Ίσως φέτος να έχουμε περισσότερη ανάγκη να θυμηθούμε το ελληνικό καλοκαίρι έτσι όπως το κατέγραψαν Έλληνες φωτογράφοι κατά την πάροδο των δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα.
…
Βούλα Παπαϊωάννου (1898-1990)
Η Βούλα Παπαϊωάννου μυήθηκε στην τέχνη της φωτογραφίας στα μισά της δεκαετίας του 1930 ασκούμενη κατ’ αρχάς με επιτυχία σε λήψεις τοπίου, μνημείων και αρχαιολογικών εκθεμάτων.
Η Βούλα Παπαϊωάννου μυήθηκε στην τέχνη της φωτογραφίας στα μισά της δεκαετίας του 1930 ασκούμενη κατ’ αρχάς με επιτυχία σε λήψεις τοπίου, μνημείων και αρχαιολογικών εκθεμάτων.
Στροφή στην πορεία του έργου της αποτέλεσε η κήρυξη του πολέμου του ’40 και ιδιαίτερα τα δεινά του άμαχου πληθυσμού της Αθήνας, κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, που ενεργοποίησαν την κοινωνική συνείδηση της φωτογράφου. Έγινε μάρτυρας στον αποχαιρετισμό των στρατευμένων, στις ετοιμασίες της πόλης για την αντιμετώπιση των εκτάκτων αναγκών και στη φροντίδα των πρώτων τραυματιών. Όταν η πείνα έπληξε την πρωτεύουσα, κατήγγειλε τη φρίκη του πολέμου με τις συγκλονιστικές μορφές των αποσκελετωμένων παιδιών.
Μετά την Απελευθέρωση ως υπεύθυνη του φωτογραφικού τμήματος της UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration) περιηγήθηκε τη ρημαγμένη ελληνική ύπαιθρο και κατέγραψε τις δύσκολες συνθήκες επιβίωσης των κατοίκων της. Ξεφεύγοντας συχνά από τις εντολές της υπηρεσίας της, απαθανάτισε προσωπικές ιστορίες και φυσιογνωμίες απλών ανθρώπων που παραπέμπουν μάλλον στην αξιοπρέπεια παρά στην εξαθλίωση.
Στη δεκαετία του ’50 το έργο της εκφράζει την αισιοδοξία που επικρατούσε μετά τον πόλεμο για το μέλλον της ανθρωπότητας και ιδιαίτερα την τάση στην επάνοδο των παραδοσιακών αξιών. Πέρα από κάθε προηγούμενη ρομαντική προσέγγιση, αποτύπωσε και πάλι το ελληνικό τοπίο με τα σημάδια της ιστορίας του και τους κατοίκους της υπαίθρου.
Η Βούλα Παπαϊωάννου εντάσσεται στο ρεύμα της «ανθρωπιστικής φωτογραφίας» που αναπτύχθηκε ως αντίδοτο της κατάλυσης των ανθρωπίνων αξιών εξαιτίας του πολέμου. Ο αγώνας των συμπατριωτών της για επιβίωση, όπως αποτυπώθηκε από το φακό της με σεβασμό, καθαρή ματιά και διακριτική συμμετοχή, αποκτά παγκοσμιότητα και αντανακλά την πίστη στη δύναμη του απλού ανθρώπου και στην αξία της ζωής.
…
Νικόλαος Τομπάζης (1894-1986)
Ο Νικόλαος Τομπάζης γεννήθηκε στην ελληνική πρεσβεία της Πετρούπολης το 1894. Ο πατέρας του, ωστόσο, τον ενέγραψε δημότη στο προγονικό νησί της οικογένειας, την Ύδρα. Η φύση και ιδιαίτερα τα βουνά τράβηξαν την προσοχή του από νεαρή ηλικία.
Δέκα οκτώ χρόνων προσλήφθηκε ως εμπορικός πράκτορας στην εταιρεία των Αδελφών Ράλλη στις Ινδίες. Για τα επόμενα 30 χρόνια επιδόθηκε στη φωτογραφία, παράλληλα με την ορειβασία, το ψάρεμα και την εκτροφή σκυλιών ράτσας. Γνώριζε τις περισσότερες βουνοκορφές των Ιμαλαΐων, αλλά και των ελβετικών Άλπεων, όπου περνούσε τις διακοπές του και τις οποίες συστηματικά φωτογράφισε. Το 1925 οργάνωσε ορειβατική αποστολή στο όρος Σικίμ των Ιμαλαΐων, καρπός της οποίας ήταν η έκδοση «Account of a Photographic Expedition to the Southern Glaciers of Kangchenjunga in the Sikkim Himalaya». Έγινε μέλος της Royal Photographic Society στο Λονδίνο και ταμίας της Photographic Society στην Καλκούτα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στις Ινδίες, οργάνωσε δύο φωτογραφικές εκθέσεις στην Καλκούτα και μία στο Καράτσι. Η γέννηση των παιδιών του πρόσφερε ένα άλλο αγαπημένο και τρυφερό θέμα στη φωτογραφική του μηχανή.
Το 1945 συνταξιοδοτήθηκε από τη εταιρεία των Αδελφών Ράλλη και επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου ασχολήθηκε επαγγελματικά πλέον με τη φωτογραφία. Από το 1950 ασχολήθηκε κυρίως με την αρχαιολογική φωτογραφία. Σε συνεργασία με την Αρχαιολογική Εταιρεία αποτύπωσε τις ανασκαφές των αρχαιολόγων Τάκη Θεοχάρη στο Ασκηταριό της Ραφήνας και Ιωάννη Παπαδημητρίου στη Βραυρώνα και τη Μερέντα.
Η λεπτομερής καταγραφή της ανασκαφικής διαδικασίας και η αποτύπωση των ευρημάτων θα τον καταξιώσουν σαν έναν από τους καλύτερους φωτογράφους του είδους. Παράλληλα αποτύπωσε τοπία και ανθρώπους της ελληνικής υπαίθρου, κληροδοτώντας στις νεότερες γενιές ένα πολύτιμο ιστορικό τεκμήριο για τη φυσιογνωμία του τόπου και την καθημερινή ζωή. Η αγάπη του για το ελληνικό τοπίο και τα μνημεία – αρχαία και βυζαντινά – του εξασφάλισαν μια μόνιμη συνεργασία με το Υπουργείο Τουρισμού, που είχε στην κατοχή του αντίγραφο του αρχείου του. Φωτογραφίες του δημοσιεύθηκαν σε τουριστικά έντυπα και οδηγούς της δεκαετίας του ’50 ή εικονογράφησαν αρχαιολογικές δημοσιεύσεις.
Αξιοσημείωτη, τόσο για την καλλιτεχνική της αρτιότητα όσο και για την τεκμηριωτική της αξία, είναι η σειρά των φωτογραφιών του Αγίου Όρους, το οποίο επισκέφθηκε το 1962. Ο Τομπάζης αποτύπωσε συστηματικά την αρχιτεκτονική των μονών, τους θησαυρούς των έργων τέχνης και την καθημερινή ζωή των μοναχών της αθωνικής πολιτείας. Μέρος των φωτογραφιών του Αγίου Όρους εκτέθηκαν το 1962 στο Βρετανικό Συμβούλιο με τίτλο «Νικολάου Τομπάζη, Φωτογραφική Έκθεση Αγίου Όρους».
Το αρχείο, που αριθμεί συνολικά γύρω στα 30.000 αρνητικά και μεγάλο αριθμό πρωτότυπων εκθεσιακών τυπωμάτων, είναι άρτια ταξινομημένο σε χειροποίητα λευκώματα και καλαίσθητα κουτιά και αντανακλά το μεράκι και την καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του κοσμοπολίτη και – γιατί όχι – αριστοκράτη φωτογράφου.
Ο Νικόλαος Τομπάζης τιμήθηκε με τη διάκριση του μέλους της Fédération de l’Art Photographique της Ελβετίας. Το 1997 το αρχείο του δωρίστηκε από τους απογόνους του στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη.
Ηλικιωμένος φουστανελοφόρος σε καφενείο στο λιμάνι. Ύδρα, 1951
…
Δημήτρης Χαρισιάδης (1911-1993)
Γόνος αστικής οικογένειας από την Καβάλα. Σπούδασε Χημεία στη Λωζάνη, ενώ η φωτογραφία από νωρίς τράβηξε το ενδιαφέρον του. Αφετηρία της φωτογραφικής του πορείας αποτέλεσε το αλβανικό μέτωπο (1940), όταν ο Χαρισιάδης ως έφεδρος αξιωματικός και επίσημος φωτογράφος του στρατού, απαθανάτισε τη ζωή των στρατιωτών και την επέλαση της ελληνικής στρατιάς στη Βόρεια Ήπειρο.
Μετακληθείς λόγω της γλωσσομάθειάς του, στην Αθήνα, κατέγραψε τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Ως ανταποκριτής του ευρωπαϊκού τύπου φωτογράφησε τα «Δεκεμβριανά» και τον Εμφύλιο. Μετά την Απελευθέρωση και για λογαριασμό των ξένων αποστολών βοήθειας, τεκμηρίωσε φωτογραφικά την άφιξη και τη διανομή της αμερικανικής βοήθειας προς τη χώρα. Αργότερα, με εντολή του Υπουργείου Ανασυγκρότησης κατέγραψε την οικονομική ανάκαμψη της χώρας και τα μεγάλα έργα.
Υπήρξε από τους πρωτεργάτες στην ίδρυση της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας το 1952. Από το 1956 έως το 1985 διατηρούσε το γνωστό φωτογραφικό πρακτορείο «Δ.Α. Χαρισιάδης» με το συνεργάτη του Διονύση Ταμαρέση. Στο πλαίσιο των επαγγελματικών του υποχρεώσεων κατέγραψε την εκβιομηχάνιση της χώρας, την ανάπτυξη της ναυτιλίας και την εξάπλωση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Ως φωτογράφος του Εθνικού Θεάτρου εντρύφησε και στη θεατρική φωτογραφία, καταθέτοντας πολυτιμότατο υλικό για την ιστορία του.
Παράλληλα με την επαγγελματική φωτογράφηση, το προσωπικό του ενδιαφέρον στράφηκε προς το ελληνικό τοπίο, τους οικισμούς, την καθημερινή ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου και των πόλεων, και τέλος προς τον ίδιο τον άνθρωπο, «το πλέον ενδιαφέρον θέμα που υπάρχει εις τον Κόσμον».
Στην επαφή του με τα ξένα φωτογραφικά πρακτορεία και στην ενημέρωσή του γύρω από τη διεθνή φωτογραφική κίνηση μπορούν να αποδοθούν οι φωτογραφικές επιρροές αμερικανικής, κυρίως, προέλευσης που διακρίνονται στο έργο του.
Η διεθνής αναγνώριση της καλλιτεχνικής αξίας του έργου του ήρθε από νωρίς. Ήταν ο μόνος έλληνας που συμμετείχε στη μεγάλη έκθεση «The Family of Man» στη Νέα Υόρκη το 1955. Επίσης πήρε μέρος στις εκθέσεις: «Greece seen by eleven Greek photographers» στο Σικάγο το 1957, «The Pace of the European» στο Μόναχο το 1959 και πολλές άλλες. Η ισορροπημένη, συχνά αφαιρετική σύνθεση, η άψογη τεχνική, το χιούμορ και η αισιοδοξία χαρακτηρίζουν τη γραφή του Χαρισιάδη, ο οποίος συνδύασε τις ξένες επιδράσεις με την ελληνική αισθητική σε ένα καθαρά προσωπικό ύφος.
Πλένοντας τα σφουγγάρια. Κάλυμνος, 1950
…
Ιωάννης Λάμπρος (1915-1988)
Ο Ιωάννης Δ. Λάμπρος (1915-1988) ξεκίνησε τους φωτογραφικούς του πειραματισμούς τα χρόνια του μεσοπολέμου. Στο χώρο της φωτογραφίας έχει μείνει γνωστός για την ενεργή συμμετοχή του στη λειτουργία και στις εκδηλώσεις της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας (Ε.Φ.Ε.).
Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του σωματείου και η ανάμειξή του στις ποικίλες δραστηριότητές του ήταν πολύπλευρη και σημαντική. Εργαζόταν στενά με τους συντάκτες του τριμηνιαίου περιοδικού της Ε.Φ.Ε., Ελληνική Φωτογραφία που κυκλοφόρησε το 1954, δημοσιεύοντας φωτογραφίες του και άρθρα σχετικά με τη φωτογραφική τεχνική. Το διάστημα 1968-1975 κατείχε τη θέση του Προέδρου της Ε.Φ.Ε. συγκεντρώνοντας τις οργανωτικές και καλλιτεχνικές δυνάμεις του για την ανάπτυξη και διάδοση της ερασιτεχνικής καλλιτεχνικής φωτογραφίας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Από το 1961 έως το 1968 συνεργάστηκε με τον Εθνικό Οργανισμό Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.). Φωτογραφίες του χρησιμοποιήθηκαν για την εικονογράφηση αφισών του οργανισμού, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής εικόνας της χώρας μας.
Εργάστηκε στους ΣΕΚ (Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους) από το 1942 έως το 1979 αποχωρώντας με τον ανώτατο βαθμό του Διοικητή του ΟΣΕ. Στο πλαίσιο των καθηκόντων του, είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει στην επαρχία και να εικονογραφήσει την εξέλιξη των ελληνικών σιδηροδρόμων. Με την πάροδο του χρόνου, οι φωτογραφίες αυτές μετατράπηκαν σε ντοκουμέντα της – άγνωστης για πολλούς – σιδηροδρομικής ζωής της χώρας μας. Ο ανήσυχος φωτογραφικός του φακός, ταυτόχρονα, κατέγραψε την ομορφιά του ελληνικού τοπίου, μεταφέροντας με ευγένεια και νοσταλγία το θεατή σε μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια.
Οι φωτογραφικές επισημάνσεις προσώπων, επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στο άμεσο οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον. Οι κόρες του Ιωάννη Λάμπρου, συνοδοιπόροι και πολύτιμοι βοηθοί, κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Ωστόσο δε λείπουν και φωτογραφικά πορτραίτα επιφανών Αθηναίων, όπως του γλύπτη Θανάση Απάρτη, της χορογράφου Μαρίας Χορς και του πολιτικού Τζαννή Τζαννετάκη.
Το φωτογραφικό έργο του Ιωάννη Λάμπρου ευγενικά παραχώρησαν στο Τμήμα των Φωτογραφικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη το 2002, οι κόρες του Σόνια Λάμπρου και Φανή Βαφιαδάκη.
Παραλία Μαραθώνα, 1978
Γυναίκα σε κατάρτι ιστιοφόρου. Κέρκυρα, 1938-1940
Παιδί σε στενό στο χωριό Μάρπησσα. Πάρος, 1962
Δίχτυα στο λιμάνι. Παροικιά, 1962
Στιγμιότυπο στο αρχαίο θέατρο. Επίδαυρος, 1962
Το λιμάνι. Ύδρα, 1947-1948
…
Ζαχαρίας Στέλλας
Ο Ζαχαρίας Στέλλας ασχολήθηκε με την φωτογραφία εστιάζοντας ιδιαίτερα στον τόπο καταγωγής του, την Πάρο, αλλά και σε άλλα νησιά του Αιγαίου. Το έργο σχετικά με την Πάρο εκδόθηκε σε πέντε εκδόσεις, οι οποίες δεν κυκλοφόρησαν στο εμπόριο αλλά δωρήθηκαν σε βιβλιοθήκες, ιδρύματα και ανθρώπους.
Υπήρξε ένα από τα πρώτα μέλη της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας (ΕΦΕ), αρθρογραφούσε σε περιοδικά σχετικά με την φωτογραφία ενώ φωτογραφίες του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά.
Είχε τιμηθεί με τους τίτλους AFIAP και EFIAP από την Διεθνή Ομοσπονδία Φωτογραφικής Τέχνης (1965 και 1971 αντίστοιχα) ενώ το 2008 το Μουσείο Μπενάκη επέλεξε να πλαισιώσει το ημερολόγιό του με φωτογραφίες του Ζαχαρία Στέλλα. Το 2005 δώρισε το σύνολο του φωτογραφικού του έργου στο Μουσείο Μπενάκη.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Ζαχαρίας Στέλλας
Πηγή: benaki