Φτάνουμε κάποτε κι εκεί που η επιθυμία, η προσδοκία και η πίστη δεν έχουν τόση σημασία. Στη θέση του «Παίκτη» και του επιχειρήματός του. Το Επιχείρημα του «Παίκτη» που προέρχεται από τα γραπτά του Blaise Pascal. Και είναι ευρύτερα γνωστό ως «Στοίχημα του Πασκάλ». Σκοπός του είναι να δείξει ότι το καλύτερο που θα είχε να κάνει ένας μυαλωμένος τζογαδόρος είναι να «ποντάρει» στο ότι ο Θεός υπάρχει. Ξεκινά από τη θέση του αγνωστικιστή. Αυτού που δεν πιστεύει ώστε ν’ αποφασίσει αν ο Θεός υπάρχει ή όχι.
Ενός αγνωστικιστή που πιστεύει ότι υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες ο Θεός να υπάρχει, αλλά ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία προκειμένου το θέμα να κριθεί με βεβαιότητα. Ένας τυπικός άθεος, αντίθετα, πιστεύει ότι υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο Θεός δεν υπάρχει. Το Επιχείρημα του «Παίκτη» ακολουθεί την εξής πορεία: αφού δεν ξέρουμε αν ο Θεός υπάρχει ή δεν υπάρχει, βρισκόμαστε πάνω-κάτω στην ίδια θέση μ’ έναν τζογαδόρο πριν αρχίσει η κούρσα του ιπποδρόμου ή πριν ανοίξει τα χαρτιά του. Πρέπει λοιπόν να υπολογίσουμε τις πιθανότητες.
Ο αγνωστικιστής όμως θεωρεί πως ο Θεός έχει τις ίδιες πιθανότητες να υπάρχει ή να μην υπάρχει. Η πορεία που θ’ ακολουθήσει είναι να σταθεί στη μέση. Χωρίς να κινείται προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Το Επιχείρημα του «Παίκτη» όμως υποστηρίζει ότι το πιο λογικό που μπορούμε να κάνουμε είναι να στοχεύουμε στο μεγαλύτερο δυνατό κέρδος σε περίπτωση που κερδίσουμε, και ταυτόχρονα στις μικρότερες δυνατές απώλειες, σε περίπτωση που χάσουμε. Με άλλα λόγια, να μεγιστοποιούμε τα πιθανά κέρδη και να ελαχιστοποιούμε τις πιθανές απώλειες. Σύμφωνα με το Επιχείρημα του «Παίκτη», ο καλύτερος τρόπος να το πετύχουμε είναι πιστεύοντας στο Θεό.
Υπάρχουν τέσσερις πιθανές εκβάσεις: Αν ποντάρουμε στην ύπαρξη του Θεού και κερδίσουμε (αν δηλαδή ο Θεός υπάρχει), τότε κερδίζουμε την αιώνια ζωή, δηλαδή το μεγάλο έπαθλο. Αν χάσουμε ποντάροντας σ’ αυτή την επιλογή, και ο Θεός όντως δεν υπάρχει, δεν χάνουμε τίποτα σημαντικό σε σύγκριση με την πιθανότητα της αιώνιας ζωής. Μπορεί βέβαια να μας «διέφυγαν» ορισμένες επίγειες απολαύσεις, να ξοδέψαμε πολλές ώρες σε προσευχές και να ζήσαμε τη ζωή μας μέσα σε ψευδαίσθηση.
Αν επιλέξουμε να ποντάρουμε στην επιλογή ότι ο Θεός δεν υπάρχει και κερδίσουμε -αν δηλαδή ο Θεός δεν υπάρχει- τότε θα περάσουμε μια ζωή χωρίς ψευδαισθήσεις. Και θα νιώθουμε πλήρη ελευθερία να εντρυφήσουμε στις απολαύσεις ετούτης της ζωής χωρίς το φόβο της θείας τιμωρίας. Αν όμως ποντάρουμε σ’ αυτή την επιλογή και χάσουμε -αν δηλαδή ο Θεός υπάρχει- τότε χάνουμε τουλάχιστον την πιθανότητα της αιώνιας ζωής. Και μπορεί να διακινδυνεύουμε ακόμα και την αιώνια καταδίκη μας στην κόλαση. Ο Pascal υποστήριξε ότι, σαν παίκτες αντιμέτωποι με τις παραπάνω επιλογές, η πιο λογική πορεία που μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε είναι να πιστέψουμε ότι ο Θεός πράγματι υπάρχει.
Έτσι, αν έχουμε μαντέψει σωστά, έχουμε πιθανότητα να κερδίσουμε την αιώνια ζωή. Αν ποντάρουμε στο ότι ο Θεός υπάρχει και κάνουμε λάθος, δεν χάνουμε τόσα όσα θα χάναμε αν πιστεύαμε ότι ο Θεός δεν υπάρχει. Και τελικά κάναμε λάθος. Αν θέλουμε λοιπόν να μεγιστοποιήσουμε το πιθανό κέρδος μας και να ελαχιστοποιήσουμε τις πιθανές απώλειες, τότε πρέπει να πιστέψουμε ότι ο Θεός υπάρχει.
Το «Επιχείρημα του Παίκτη» δεν παρέχει απολύτως κανένα στοιχείο για να πείσει ότι ο Θεός όντως υπάρχει. Μας καθοδηγεί ,ως τζογαδόρους, να ακολουθήσουμε ότι μας συμφέρει να είναι έτσι. Μπορώ να πάω κόντρα στην πίστη κια την αλήθεια μου προς όφελος του κέρδους; Μπορώ να τοποθετούμαι ανεξάρτητα από την ελπίδα και τις προσωπικές μου προσδοκίες; Και μάλιστα με τρόπο που όλα τα υποκαθιστά το κέρδος; Μπορεί το κέρδος να υποδεικνύει την αλήθεια;
Ο B.Pascal μας έδειξε ότι μέσω του αναμενόμενου κέρδους παρακάμπτουμε τη συναισθηματική τοποθέτησή μας σε καίρια ερωτήματα πίστης. Ακόμη κι αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός. Γεγονός που σχεδόν αυτόματα απαντά και στο ερώτημα εάν υπάρχει ή όχι άνθρωπος, όταν το κέρδος είναι το ζητούμενο. Βέβαια το αποτέλεσμα σύμφωνα με τον Pascal είναι να οδηγηθούμε τελικά στην πίστη περί Θεού, οπότε έχουμε και το κέρδος και τον Θεό με το μέρος μας. Με άλλα λόγια, υπάρχουν έμμεσοι τρόποι με τους οποίους μπορούμε σκόπιμα να προκαλέσουμε τη γέννηση της πίστης εκ του μηδενός.
Ίσως βέβαια από την άλλη η πίστη και η εμπιστοσύνη είτε αφορά σε Θεούς, σε ανθρώπους, σε αξίες, σε ιδανικά δεν μπορεί να αποφασιστεί ως πολιτικό θέμα. Και ούτε αποτελεί μια απλή πράξη βούλησης, λογικής συνάφειας και μαθηματικού αλγορίθμου. Η ανθρώπινη παρόρμηση αλλά και η ταυτότητα βρίσκεται στην ανάγκη βαθιάς κι ευρείας σύνδεση με αυτόν που βρίσκεται σε συνθήκη προσωπικής απώλειας.
Στην τρέχουσα κοινωνική συνθήκη η προσαρμογή -ως άλλη πτυχή της ρευστότητας- και το παρουσιαστικό αποτελούν αξιακές συνιστώσες της εύθραυστης ταυτότητας. Αυτής που μαστίζεται όχι από ενοχές, αλλά από άγχος, ντροπή και μελαγχολία. Η ευθραυστότητα της ταυτότητας – η αστάθειά της – η ανάγκη για εξωτερική επικύρωση και η συνεχής ανάγκη για μια επιμελημένη παρουσίαση του εαυτού αποτελεί μια άλλη όψη της ρευστότητας.
Στην προσπάθεια να αισθανθούμε -μέχρι ένα βαθμό- τη σύνθετη αναπαράσταση του άλλου, να κατανοήσουμε τί σημαίνει η τραγωδία του βιώνουμε την «ηδονική κατάθλιψη» του Mark Fisher (2009). Βιώνουμε το ευρύτερο μωσαϊκό της ζωής μας, εστιάζοντας σε ένα σημείο των αλληλένδετων νημάτων που δημιουργούν τοπικό σχήμα και χρώμα και αδυνατούμε να επιδιώκουμε τίποτε άλλο παρά μόνο την ευχαρίστηση. Υπάρχει μόνο η αίσθηση του λειψού κι ανολοκλήρωτου – ότι κάτι λείπει. Χωρίς τη μυστηριώδη και μοναχική απόλαυση της απώλειας.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: The cast and crew of The Misfits visit a casino, 1960, 2013 / Eve Arnold
Ο Δημήτρης Καραμανάβης είναι ψυχίατρος, psychiatrylarisa.gr