Πέμπτη μεσημέρι. Ετοιμάζουμε το μάθημα των Νέων Ελληνικών με τη Νεφέλη, ένα γλυκύτατο παιδί με ειδικές ανάγκες που φέτος μεγάλωσε, και πλέον φοιτά στο Γυμνάσιο. Η Νεφέλη, το Νεφελάκι μου, έχει διαγνωστεί με ήπια νοητική υστέρηση, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πλήρως λειτουργική στο τυπικό, συμβατικό σχολείο. Παρακολουθεί μαζί με τα άλλα παιδιά, έχει απορίες όπως όλα τα παιδιά, καμιά φορά βαριέται να κάνει μάθημα, όπως όλοι μας άλλωστε.
Η Νεφέλη έχει όνειρα όπως όλα τα παιδιά.
Το μόνο που δεν έχει, είναι φίλους.
Κάπου εδώ μπαίνω εγώ στην ιστορία που θα σας διηγηθώ σήμερα.
Χθες λοιπόν στην ώρα της μελέτης, έπρεπε να γράψουμε ένα κείμενο για το μάθημα των Νέων Ελληνικών, όπου η Νεφέλη θα έπρεπε να αναπτύξει και να αιτιολογήσει ποιο είναι το αγαπημένο της hobby. Η αντανακλαστική αντίδραση της όταν διάβασα φωναχτά το task της ημέρας, ήταν να πιάσει το κεφάλι της μες τα δύο της χέρια, να ξεφυσήσει με περίσσια αγανάκτηση και να αρχίσει να επαναλαμβάνει σε απολογητικό τόνο: «είναι πάρα πολλά, δεν θα προλάβουμε!» μια φράση πλέον σήμα κατατεθέν της.
Και φυσικά προλάβαμε εν τέλει.
Αυτό που με κάνει να θέλω να μνημονεύσω και να μοιραστώ όμως αυτό το συμβάν, έχει να κάνει με το πόσο γλυκά απρόσμενη είναι η φύση των παιδιών πολλές φορές.
Ξέρετε, το να διδάσκεις ένα παιδί που δεν αντιλαμβάνεται τον κόσμο όπως οποιοδήποτε άλλο συμβατικό παιδί, βοηθάει κι εμάς τους εκπαιδευτικούς να γίνουμε δημιουργικοί με το αντικείμενο και να ξεφύγουμε από το κλασικό «κάνε εγκλιτική αντικατάσταση στο τάδε ρήμα». Αποφασίσαμε να μιλήσουμε λιγάκι πρώτα.
Πολλές φορές, τα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες αποστρέφονται τον ανοικτό διάλογο, πιθανώς επειδή έχουν συσσωρεύσει τόσες αρνητικές εμπειρίες από το παρελθόν, που φτάνουν να το φοβούνται. Με αποτέλεσμα να δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο το κομμάτι της επικοινωνίας με τον συμβατικό πληθυσμό.
Σ’ αυτό συνηγορεί βέβαια και η φτωχή παιδεία που έχουν πολλοί από εμάς, γύρω από το κομμάτι της ίσης αντιμετώπισης ατόμων με αναπηρίες. Σε κάποια στερεοτυπικά, κλειστόμυαλα κεφάλια τα παιδιά με αναπηρίες θα πρέπει να πετιούνται σε σύγχρονους Καιάδες. Να υφίστανται μια τιμωρία παραδειγματική, επειδή τόλμησαν να βλέπουν τον κόσμο διαφορετικά από εμάς τους φυσιολογικούς, εμάς τους πανέξυπνους.
Πίσω στο διάλογο: η Νεφέλη φοβόταν να μιλήσει στην αρχή. Με κοιτούσε με δύο μεγάλα καστανά μάτια, γεμάτα αβεβαιότητα και φόβο μη και πει κάτι που κουτό. Όταν την ξαναρώτησα ποια είναι τα πράγματα που της έρχονται στο μυαλό όταν τη ρωτάω για τις αγαπημένες της ασχολίες, εκείνη σώπασε για ακόμα λίγα δευτερόλεπτα, όταν ξαφνικά πετάχτηκε από τη θέση της και αναφώνησε:
“Το ποδόσφαιρο φυσικά! Αφού κορίτσι είμαι, τι άλλο να μου αρέσει!»
Κανένας άλλος δεν έχει ξαναμιλήσει με τόση σιγουριά για κάτι, με τόση φυσικότητα. Κι όμως για το παιδί αυτό, αν υπάρχει ένα μοναδικό πράγμα που αγαπάει περισσότερο στον κόσμο από τα Αρχαία, αυτό είναι το ποδόσφαιρο. Και υπερασπίστηκε αυτή της την αγάπη, γράφοντας ολομόναχη παραγράφους ολόκληρες γι’ αυτή.
Η Νεφέλη δεν ξέρει τι σημαίνει φυλετικός σεξισμός. Γνωρίζει την έννοια, όπως κι αυτές του ρατσισμού, της προκατάληψης και του στερεοτύπου, όμως στο κεφαλάκι της δεν υπάρχει χώρος ώστε αυτά να ριζώσουν και να την κάνουν να αμφιβάλλει για το ποια είναι.
Εν τέλει, δεν ξέρω ποιος διδάσκει ποιόν στην πραγματικότητα.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: pinterest