λιγότερου φυσικού» ελάσσονα, οι οποίοι θα αντικαθιστούσαν όλους τους άλλους, και θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ο εισηγητής της χρήσεως αυτής, αφού έγραψε για να καθιερώσει τους δυο τρόπους το μνημειώδες έργο του «Το καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο».
Αυτή ήταν η επανάσταση του Μπαχ (μεταξύ πολλών άλλων).
Και για να αξιολογήσουμε καλύτερα την επανάσταση του αρκεί να ανατρέξουμε εν συντομία στην μουσική πραγματικότητα όπως αυτή παρουσιάζεται ακριβώς πριν από την εμφάνιση του Μπαχ.
Από τον 17ο αιώνα αρκετοί θεωρητικοί δυσφήμισαν και παραμέρισαν τον ελάσσονα τρόπο (μινόρε). Υποστήριζαν ότι δεν προέρχεται από τη «φύση» ήταν δηλαδή κατά την άποψή τους ένα «τεχνητό προϊόν».
Έτσι για πολλούς στοχαστές του 18ου αιώνα ιδιαίτερα ότι δεν είχε για προέλευση του «τη φύση» ήταν καταδικασμένο σε μία κατωτερότητα. Ο αμφίβολος χαρακτήρας και η «αλλοίωση» που μοιάζουν σαν να στιγματίζουν την προέλευση του τρόπου μινόρε καθορίζουν επίσης και τον εκφραστικό χαρακτήρα του.
Έτσι πιστεύουν ότι το αίσθημα ερμηνεύεται δίχως την ειλικρίνεια και την φυσιολογική του αδρότητα αλλά κάπως μειωμένο, αποπροσανατολισμένο και όχι με ξεκάθαρο τρόπο.
Ο τρόπος ματζόρε δίνει μία εντύπωση καθαρότητας γεμάτη από φως και ήρεμη δύναμη· δίπλα του ο μινόρε φαίνεται ομιχλώδης, αδύναμος, ελλιπής, νοσηρός και παραπονιάρης.
Ο επιφανής θεωρητικός της εποχής Ζερλίνο ήταν ο πρώτος που έβγαλε τον αφορισμό ότι «το μινόρε απομακρύνεται κάπως από την τελειότητα της αρμονίας». Τον αφορισμό αυτό τον επανέλαβαν πολλοί θεωρητικοί της μουσικής.
Η Ιστορία της Μουσικής Τέχνης ωστόσο διαψεύδει αυτές τις απόψεις και μας δείχνει ότι σε όλες τις εποχές από την Αρχαία Ελλάδα,τον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση μέχρι τον 17ο αιώνα είχε επικρατήσει μια διαφορετική γνώμη για τη χρήση των τρόπων που ξεφεύγουν από τη «φύση», ακούγοντας προφανώς περισσότερο τους παλμούς της καρδιάς.
Τέτοια ήταν η κατάσταση και οι αντιθέσεις που απασχολούσαν τους μουσικούς κύκλους της Ευρώπης όταν εμφανίστηκε ο Μπαχ.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: 1952, Music of the People montage: Μία από τις πιο διάσημες εικόνες του Coney Island του κυρίου Feintein (φωτογραφία) χρησιμοποιεί τα κιγκλιδώματα του πεζόδρομου ως φύλλο τζαζ και τα θέματά του ως μουσικές νότες