Από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά καθιερώθηκε – τουλάχιστον τυπικά – η οχτάωρη εργασία. Λίγο νωρίτερα, ένας Βρετανός βιομήχανος, ο Robert Owen, ο οποίος θέλησε να βελτιώσει τις εργασιακές συνθήκες για τους υπαλλήλους του, τόνισε την ισορροπία στην καθημερινή ζωή ορίζοντας την ιδανική ημέρα ως αυτή που χωρίζεται σε 8 ώρες εργασίας 6 μέρες την εβδομάδα, 8 ώρες ύπνου και ξεκούρασης και 8 ώρες διασκέδασης. Αργότερα, ο γνωστός αυτοκινητοβιομήχανος Henry Ford ήταν αυτός που έκανε την εκκίνηση για να μειωθούν οι ημέρες εργασίας από 6 σε 5 καθώς παρατήρησε ότι έτσι οι υπάλληλοι του ήταν πιο παραγωγικοί και έκαναν λιγότερα λάθη. Μπράβο στον Henry που το παρατήρησε και το εφήρμοσε.
Μετά από αυτό, τα χρόνια πέρασαν, τα εργασιακά δικαιώματα αλλα και οι συνθήκες εργασίας τυπικά παρέμειναν στο οχτάωρο, πάντα όμως με μία διάθεση να καταπατηθούν, ακόμα και στο πλαίσιο μιας ανεπτυγμένης χώρας, μιας πολιτισμένης κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, τα τελευταία χρόνια συζητιέται, ιδίως στις πιο προχωρημένες χώρες ότι το εξάωρο μάλλον είναι προτιμότερο, καθώς ο εγκέφαλος μας δεν μπορεί να διατηρήσει τα ίδια επίπεδα ενέργειας και παραγωγικότητας για οχτώ συνεχόμενες ώρες. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι φτάνουμε στο ζενίθ της εγκεφαλικής παραγωγικότητάς μας εκεί λίγο πριν το μεσημέρι και άλλη μία φορά το απόγευμα, γύρω στις 18.00. Όλα αυτά βέβαια, πέρα από τις αναμενόμενες αποκλίσεις, αφορούν τον υγιή πληθυσμό[1] που έχει μια σταθερή καθημερινότητα με καλό ύπνο, σωστή διατροφή και, άντε θα το πω κι αυτό αν και δεν με συμφέρει, άθληση. Είναι άθλος αυτό, όπως καταλαβαίνετε, το να φτάσουμε τον εγκέφαλό μας στη μέγιστη δυνατή παραγωγικότητα του, και φυσικά προϋποθέτει το γεγονός ότι η δουλειά που κάνουμε μας αρέσει και ότι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εργαζόμαστε ευνοούν ώστε να θέλουμε να είμαστε παραγωγικοί. Αυτό όμως είναι μια άλλη κουβέντα.
Πιστεύω ότι μέχρι εδώ συμφωνούμε ότι για να είμαστε καλά πρέπει να κοιμόμαστε ένα οχταωράκι και να δουλεύουμε άλλο ένα οχταωράκι. Αφήνω το τελευταίο οχταωράκι σε μετακινήσεις, χαζευτήρι, συμμάζεμα, μαγείρεμα, μπάνιο, ψώνια, εξωτερικές δουλειές, ψυχαγωγία και τα λοιπά και τα λοιπά, και σταματώ για να ανοίξω ένα άλλο κεφάλαιο.
Το παιδί.
Πρώτα, πρώτα, το παιδί χρειάζεται περισσότερες ώρες ύπνου. Οι έρευνες μπορεί να διίστανται, καμία όμως δε δίνει λιγότερες από 9 ώρες την ημέρα σε παιδιά και εφήβους κάτω των 18 ετών. Τα παιδιά -ιδανικά- δεν έχουν υποχρεώσεις άλλες από τις μαθητικές τους. Αυτό που έχουν να κάνουν λοιπόν είναι να πηγαίνουν στο σχολείο τους και να ανταπεξέρχονται όσο μπορούν σε αυτό. Ας βγάλουμε λοιπόν χαρτί και μολύβι και ας υπολογίσουμε τις ώρες που το παιδί μας «δουλεύει», γιατί περί δουλειάς πρόκειται. Κάνει την πρακτική του ώστε να καλλιεργήσει αλλά και να αποκτήσει άλλες, χρήσιμες δεξιότητες, να μάθει όλα αυτά που θα χρειαστεί ως ολοκληρωμένος ενήλικας για να πετύχει στην «κανονική» ζωή του. (το τι σημαίνει «επιτυχία» στη ζωή αποτελεί κάτι πολύ υποκειμενικό και πολυδιάστατο. Για άλλη μια φορά αυτό είναι μία άλλη κουβέντα, που δεν μπορεί να γίνει τώρα).
Ιδάνικα λοιπόν το παιδί μας παίρνει αυτό που λέμε γενική παιδεία. Ιδανικά, παίρνει πολλά περισσότερα από γενική παιδεία τα οποία μπορείτε να τα δείτε εδώ, όμως για άλλη μια φορά και αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Αν υπολογίσουμε λοιπόν απλώς τις ώρες που το παιδί μας είναι στο σχολείο, ή προετοιμάζεται για αυτό, τότε έχουμε φτάσει, και έχουμε ξεπεράσει μη σας πω, το νόμιμο οχταωράκι. Αν προσθέσουμε όμως τις ώρες που παρακολουθεί μια άλλη εξωσχολική δραστηριότητα ή κάνει επιπλέον μαθήματα εκτός σχολείου, για τα οποία επίσης θα πρέπει να προετοιμαστεί, θα δούμε ότι μάλλον τα παιδιά μας δουλεύουν περισσότερο από τους περισσότερους από εμάς. Και αυτό που πονάει πιο πολύ είναι το γεγονός ότι αυτό δε συμβαίνει γενικά, συμβαίνει στη χώρα μας.
Αντί λοιπόν για γενική παιδεία, τα παιδιά ξεκινούν έναν μαραθώνιο αγώνα δρόμου, από το δημοτικό μάλιστα, όχι για να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του σχολείου αλλά για 2,5 λόγους. Πρώτον για να αρχίσουν να μαζεύουν πιστοποιημένες γνώσεις που θα τους δώσουν τα τυπικά προσόντα ώστε να βρουν μια δουλειά στο μέλλον, δεύτερον για να προχωρήσουν πιο γρήγορα και, χωρίς κενά, να φτάσουν στο λύκειο, στην τελική ευθεία δηλαδή για την τελική τους αναμέτρηση με το μέλλον τους, τις πανελλήνιες εξετάσεις. Το μισό που μένει αφορά το δημιουργικό κομμάτι ή το κομμάτι της άθλησης ή και τα δύο μαζί, με τα οποία ασχολούνται τα περισσότερα παιδιά μέχρι και το γυμνάσιο, αν είναι τυχερά, αν δεν έχουν κενά στις υπόλοιπες υποχρέωσεις τους, και φυσικά αν οι γονείς δύνανται οικονομικά να τους το παράσχουν.
Καταλαβαίνετε ότι όλα αυτά είναι εργατοώρες, απαιτούν συγκέντρωση και εγκέφαλο παραγωγικό (βλέπε παραπάνω). Όταν λοιπόν φορτώνουμε το παιδί μας, ή το παιδί μας ζητά να φορτωθεί με εξωσχολικές δραστηριότητες, κάνουμε το εξής στρατηγικό λάθος. Παίρνουμε την ευθύνη της δωρεάν γενικής παιδείας από τους ώμους του κράτους και την αναλαμβάνουμε εμείς. Το χτυπάμε φιλικά (ή όχι και τοσο φιλικά στην πλάτη) και λέμε «άσε, δεν ξέρεις εσύ, θα το αναλάβω εγώ». Χαζό είναι το κράτος να επιμείνει; Η Γενική Παιδεία θα επρεπε να είναι όλα τα παραπάνω όμως: και ξένες γλώσσες και ήπιες δεξιότητες, και άθληση και μουσική και εικαστικά και θέατρο και πολλά πολλά άλλα. Αντ’ αυτού τα παιδιά πάνε υποχρεωτικά στο σχολείο αλλά ο,τι πραγματικά θέλουν να μάθουν, ή ό,τι πραγματικά θέλουν οι γονείς τους να μάθουν, το μαθαίνουν αλλού.
Κι εγώ στο αλλού δουλεύω, οπότε δε με συμφέρει επαγγελματικά, αλλα γιατί να συμβαίνει αυτό; Γιατί πρέπει τα παιδιά να δουλεύουν υπερωρίες, από το δημοτικό μάλιστα;. Τα παιδιά χρειάζονται παιχνίδι, ποιοτικό χρόνο με τους γονείς τους, με τον εαυτό τους αλλά και με τους συνομηλίκους τους για να εξελιχθούν. Δεν αρκεί ο κενός χρόνος των μετακινήσεων από και προς το σπίτι. Όταν τα παιδιά επιστρέφουν κουρασμένα στο σπίτι, το μόνο που δύνανται είναι να γίνονται παθητικοί δέκτες, βλέπουν τηλεόραση, χαζεύουν σε τάμπλετ και κινητά, δεν έχουν όρεξη να μιλήσουν ή να κάνουν κάτι άλλο. Έτσι μπαίνουμε σε έναν φαύλο κύκλο, σαν αυτόν τον τρομακτικό κύκλο στον οποίο μπήκε ο Τζακ στη Λάμψη. Εντάξει, ο Τζακ δεν μπήκε σ’ αυτόν τον κύκλο επειδή πήγε σχολείο στην Ελλάδα όμως καταλαβαίνετε που το πάω.
All work and no play makes Jack a dull boy.
Παρόλο που η φράση αυτή εμφανίστηκε κάπου στον 17ο αιώνα, ο Stephen King και ο Jack Nickolson αλλά και η σκηνή με τη γραφομηχανή της έδωσε μια άλλη, ακόμα πιο σκοτεινή διάσταση. Εμείς στα ελληνικά λέμε «η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη», ενώ στα αγγλικά ο αφέντης είναι ο Τζακ και γίνεται βαρετός, μουντός, χωρίς λάμψη, από την πολλή δουλειά. Σε οποία γλώσσα κι αν το δείτε, καλό δεν είναι. Ακόμα χειρότερο φαντάζει όταν πρόκειται για το παιδί μας.
Σε αυτό το σημείο και πολύ φυσικά κάποιος από εσάς θα αναρωτηθεί με ύφος – δικαιολογημένα – σαρκαστικό, αν είμαι χαζή, εξωγήινη ή ιδεαλίστρια. Χαζή δεν είμαι, ωστόσο, αδυνατώ να καταλάβω αυτήν την αβίαστη προσαρμοστικότητα του Έλληνα στα κακώς κείμενα αντί της προσπάθειας να αλλάξουμε τα κείμενα και από κακώς να κείτονται πλέον τουλάχιστον επαρκώς αν όχι καλώς. Ανοίγω μεγάλη συζήτηση, το ξέρω, ωστόσο μια συζήτηση μπορεί να φέρει μια δράση, ενώ η απουσία της οδηγεί στην απραξία και τη διαιώνιση μιας κατάστασης που εδώ και καιρό είναι κορεσμένη και έχει τη δύναμη να οδηγήσει εμάς και τα παιδιά μας σε στιγμές μουντής καθημερινής τρέλας.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Jack Nicholson / Jack Torrance – Η Λάμψη, 1980
[1] Το πώς ορίζεται ένας υγιής άνθρωπος μπορείτε να το δείτε εδώ.