Πως από την πολυπολιτισμικότητα της δεκαετίας του ΄90 που εστίαζε στα ανθρώπινα δικαιώματα, στον σεβασμό στις αξίες του κάθε πολιτισμού και την αισιοδοξία ότι στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο θα ζήσουμε μια νέα ειρηνική περίοδο για την ανθρωπότητα μέσω της εγκαθίδρυσης της παγκοσμιοποιημένης ελεύθερης οικονομίας, φτάσαμε να ζούμε τρεις δεκαετίες περίπου μετά τη δίνη δύο πολέμων;
Πως γίνεται την εποχή του άκρατου ακτιβισμού των κοινωνικών κινημάτων υπέρ της πολυπολιτισμικότητας, της ανοχής στην διαφορετικότητα κάθε είδους, να φτάσαμε στην έξαρση του φονταμενταλισμού;
…
Ας επιχειρήσουμε ένα πολιτικό, γεωπολιτικό και πολιτισμικό timeline των τελευταίων 33 ετών που παραπαίουν ανάμεσα στο τέλος ενός αιώνα και στην απαρχή ενός επόμενου θεωρώντας ως σημείο μηδέν την χριστουγεννιάτικη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης στις 26 Δεκεμβρίου του 1991.
Ένας μόλις χρόνο μετά, ο Αμερικανός, ιαπωνικής καταγωγής, πολιτικός επιστήμονας, πολιτικός οικονομολόγος και μελετητής διεθνών σχέσεων, Φράνσις Φουκουγιάμα γράφει το βιβλίο Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος το οποίο μονοπωλεί το ενδιαφέρον στο πεδίο των διεθνών σχέσεων μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου. Ο Φουκουγιάμα σπεύδει να μιλήσει για νίκη της δημοκρατίας, για παγκόσμια καθιέρωση μιας φιλελεύθερης οικονομίας, για την εποχή μιας νέας παγκόσμιας ειρήνης.
Όλα αυτά χάρις στην κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ, που συνέπεσε με το τέλος του πρώτου Πολέμου του Κόλπου, του στρατιωτικού συνασπισμού 39 χωρών, με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες, ως απάντηση στην ιρακινή εισβολή στο Κουβέιτ που έληξε λίγο νωρίτερα με νίκη των δυτικών συμμάχων. Την χρονιά δε που ο Φουκουγιάμα έγραφε το βιβλίο του, η Δύση είχε φρίξει με την γενοκτονία των Σέρβων απέναντι στους Βόσνιους μουσουλμάνους στα πλαίσια του εμφυλίου της Γιουγκοσλαβίας.
Η δεκαετία του ΄90 στα πρώτα της λοιπόν βήματα, με την Κίνα να εισέρχεται στον γεωπολιτικό χάρτη ως η νέα υπερδύναμη στη θέση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας και την απαρχή της εισροής μουσουλμάνων στις δυτικές μητροπόλεις, ανακαλύπτει την ιδέα της πολυπολιτισμικότητας και η πλειοψηφία της δυτικής διανόησης μιλά σχεδόν αποκλειστικά – μιας και το μείζον θέμα του κεφαλαίου και των ιδεολογιών που μονοπώλησε το ενδιαφέρον του 20ου αιώνα σβήνει παράλληλα με την εκπνοή του – για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον σεβασμό στις αξίες κάθε πολιτισμού.
Ο αντίλογος θα έρθει σχεδόν άμεσα. Το 1993, ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Σάμιουελ Χάντιγκτον σε άρθρο του στο Foreign Affairs με τίτλο The Clash of Civilizations? θα προκαλέσει πολιτικό σεισμό στους κύκλους της δυτικής διανόησης, αντικρούοντας όχι μόνο το ευχολόγιο του Φουκουγιάμα για το τέλος των συγκρούσεων και την ανατολή της δημοκρατίας σε όλον τον κόσμο, αλλά προειδοποιώντας ταυτόχρονα τη Δύση ότι ξεκινά η εποχή της σκληρής μάχης ανάμεσα στους πολιτισμούς, εξηγώντας ότι οι μελλοντικοί πόλεμοι δεν θα γίνονταν μεταξύ χωρών, αλλά μεταξύ πολιτισμών και ότι ο ισλαμικός πολιτισμός θα γινόταν η μεγαλύτερη απειλή για τη δυτική κυριαρχία στον κόσμο.
Το 1996, θα επεκτείνει τις απόψεις του στο βιβλίο που θα εκδώσει The Clash of Civilizations and the Remaking of World Order. Για τον Χάντινγκτον, οι μεταψυχροπολεμικές συγκρούσεις θα ήταν πιο συχνές και πιο βίαιες λόγω πολιτιστικών και όχι ιδεολογικών διαφορών· τα δυτικά κράτη θα χάσουν, ισχυριζόταν, την κυριαρχία εάν αποτύχουν να αναγνωρίσουν τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα των πολιτισμικών εντάσεων και απαιτείται η Δύση να εγκαταλείψει την επιβολή του ιδανικού της δημοκρατικής οικουμενικότητας και του αδιάκοπου στρατιωτικού παρεμβατισμού της. Ο ισλαμικός πολιτισμός, έλεγε, είναι ο πιο επικίνδυνος. Οι λαοί στον αραβικό κόσμο δεν συμμερίζονται τις θέσεις του δυτικού κόσμου. Η πρωταρχική τους αφοσίωση είναι στη θρησκεία τους, όχι στη χώρα/κράτος τους. Η κουλτούρα τους είναι αφιλόξενη σε κάποια φιλελεύθερα ιδανικά, όπως ο πλουραλισμός, ο ατομικισμος, και η δημοκρατία. Με λίγα λόγια, ο Χάντιγκτον ισχυριζόταν ότι τα αραβικά καθεστώτα δεν θα δυτικοποιούνταν, εξηγώντας ότι η οικονομία της αγοράς που εξαπλώθηκε παντού δεν συνεπαγόταν και την εξάπλωση του δημοκρατικού ιδεώδους. Διέλυε τις ψευδαισθήσεις των δυτικών γράφοντας πως τα χάμπουργκερ των McDonald’s δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Αντίστοιχη άποψη διατύπωσε το 1999 και ο Αμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας, Τόμας Φρίντμαν, στο βιβλίο του The Lexus and the Olive Tree λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «Δύο χώρες που έχουν καταστήματα McDonald’s στο έδαφός τους, δεν θα εμπλακούν ποτέ σε πόλεμο μεταξύ τους». Το ίδιο έγραφε και ο Κορνήλιος Καστοριάδης δυο χρόνια νωρίτερα στην Ελευθεροτυπία: «Η καταστροφή των παραδοσιακών πολιτισμών χωρίς οποιαδήποτε εναλλακτική λύση ευνοεί την επιστροφή του θρησκευτικού και εθνοτικού φανατισμού με τα γνωστά φρικτά αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση, τα γεγονότα δείχνουν ότι η Μαντόνα δεν μπορεί να αποτελέσει μία «αξιόπιστη» εναλλακτική λύση στο Κοράνι…».
Είναι το 1997, την ίδια χρονιά που ο Ουμπέρτο Έκο θα αναφερθεί στον φονταμενταλισμό μέσω μιας άλλης οπτικής γωνίας σχολιάζοντας στο βιβλίο του Five Moral Pieces ότι «Η πολιτική ορθότητα τείνει να εξελιχθεί σε μια νέα μορφή φονταμενταλισμού»· έχουμε φτάσει πλέον στην εποχή της πολιτικής ορθότητας που από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 καταγράφεται ως η αποφυγή εκφράσεων και ενεργειών που αποκλείουν, περιθωριοποιούν, προσβάλουν ομάδες ανθρώπων που μειονεκτούν κοινωνικά ή βιώνουν διακρίσεις σε βάρος τους. Ο σπόρος της απαρχής των δυτικών ακτιβιστικών κινημάτων που θα κορυφωθούν τον 21ο αιώνα έχει ήδη μπει. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι αρχικά ο όρος εμφανίστηκε στο μαρξιστικό-λενινιστικό λεξιλόγιο μετά τη Ρωσική Επανάσταση του 1917· επικράτησε επί σταλινισμού προκειμένου να περιγράψει την αυστηρή τήρηση της κομματικής γραμμής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης… για να φτάσει στα 90s να χρησιμοποιείται από τον Ντινές Ντ’ Σόουζα, τον δεξιό πολιτικό στοχαστή, για να κατακρίνει τις προσπάθειες της αριστεράς για την προώθηση της πολυπολιτισμικότητας.
Και ενώ οι ως άνω συζητήσεις περί διεθνών σχέσεων, περί Δύσης και Ανατολής και περί πολυπολιτισμικότητας κινούνται σε ένα θεωρητικό πλαίσιο για μία δεκαετία περίπου, αποκτούν νέα, πραγματική υπόσταση το 2001 με το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου στους Δίδυμους Πύργους, όπου ο ισλαμισμός φαίνεται να ενώνει για πρώτη φορά τρομοκράτες από διαφορετικές χώρες και κουλτούρες.
Η παγκόσμια ιστορία έχει γυρίσει για μια ακόμη φορά σελίδα.
Στην δεκαετία που ακολουθεί παρατηρείται μια σταθερή ενδυνάμωση διάφορων κοινωνικών κινημάτων ως εξέλιξη του κινήματος της πολιτικής ορθότητας που εστιάζουν στην ανοχή της διαφορετικότητας όποιου είδους – φυλής, γένους, χρώματος -, στην συμπερίληψη και στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που μέσω της παγκοσμιοποίησης, της ψηφιακής επανάστασης – διαδίκτυο, μέσα κοινωνικής δικτύωσης – δημιουργούν μοχλεύσεις σε Δύση και Ανατολή που δημιουργούν το έδαφος για την Αραβική Άνοιξη, όπως ονομάστηκε το μαζικό κύμα διαδηλώσεων και ένοπλων εξεγέρσεων που εκδηλώθηκαν τον Δεκέμβριο του 2010 και εξαπλώθηκαν σε μεγάλο μέρος του αραβικού κόσμου, στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Το κύμα των αρχικών επαναστάσεων και διαμαρτυριών, που χρησιμοποίησε έντονα τα κοινωνικά δίκτυα, άρχισε να εξαναμίζεται στα μέσα του 2012 μετά από βίαιες αντιδράσεις από τις αρχές. Παρά τις πολλές συγκρούσεις μεγάλης κλίμακας, η Αραβική Άνοιξη απέτυχε να οδηγήσει τα αραβικά κράτη σε μία δυτικού τύπου δημοκρατία. Αντιθέτως, με τις στρατιωτικές επεμβάσεις στο Μπαχρέιν και την Υεμένη και τους καταστροφικούς εμφύλιους πολέμους στη Συρία, το Ιράκ και τη Λιβύη, εδραιώθηκε η εξουσία των θρησκευτικών ελίτ και εξανεμίστηκαν οι ελπίδες για αύξηση της πολιτικής συμμετοχής, για οικονομική και κοινωνική ισότητα.
Την ώρα δε που ο αραβικός κόσμος ζει την απογοήτευση της έκβασης της Αραβικής Άνοιξης, η Αμερική έρχεται αντιμέτωπη με το κίνημα του Black Lives Matters που ξεσπά το 2013 μετά την έκβαση της δίκης για τον θάνατο του αφροαμερικανού Trayon Martin, το οποίο (κίνημα) φτάνει το 2020 με την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ σε επίπεδα κλυδωνισμού της αμερικανικής κοινωνίας. Υπολογίζεται ότι 15 έως 26 εκατομμύρια άνθρωποι συμμετείχαν στις διαδηλώσεις για τις ζωές των μαύρων στις ΗΠΑ.
Η δεκαετία του 2010, στον δυτικό κόσμο βρίθει από μια έξαρση ακτιβισμού, που διατρέχει από τις βάσεις του κινήματος της πολιτικής ορθότητας, στο #metoo που έχει εμφανιστεί από το 2006 και το 2017 εδραιώνεται με το tweet της ακτιβίστριας Αλίσια Μιλάνο, στο κίνημα Black Lives Matters δημιουργεί το Black Twitter που πυροδοτεί με τη σειρά αυτό του woke, το οποίο από εγρήγορση για φυλετικές προκαταλήψεις και διακρίσεις φτάνει να διατρέχει διάφορα αριστερά και προοδευτικά κινήματα και ιδεολογίες.
Παράλληλα, μετά τις αναταράξεις της Αραβικής Άνοιξης που συνεχίζουν να απασχολούν τον αραβικό κόσμο – Αλγερία, Σουδάν, Ιράκ, Λίβανο, Αίγυπτο, Συρία Λιβύη – όλη τη δεκαετία αυξάνεται επιπλέον στη Δύση η εισροή μουσουλμάνων μεταναστών. Το ισλαμικό κράτος μοιάζει να μην έχει πλέον εθνικά όρια. Οι θανατηφόρες επιθέσεις στο όνομα του Ισλαμ αυξάνουν σε Ευρώπη και Αμερική, ταυτόχρονα με την αμηχανία του δυτικού κόσμου να ερμηνεύσει, αποδεχτεί και αντιμετωπίσει την άνοδο του φονταμελισμού και την πιθανή αποτυχία της πολυπολιτισμικότητας, των κοινωνικών κινημάτων και της ανεκτικής στάσης της ευαίσθητης δυτικής Αριστεράς απέναντι στους φανατικούς ισλαμιστές. Πλέον, η πολιτική ορθότητα κατηγορείται από τους αντιπάλους της λόγω ενός αποτυχημένου μοντέλου της πολυπολιτισμικότητας, της εισροής μεταναστών και της απειλής τρομοκρατικών ενεργειών.
Η πρόσφατη καταστροφική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου με τις βίαιες αντεπιθέσεις του Ιρσαήλ προς τον παλαιστινιακό λαό, έχουν αφήσει το δυτικό κόσμο ακόμη πιο αμήχανο· άφωνο και σοκαρισμένο.
Μήπως είχε δίκιο τελικά ο Χάντιγκτον;
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Hatem Kotb- Αίγυπτος