Συγκλονισμένη η κοινή γνώμη, με κομμένη ανάσα, εξέφρασε τον αποτροπιασμό της στο άκουσμα της είδησης πως ασεβής – κι ακρατής, λέω γω – ηλικιωμένος, αφόδευσε όπισθεν αγάλματος , της Αθηνάς Νίκης, νομίζω – αδιάφορο βέβαια – εντός του μουσείου της Ακροπόλεως! Κατάρες, ξόρκια, λυγμοί, βδελυγμοί, θα πρόσθετα κι εξορκισμοί, αν το μνημείο δεν ήταν φύσει και θέσει παγανιστικό, επομένως θρησκειολογικά απαγορευτικό, ακούστηκαν! Ντροπή κι αίσχος κι αιδώς κι όνειδος κι άλλα, τυπικά κι αφοριστικά!
Προσωπικά αδυνατώ να κατανοήσω το μέγεθος της οργής… όταν κι εφόσον μας σφίγγει μια σωματική ανάγκη που δεν παίρνει αναβολή, όπως διατείνεται ευστόχως κι ο εθνικός βάρδος – κοινώς, λέω γω, σφίγγουν οι κώλοι, τι κάνεις; Την ανάγκη φιλοτιμία; Σφίγγεσαι και κρατιέσαι; Τρέχεις σφιγγόμενος και λουσμένος στον ιδρώτα, κατάσταση εξόχως επικίνδυνη κι ατελέσφορη; Διότι πως να αποφευχθεί το μοιραίο; Άλλωστε, μιλάμε για άνθρωπο ηλικιωμένο, κι είναι τοις πάσι γνωστόν πως ο γέρος θα πάει από πέσιμο ή από αυτό που είπε κι ο Βέγγος στον Παπατρέχα… Παπατρέχας, σαφώς και δεν μπορούσε ο παππούς να γίνει, οπότε… βρήκε ανακούφιση κι αγαλλίαση παραπλεύρως των πτυχώσεων του χιτώνος της Αθηνάς Πολιάδος, Προμάχου, Παρθένου, τελοσπάντων, αδιάφορο..
Αλλά για μια στιγμή, αυτή ακριβώς δεν είναι άραγε κι η πεμπτουσία της ύπαρξης του αγάλματος; Αν ετυμολογήσουμε την έννοια θα διαπιστώσουμε ότι προέρχεται από το ρήμα αγάλλομαι, δηλαδή ευχαριστιέμαι! Μα αυτό ακριβώς αναζήτησε εναγωνίως κι ο ανθρωπάκος της ιστορίας μας… μια σανίδα σωτηρίας, ένα τόπο ανακούφισης από τις εντερικές συσπάσεις και τη φρίκη του κοψίματος· κομμένος ο παππούλης, με σφιγμένα χείλη, κι όχι μόνο… ψάχνει απελευθερωμένος από τη συμβατικότητα και την υποκρισία του καθωσπρεπισμού, τι πιο απλό: κάπου να χέσει ο άνθρωπος!
Αμ και τι θέλατε δηλαδή να κάνει; Να σκάσει; Και ποιος θα έπαιρνε έπειτα την ευθύνη… της σχάσης; Ο έφορος του μουσείου; Η κυρία Λίνα; Αυτή νομίζω πως βρισκόταν κείνες τις μέρες στην Κίνα, προφανώς να προβάλει και να εξάγει στην εκεί αγορά το πολιτισμικό μας προϊόν…
Εγώ, φίλοι μου νομίζω πως κάπου έχουμε χάσει το χιούμορ και τη γονιδιακή μας ροπή, ως λαός, στο ευτράπελον! Γιατί, αν τη διαθέταμε, θα αντιλαμβανόμασταν με ευκολία το γελοίον του πράγματος και θα αντιδρούσαμε φυσιολογικότερα, όπως ακριβώς κι ο πρωταγωνιστής μας, ο οποίος τρέχοντας να βρει το… μέρος, είδε, ωσάν, θείο όραμα, σαν από μηχανής θεά, τη Νίκη, να του δείχνει με τεντωμένο το χέρι της το δρόμο για την Κάθαρση… και χωρίς καθαρτικό… Ανεκέκραξεν, λοιπόν ένα Νενικήκαμεν, όπως κι ο ένδοξος πρόγονος κι επιτέλεσε το, ολίγον τι, αηδιαστικόν, καθήκον του! Το αίσθημα αυτό, αναμφισβήτητα, μας διακρίνει εις τους αιώνας ως φυλή.. φαντάζομαι πως όποιος έχει βιώσει την αγωνία του κοψίματος, συμμερίζεται την αντίδραση του παππούλη, τουλάχιστον από τη μεριά μου συμπάσχω!
Είμαι επίσης βέβαιος, πως ο σημαντικότερος ψυχογράφος και ηθογράφος της ελληνικής φυλής, ο Αριστοφάνης, αν είχε υποπέσει στην αντίληψή του παρόμοιο περιστατικό, θα εμπνεόταν κωμική παράσταση επικών διαστάσεων, με της οποίας το ανέβασμα στα Μεγάλα Παναθήναια πιθανότατα θα αποσπούσε το μέγα βραβείο! Κι αν όχι, σίγουρα το χειροκρότημα των θεατών. Τότε να έβλεπα όσους στραβομουτσουνιάζουν τώρα και φωνάζουν προσβεβλημένοι, τι θα λέγαν που ο ακρατής παππούς θα γινόταν viral;
Εγώ, πάντως, αν τον είχα μπροστά μου θα τον ρώταγα για αυτό που με βασανίζει από την ώρα που έμαθα για την περιπέτειά του: Με τι χαρτί σκουπίστηκες παππούλη μου;