Ανασκαλεύοντας την υποβοηθούμενη μνήμη μου, μέσα σε μία καλοκαιρινή ρέμβη, που σταδιακά-μεταμορφώνεται σε χαρμολύπη, παλεύω να κρατήσω μέσα μου το καλοκαίρι όπως πρέπει να είναι, ανάλαφρο σαν παγωτό της μηχανής, χορταστικό σαν τα γεμιστά της γιαγιάς με φέτα, ανέμελο σαν το παιχνίδι με την άμμο να αγκαλιάζει τα πόδια σου, αβίαστο σαν το κελαρυστό γέλιο μικρού παιδιού.
Ας λέμε όμως τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Το τέλος του καλοκαιριού πάντα με ρίχνει, πόσο μάλλον αυτό το καλοκαίρι. Το μυαλό τρέχει, το σώμα αρνείται να τρέξει με την ίδια ταχύτητα και προκειμένου να έρθω στα ίσια μου, βάζω όπισθεν. Και σκοντάφτω πάνω στο παρακάτω περιστατικό από το κοντινό παρελθόν.
Χαρωπή επιστροφή σήμερα το μεσημέρι από το σχολείο. Αναμαλλιασμένη η μικρή τρελοκοτσιδού, σέρνοντας την τσάντα της, -κι από κάτω το πεζοδρόμιο να αγκομαχά σαν διάδρομος αεροδρομίου-. Να μιλάει ακατάπαυστα για το τι είπε η κυρία σήμερα, ποιος ήταν άρρωστος, ποιος έπαιξε με ποιον, αν έφαγε όλο της το κολατσιό, πόσα διαβάσματα έχει για αύριο, αν κατουριέται, αν πεινάει, τι θα φάμε μαμά, μαμά πεθαίνω της πείνας. Γρατσουνισμένο το ακόμη μικρότερο τρολ της οικογένειας (γιατί μία τούμπα την ημέρα, τον γιατρό τον κάνει πέρα, άλλωστε), χοροπηδάει σε κάθε ευκαιρία, προσπαθεί να μιλήσει κι αυτός ο δύσμοιρος, η γλωσσοκοπάνα δίπλα του όμως δεν τον αφήνει, και γι’ αυτό συνεχίζει το χοροπηδητό. Φτάνουμε στον δρόμο μας, μπαίνουμε στην πολυκατοικία και καλώ το ασανσέρ να έρθει. Δεν ανταποκρίνεται για λίγα δευτερόλεπτά αλλά εν τέλει κατεβαίνει. Ανοίγοντας την πόρτα, ακούμε μία υπόκωφη, βαριά φωνή να λέει (ο συντηρητής ήταν που έκανε τα μαγικά του πάνω από το κουβούκλιο του ασανσέρ):
“Θέλετε να μπείτε στο ασανσέρ;”
Η κόρη μου με κοιτά αποσβολωμένη ανοίγοντας τα μάτια της τόσο που έφτασαν στα αυτιά.
“Ναι”. Απαντώ σαν μη συμβαίνει τίποτα, ξέρω όμως ότι τα μικρά με κοιτάνε αδημονώντας να τους εξηγήσω τι στο καλό συμβαίνει και γιατί το ασανσέρ μιλάει.
“Που πάτε;” Ρωτάει ευγενικά πάλι η βαριά και υπόκωφη φωνή
“Στον δεύτερο”
“Εντάξει, μπείτε.”
“Σίγουρα?”
“Σίγουρα, μπείτε”
Μπαίνουμε λοιπόν αμίλητοι μέσα, ο μικρός μου κρατάει το χέρι και με κοιτάει με μία υποψία φόβου. Το μυαλό της μικρής το βλέπω να μαγειρεύει μανιωδώς ιστορίες και περιμένω να ακούσω την ερώτηση. Περιμένει όμως κι αυτή να φτάσουμε, γιατί έχει μια έμφυτη ευγένεια. Βγαίνουμε από το ασανσέρ, και φωνάζω κοιτώντας προς τα πάνω:
“Εντάξει, φτάσαμε!”
“Ευχαριστώ!” απαντά και το ασανσέρ απομακρύνεται μόνο του.
Σιωπή, αναμονή λίγων δευτερολέπτων και μετά έρχεται η ερώτηση όλο απορία:
“Μαμά, είναι κάποιος κύριος πάνω από το ασανσέρ;»
«Ναι μωρό μου»
«Μαμά, και ο κύριος αυτός μας ανέβασε με το ασανσέρ;”
¨Ναι μωρό μου”
Άνοιγει τα μάτια της τα τεράστια , βάζει τα χέρια στη μέση της και με βλέμμα δασκαλίστικο μου λέει:
“Δηλαδή μαμά, αυτός ο κύριος μας ανεβοκατεβάζει κάθε μέρα; Ζει μέσα στο ασανσέρ όλον αυτόν τον καιρό και δε μου πες τίποτα;”
Μου έφτιαξε τη μέρα η μικρή τότε, μου την έφτιαξε και τώρα. Η θύμηση αυτής της στιγμής ισορρόπησε για μια στιγμή αυτή την Αυγουστιάτικη χαρμολύπη, που φέτος είχε περισσότερο γκρίζο από πέρυσι, σαν αυτό το γκρι της στάχτης που κολλάει πάνω σου και ποτίζει το μέσα σου.
Και μετά, αυτό το μυαλό που γυρίζει συνεχεια, άρχισε να κάνει άλματα, όχι σαν αυτά τα υπέροχα άλματα του υπέροχου Τεντόγλου, αλλά άλματα συνειρμικά. Και έτσι από την μάλλον αστεία εικόνα του συντηρητή του ασανσέρ που ζει, σύμφωνα με την φαντασία της κόρης μου, πάνω από το κουβούκλιο και μας ανεβοκατεβάζει καθημερινά, έφτασε σε εικόνες ανθρώπων παγιδευμένων, ανθρώπων ανέστιων, ανθρώπων αναλώσιμων. Ανθρώπων των οποίων την υπάρξη αγνοούμε ή δε θέλουμε να γνωρίζουμε γιατί δεν ανήκουν στον μικρόκοσμό μας. Ο Charles-Simon Favart είπε ότι η αδιαφορία είναι ο ύπνος της καρδιάς. Κοιμάται άραγε η καρδιά μας; Κι αν κοιμάται τι ονείρατα βλέπει;
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Φωτογραφία αρχείου (συνωστισμένος ανελκυστήρας) μέσω Deposit Photos/everett225.