Οι δυτικές κοινωνίες, οι κοινωνίες του λεγόμενου δυτικού ανεπτυγμένου κόσμου βρίσκονται σε μία συνεχόμενη κρίση διαρκείας. Μια κρίση που ενώ έχει πολλές και διαφορετικές εκφάνσεις, εντούτοις σε μεγάλο βαθμό έχει μία κοινή αιτία και αυτή δεν είναι άλλη από ένα συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα οικονομικής ανισότητας. Ο θυμόσοφος λαός λέει πως “η φτώχεια φέρνει γκρίνια” και μάλλον έχει δίκιο. Οι οικονομικές ανισότητες νομοτελειακά οδηγούν σε κοινωνικές ανισότητες, κοινωνικό και πολιτισμικό τέλμα και μοιραία σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό μαρασμό. “It’s all about economy”, κατά τη δημοφιλή ρήση του πρώην προέδρου των Ηνωμένων Πολιτείων, του Bill Clinton, που αποτέλεσε κεντρικό πολιτικό του σύνθημα κατά την προεκλογική περίοδο του 1992, αλλά από μια άλλη, ολιστική προοπτική.
Για να κατανοήσουμε τις αιτίες αυτής της κρίσης, καλό θα είναι να κάνουμε ένα σύντομο ταξίδι πίσω στο χρόνο. Μη φανταστείτε κανένα μακρινό ταξίδι. Θα ξετυλίξουμε το νήμα μας από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μάλιστα θα το κάνουμε γρήγορα και επιγραμματικά. Εάν επιστρέφαμε λοιπόν πίσω στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και επιλέγαμε να ζήσουμε για παράδειγμα στις Ηνωμένες Πολιτείες, γρήγορα θα συνειδητοποιούσαμε ότι η οικονομική ανάπτυξη αυτής της περιόδου δεν θύμιζε σε τίποτα τους εκρηκτικούς ρυθμούς των δεκαετιών που προηγήθηκαν, ειδικά του 1950 και 1960. Ένα μεγάλο μέρος της επιβράδυνσης μπορεί να αποδοθεί βέβαια στις διαδοχικές πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979, οι οποίες πυροδότησαν υψηλά επίπεδα ανεργίας και πληθωρισμού, γνωστό και ως φαινόμενο στατισμοπληθωρισμού, ένα εκρηκτικό μείγμα οικονομικής ύφεσης, υψηλού πληθωρισμού και ανεργίας. Αλλά, κατά τους Acemoglu και Johnson, ο πλέον θεμελιώδης μετασχηματισμός της οικονομίας δεν είχε λάβει χώρα ακόμα.
Για περίπου 25 συναπτά έτη, από το 1949 έως και το 1973, ο μέσος ωριαίος μισθός αυξάνονταν κατ’ έτος σε ποσοστό περίπου 2,5% ώσπου ξαφνικά αυτό σταμάτησε. Και μάλιστα κάπως απότομα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 το ποσοστό άρχισε να φθίνει ραγδαία και τις αρχές της δεκαετίας του 1980 το ποσοστό ετήσιας αύξησης έπεσε στο 0,45% και κάπως έτσι συνεχίζει έως σήμερα. Θα μπορούσε κανείς να πει πως αυτό ήταν αποτέλεσμα των διαδοχικών κρίσεων και των υφέσεων. Πριτς! Από την δεκαετία του 1980 και έως σήμερα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ ανέρχεται σε 1,5%. Δηλαδή, η παραγωγικότητα αυξάνεται με τριπλάσιο ρυθμό απ’ ότι οι μισθοί. Δεν το λες και win-win situation. Do the math και σκέψου ποιος κερδίζει. Βέβαια, για να είμαι ακριβής και δίκαιος, και καθώς δεν διαχωρίζω τον κόσμο μόνο σε “κεφάλαιο και εργατιά”, η υποχώρηση του ρυθμού αύξησης των μισθών επιβάρυνε κυρίως του εργαζόμενους με χαμηλό μορφωτικό και εκπαιδευτικό επίπεδο (από το 1980 έως το 2018 ο μέσος μισθός τους υποχωρούσε με μέσο ετήσιο ρυθμό 0,45%). Από την άλλη πλευρά, ο μισθός των πτυχιούχων πανεπιστημίων συνέχιζε να αυξάνεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς. Αλλά δεν πρόκειται μόνο για την εισοδηματική ανισότητα μεταξύ αποφοίτων πανεπιστημίων και λοιπών εργαζομένων. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, οποιαδήποτε ανισότητα μπορείτε να φανταστείτε εκτινάχθηκε. Για παράδειγμα, ενώ το 1980 το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών κατείχε το 10% του πλούτου της χώρας, το 2019 το ποσοστό αυτό διπλασιάστηκε σχεδόν. Το πλουσιότερο 1% κατείχε το 2019, το 19% του πλούτου! Οι εισοδηματικές ανισότητες δεν περιορίζονται μόνο εκεί, επεκτείνονται και στο χρώμα του δέρματος, το φύλο και πάει λέγοντας.
Ξαφνικά οι Ηνωμένες Πολιτείες έπαψαν να περηφανεύονται για το “Αμερικάνικο όνειρο” Για όσους γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1940, το 90% αυτών κέρδιζε περισσότερα απ’ όσα οι γονείς τους (τιμές προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό). Για όσους όμως γεννήθηκαν μετά το 1980, το ποσοστό υποχωρεί στο 50% και για το μέλλον δεν διαφαίνεται καμιά αισιοδοξία. Μια πρόσφατη έρευνα του Pew Research Center (ένα αμερικάνικο think tank που ασχολείται με κοινωνικά ζητήματα και καταγράφει δημογραφικές τάσεις, αλλά και τάσεις της κοινής γνώμης) κατάγραψε ποσοστό 68% αυτών που πιστεύουν ότι τα παιδιά τους θα είναι σε χειρότερη οικονομική κατάσταση από τους ίδιους.
Ένα άλλο σημαντικό μέγεθος που καταδεικνύει το μέγεθος της κρίσης είναι το ποσοστό κατανομής του εθνικού εισοδήματος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Ενώ καθ΄ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, περίπου το 70% του εγχώριου εισοδήματος διανέμονταν στους εργαζόμενους και το υπόλοιπο 30% στο κεφάλαιο (με τη μορφή κερδών, αλλά και αγορά κεφαλαιουχικού εξοπλισμού), το 2019 το ποσοστό που διανέμεται στους εργαζόμενους έπεσε κάτω από το 60%.
Κι αν σκεφτόταν να μετακομίσει κανείς από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ευρώπη για μια καλύτερη μοίρα, να το ξανασκεφτεί γιατί θα του κόψω την φόρα. Οι τάσεις που περιέγραψα παραπάνω δεν αφορούν και δεν περιορίζονται μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν και εκεί προηγήθηκαν χρονικά και ήταν πιο εμφανείς και ισχυρές. Αργά ή γρήγορα όμως, ακολούθησε και ο υπόλοιπος οικονομικά ανεπτυγμένος κόσμος. Η ανισοκατανομή, για παράδειγμα του εγχώριου εισοδήματος ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο ακολουθεί μια παρατεταμένη αντίστοιχη τάση και σε άλλες μεγάλες και μικρότερες οικονομίες. Ας πάμε στη Γερμανία, την ηγέτιδα οικονομία της ευρωζώνης. Το ποσοστό του εγχώριου προϊόντος που αντιστοιχούσε στην εργασία στις αρχές του 1980 ήταν σχεδόν 70%. Το ίδιο μέγεθος, 25 χρόνια μετά, το 2015 έπεσε στο 60%. Την ίδια περίοδο η κατανομή πλούτου εμφανίζει μια αυξανόμενη συγκέντρωση προς όφελος του πλουσιότερου 1% της χώρας. Από το 1980 στο 2020 το ποσοστό αυξήθηκε από 10% σε 13% στην Γερμανία και από 7% σε 13% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αντίστοιχες τάσεις παρατηρούνται ακόμη και στις Σκανδιναβικές χώρες, όπως η Σουηδία (από το 7% στο 11%) και η Δανία (από το 7% στο 13%).
Τί συνέβη άραγε; Μέχρι ενός σημείου είναι αρκετά σαφές. Ο μεταπολεμικός κόσμος για τις ανεπτυγμένες οικονομίες της δύσης (σε αυτές συμπεριλαμβάνονται και οικονομίες όπως αυτές της Ιαπωνίας και Αυστραλίας) βασίζονταν σε δύο σημαντικούς πυλώνες: την ανάπτυξη και την ταυτόχρονη δημιουργία θέσεων εργασίας (νόμος του Okun) από την μία και την ισόρροπη κατανομή του παραγόμενου πλούτου από την άλλη. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 οι δύο αυτοί πυλώνες κατέρρευσαν. Οι λόγοι πολλοί και διάφοροι. Θα σταθώ όμως σε δύο, που κατά την άποψη μου είναι ιδιαίτερης βαρύτητας. Ο πρώτος έχει να κάνει με την τεχνολογική ανάπτυξη και την ταυτόχρονη μετατόπιση της παραγωγής προϊόντων σε αναπτυσσόμενες οικονομίες με αποτέλεσμα οι ανεπτυγμένες οικονομίες να μετατρέπονται σε οικονομίες υπηρεσιών, ενώ ο δεύτερος έχει να κάνει με την οικονομική σκέψη του νεοφιλελευθερισμού που εισήγε η Σχολή του Σικάγου με προεξέχοντες τους νομπελίστες Milton Friedman και George Stigler. Ο πρώτος δε υπήρξε σύμβουλος τόσο του Richard Nixon, όσο και του Ronald Reagan. O νεοφιλελευθερισμός, σύμφωνα με τον Michael Freeden “υποτάσσει την κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική σφαίρα σε μια – κατ’ αυτόν αυτορρυθμιζόμενη – οικονομία της αγοράς και οι αρχές του (του νεοφιλελευθερισμού) υποτίθεται πως εμπνέουν τους τρόπους με τους οποίους πραγματοποιούνται όλες οι κοινωνικές δραστηριότητες”. Με λίγα λόγια, ο νεοφιλελευθερισμός περιορίζει τη βασική έννοια της φιλελεύθερης λογικότητας στη μεγιστοποίηση του οικονομικού κέρδους. Ο νεοφιλελευθερισμός, με την συνεπαγόμενη απορρύθμιση των αγορών, την κατάργηση κανονιστικών πλαισίων, την αποδυνάμωση των εργαζομένων και την αποποίηση κάθε είδους εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, προτάθηκε και υλοποιήθηκε ως αντίδοτο στις υφέσεις της δεκαετίας του 1980 με ιδιαίτερη ζέση στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της προεδρίας κυρίων των Ronald Reagan και George Bush του πρεσβύτερου, αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας της Margaret Thatcher. Στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού έχουν υιοθετήσει και εξακολουθούν να υιοθετούν πολλές ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες αποσκοπώντας σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και τη δημιουργία πλούτου. Για ποιον όμως; Και τί νόημα έχει η ύπαρξη μιας πλούσιας οικονομίας και φτωχών πολιτών;
Το 2015, ένας άλλος νομπελίστας, ο Joseph Stiglizt, έγραψε για λογαριασμό του ιδρύματος Roosevelt τους νέους κανόνες της αμερικάνικης οικονομίας (Re-writing the rules of the American economy. An agenda for growth and shared prosperity). Πρόκειται θα έλεγε κανείς για ένα εγχειρίδιο αναστήλωσης των δύο πυλώνων που κατέστησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες την χώρα των ευκαιριών και της οικονομικής επιτυχίας. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, ο Stiglitz προτείνει μια σειρά από μέτρα που περιληπτικά περιλαμβάνουν αυξήσεις στους φόρους των υψηλών εισοδημάτων, υψηλότερο κατώτατο μισθό, περισσότερη ρύθμιση των χρηματαγορών και των κεφαλαιαγορών, υποστήριξη και ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου για τα συνδικάτα των εργαζομένων, πιο επιθετική αντιμονοπωλιακή πολιτική και εξασφάλιση συνθηκών ανταγωνισμού στην αγορά καθώς και αύξηση των κρατικών επενδύσεων για την ενίσχυση της οικονομίας.
Είναι γεγονός ότι ο νέο-κευνσιανισμός είχε κάνει την εμφάνιση του ως εναλλακτική πρόταση αμέσως μετά το ξέσπασμα της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 και έτσι η έκθεση του Stiglitz είχε λάβει από τον τύπο της περιόδου εκείνης αρκετή προβολή, αλλά ταυτόχρονα αντιμετωπίστηκε με αρκετό σκεπτικισμό. Οι υπέρμαχοι του υποστηρίξαν ότι οι “παλιοί κανόνες”, η νεοφιλελεύθερη συνταγή των Friedman και Stigler απέτυχε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει: ανάπτυξη και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου για όλους, μέσω της μείωσης των φόρων για τους πλούσιους (με τη λογική ότι μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα, θα σήμαινε αυτομάτως και αύξηση των επενδύσεων), λιγότερη ρύθμιση και εποπτεία των αγορών, παγκοσμιοποίηση του εμπορίου και γιγάντωση των επιχειρήσεων με ταυτόχρονη συντριβή των συνδικάτων. Τελικά το μόνο που φαίνεται να κατόρθωσε να πετύχει αυτή η συνταγή ήταν η δημιουργία οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων και η δημιουργία “too big to fail” επιχειρήσεων.
Από την άλλη, οι πολέμιοι των “νέων κανόνων” είναι αυτοί που κυρίως έχουν επωφεληθεί από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και είναι αυτοί που σήμερα, στην εποχή της τεχνολογίας ελέγχουν τη ροή και το περιεχόμενο της πληροφορίας και διαθέτουν τη δύναμη να κατευθύνουν και να υλοποιούν πολιτικές.
Είναι γεγονός πάντως ότι από την έκδοση της αναφοράς του Stiglitz πριν από οκτώ χρόνια, αρκετές προτάσεις του έχουν υλοποιηθεί τόσο από την κυβέρνηση Biden, όσο και από αυτή του – κατά τ’ άλλα αμφιλεγόμενου – Trump. Μην ξεχνάμε ότι υψηλά στην ατζέντα του κατά τις εκλογές του 2016 ήταν η ενίσχυση του Medicare και της Κοινωνικής Πρόνοιας, ενώ άσκησε έντονη κριτική και πήρε μέτρα κατά του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου και της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης που αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Η κυβέρνηση Biden εν συνεχεία, υλοποιεί μεγάλα προγράμματα κρατικών επενδύσεων σε κλάδους όπως αυτούς των ημιαγωγών και της πράσινης ενέργειας, τα οποία αξίζει να σημειωθεί ότι σε μέγεθος αποτελούν από τα μεγαλύτερα κρατικά επενδυτικά προγράμματα εδώ και αρκετές δεκαετίες, ενώ παράλληλα συγκεντρώνουν την υποστήριξη τόσο των Ρεπουμπλικάνων, όσο φυσικά και των Δημοκρατικών. Επιπλέον, επί προεδρίας και των δύο έχουν ληφθεί αντιμονοπωλιακά μέτρα, αλλά και έχουν ληφθεί μέτρα υπέρ των εργαζομένων και του δικαιώματος στο συνδικαλισμό. Προσφάτως έγραψα σχετικά με τις απεργίες στον κλάδο της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας και τη μεγάλη νίκη των συνδικάτων που οδηγεί μετά από πολλά χρόνια σε σημαντικές αυξήσεις και εγγυήσεις υπέρ των εργαζομένων.
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια τα διαδοχικά σοκ που προκάλεσαν στον χώρο της οικονομίας η πανδημία του Covid-19 και το επίμονο φαινόμενου του πληθωρισμού, δεν επέτρεψαν να δούμε τα αποτελέσματα της εφαρμογής μέρους των “νέων κανόνων”, καθώς αυτά αντισταθμίστηκαν εν μέρει από την άνοδο των επιτοκίων, την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης και την αβεβαιότητα που προκαλεί ο υψηλός πληθωρισμός. Δεν μπορεί όμως να αμφισβητηθεί η ανάγκη αλλαγών στον τρόπο που λειτουργεί η παγκόσμια οικονομία. Ούτε οι κοινωνίες, ούτε τα κράτη, πόσο δε μάλλον ο πλανήτης δεν ανήκουν στο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, ούτε μπορούμε να αφήσουμε να ανήκουν κάποια στιγμή στο μέλλον με αντάλλαγμα μερικές χάντρες και μερικά καθρεφτάκια, ακόμη κι αν αυτά πάνω τους γράφουν Apple, Tesla, Amazon ή Google.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Debrocke/ClassicStock/Getty Images