Ας υποθέσουμε την ύπαρξη μιας ομάδας ανθρώπων, στην οποία αποκλειστική επιθυμία του κάθε μέλους της είναι η ικανοποίηση των αναγκών των άλλων μελών της ομάδας. Για λόγους απλούστευσης μπορούμε να προσπεράσουμε το ομαδικό δυναμικό και να υποθέσουμε ότι αυτή η «ομάδα» αποτελείται από δύο μέλη. Συνεπώς η επιθυμία του ενός είναι η ικανοποίηση του άλλου και το αντίστροφο. Συνεπώς ο καθένας θα μπορεί να νιώθει ικανοποίηση εφόσον πιστεύει ότι ο άλλος, σε ένα βαθμό στο παρελθόν, στο παρόν ή στο μέλλον θα είναι ικανοποιημένος. Σκιαγραφούμε ένα πρόβλημα ή μάλλον ένα παράδοξο.
Το οποίο προκύπτει εξαιτίας του αντικειμένου της επιθυμίας μας μάλλον – δηλαδή της ηδονής – παρά εξαιτίας του ότι επιθυμούμε αυτό το αντικείμενο μόνο για τον εαυτό μας. Το παράδοξο προκύπτει επειδή η ηδονή είναι εκ φύσεως παρασιτική. Ως ένα είδος παράσιτου απαιτεί την ύπαρξη ξενιστή. Εάν όλοι μας επιθυμούμε την απόλαυση – ανεξάρτητα εάν οι επιθυμίες αυτές είναι εγωιστικές – δε θα έχουμε τρόπο να την απολαύσουμε. Αυτό αποτελεί το διαπροσωπικό ανάλογο του παράδοξου της ηδονής. Σύμφωνα με αυτό, δε θα κατακτήσουμε ποτέ την ηδονή εάν η ηδονή είναι ο στόχος μας. Χρειάζεται να προσβλέπουμε αλλού.
Σίγουρα το να πούμε αφοριστικά ότι η ηθική είναι «κακή» είναι υπερβολικό. Κανείς δε θα ήθελε απελευθερωμένες τις επιθυμίες ενός δολοφονικού κοινωνιοπαθή ή ενός παιδόφιλου βιαστή ώστε να εκληφθούν ως παράδειγμα ψυχικής υγείας ή ως πεδίο διεκδικήσεων κατά του κοινωνικού κομφορμισμού. Η διαπίστωση ότι η ηθική μπορεί να μας κάνει «κακό» μάλλον είναι λανθασμένη, χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις και την καλύτερη κατανόηση της. Η ηθική ωστόσο είναι αιτία παθολογίας και επιθετικότητας προς τους άλλους καθώς και προς τον εαυτό μας. Ομολογουμένως, η ηθική έχει μια σκοτεινή πλευρά, ειδικά από τη στιγμή που αποτελεί συχνά θέμα απαγόρευσης – αυτού που δεν πρέπει να κάνουμε. Οι απαγορεύσεις είναι αυτές που ενδυναμώνουν τον πολιτισμό. Η απαγόρευση της αιμομιξίας, για παράδειγμα, είναι η ίδια η προϋπόθεση της δυνατότητας του πολιτισμού, σύμφωνα με τον Freud. Μεγάλο θαυμαστή του πολιτισμού, παρά τις νευρώσεις που παράγει.
Με αυτήν την έννοια η ηθική δε χωράει στο ευ ζην, σε μια «καλή» ζωή. Είναι μάλλον αιτία ψυχοπαθολογίας, ίσως κι ανθυγιεινή. Όσο πιο «ηθικοί» είμαστε, τόσο πιο επικριτικοί γινόμαστε με τον εαυτό μας. Τα ηθικά πρότυπα μας προκαλούν ενοχές, συνήθως ασυνείδητες, που συνδυάζονται με ασυνείδητες επιθυμίες τιμωρίας. Και συνήθως εκδηλώνονται με ψυχικά συμπτώματα και με την αδυναμία μας να τα εγκαταλέιψουμε. Προσομοιάζει με την αλληγορία του Πλάτωνα, στην οποία μας καλεί να αναγνωρίσουμε τις σκιές του σπηλαίου ως αυτό που είναι. Στοχεύοντας σε ένα είδος διαφώτισης, στην απώλεια των ψευδαισθήσεων, στην κατάρρευση των ιδανικών και σε ορισμένη κατάρρευση της ηθικής.
Η κοινωνική μας φύση είναι σύμφυτη με κοινωνικές θέσεις ή και κοινωνικούς «ρόλους» που δεν μας αντιπροσωπεύουν. Καταλαβαίνουμε – επανερχόμενοι στο ομαδικό δυναμικό – ότι δεν τους επιλέξαμε κι ούτε είχαμε την παραμικρή συμμετοχή σε αυτήν την περίεργη «διανομή» αυτών των ρόλων. Πολλές φορές απλώς «παίζουμε» τους ρόλους ως υποκριτές και όχι ως ηθοποιοί. Ως μέλη μιας κοινωνικής συνθήκης λοιπόν, άλλοτε συντονιζόμαστε με τους κοινωνικούς μας προσδιοριστές κι άλλοτε όχι.
Η ομολογία μόνο μιας πτυχής του εαυτού μας, είτε του τρόπου με τον οποίο αντικειμενοποιούμαστε από τους άλλους κάτω από ορισμένες ταυτότητες ή ομαδικές υπαγωγές, είτε εναλλακτικά του τρόπου με τον οποίο εμείς ως υποκείμενα μπορούμε να υπερβούμε οποιαδήποτε τέτοια αντικειμενοποίηση, μπορεί συχνά να αξιοποιηθεί ως στρατηγική κακοπιστίας και άρνησης της ευθύνης. Μια σταθερή κοινωνική ζωή είναι μια ζωή όπου αποδεχόμαστε σιωπηρά και τις δύο αυτές πτυχές, που διαπραγματευόμαστε το πώς συγκεκριμένα κατοικούμε τις πρακτικές μας ταυτότητες και σε τι μας δεσμεύουν μέσω των επιλογών και των πράξεών μας.
Ίσως το να «ενδίδουμε» στη ζωή να απέχει από τον Αριστοτελικό «Φρόνιμο». Σηματοδοτεί πορεία βίου που απέχει από τη μέση οδό. Περιλαμβάνει ανοίγματα σε απρόβλεπτες μεταβολές. Επιτρέπει τις αντιφάσεις των συναισθήματων, των επιθυμίων και των αξιών. Ο κόσμος των συναισθημάτων και των επιθυμιών δεν υπόκειται σε επιλογή. Συμβαίνει, δεν μπορούμε να το προαποφασίσουμε. Το «ενδίδω» και το «αφήνομαι» σημαίνει τόλμη, επιλογή κι αποδοχή της δημιουργικότητας, εντός της σφαίρας των συναισθημάτων. Αυτό είναι όφελος «θεραπευτικό».
Πρόκειται μάλλον για μια αναμενόμενη «παρενέργεια» της συνεχούς προσπάθειας της αυτογνωσίας που αποκτά κανείς προσπαθώντας να «ακούει» τον εαυτό του, να τον συνδέει με τους άλλους, να αποκτά επίγνωση των συνεχιζόμενων συνειρμών του, να νοηματοδοτεί τις φανταστικές συνδέσεις μεταξύ σκέψεων, συναισθημάτων, επιθυμιών ή αναμνήσεων που ξεπηδούν στο μυαλό ή και τις σωματικές αντιδράσεις που έρχονται στην αντιληπτική του σφαίρα. Η φαντασιωσική αυτογνωσία ως στόχος ζωής οδηγεί στην ηδονή, χωρίς καν να την αποζητούμε. Οδηγεί στην παρασιτική ηδονή μέσω του ξενιστή της. Αν επιθυμώ απλώς την ηδονή μάλλον δε θα τη βρω ποτέ. Αν λαχταρώ τη σχέση – τον Άλλο – θα βρω πολλά περισσότερα και μάλλον εκεί θα βρίσκεται και η ηδονή, χωρίς το παράδοξό της.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: A.Volkov – The dance (1924)