Ο Tζόρνταν “Θίορι” Αρσενάλε ήταν ένα από τα καλύτερα παιδιά που γνώρισα ποτέ. Ο τύπος ήταν βέβαια κομμάτι ξεροκέφαλος. Αλλά όλοι οι μεγάλοι εφευρέτες δεν είναι;
Τον είχα πετύχει στο Σόουλ Μπουφέ, ήπιαμε από μια μπιρίτσα και είπαμε να πεταχτούμε για ένα μπανάκι. Βρεθήκαμε λοιπόν να ταξιδεύουμε μαζί, ένα μεσημέρι Ιούλη, για μια βουτιά κάτω στη αγαπημένη μας παραλία, δίπλα από το λιμανάκι του Κάβο-Τσάγεζι, μισή ωρίτσα δρόμος από την πόλη. Ο Τζο έχασε την έξοδο μας στον αυτοκινητόδρομο γιατί προσπαθούσε να τεξτάρει ένα μήνυμα στο τηλέφωνο. Ήταν, θυμάμαι καλά, μια ερώτηση προς τον επιβλέποντα του στο πανεπιστήμιο. Τον ρωτούσε αν ο τίτλος της διδακτορικής του διατριβής θα μπορούσε να είναι γραμμένος στα Αραμαϊικά και το κείμενο στα Φλαμανδικά. Ο καθηγητής δεν του απάντησε. Που λέτε, χάσαμε την έξοδο κι αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε βόρεια. Η παραλιούλα μας ήταν πια νότια.
-“Τζο, πρέπει να γυρίσουμε φιλαράκο”, του κάνω. “Χάσαμε την έξοδο”. Εκείνος όμως αρνήθηκε.
-“Κέρουακ”, μου λέει, δεν ξέρω γιατί, αλλά πάντα με έλεγε έτσι, Κέρουακ, “Ήρθε η ώρα να αποδείξω ένα από τα μεγαλύτερα θεωρήματα μου. Ότι αν πας αντίθετα από την κατεύθυνση που θες να πας, κι εννοώ εντελώς αντίθετα, θα φτάσεις στον προορισμό σου. Το ίδιο με το αν πήγαινες εκεί ακολουθώντας την σωστή κατεύθυνση.
-“Τζο, δε σε καταλαβαίνω; Που το πας;”
Με τα πολλά, το πήγε τέρμα. Συνέχισε να πηγαίνει βόρεια. Μόνο βόρεια. Τόσο, μέχρι που έκανε το γύρο του κόσμου. Σε δύο χρόνια είχε φτάσει στο λιμανάκι μας, μόνο που το έκανε πηγαίνοντας μέσω Βόρειου Πόλου, Ειρηνικού, Νότιου Πόλου, Αφρικής και Μεσογείου. Περίεργος τύπος. Έχω την υποψία ότι συνέχισε να πηγαίνει βόρεια γιατί δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι έχασε την έξοδο. Τόσο ξεροκέφαλος.
Έμενα πάντως με άφησε στο επόμενο βενζινάδικο και γύρισα πίσω με τον Προαστιακό. Όταν τον ξανασυνάντησα, δύο χρόνια μετά, το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν:
-“Φιλαράκο Κέρουακ, με αυτό το πείραμα, επιβεβαίωσα το θεώρημα μου. Όπως πάνω έτσι και κάτω. Όλα είναι Ένα. Τα άκρα ενώνονται. Αν θες να πας Βόρεια πάει και από τον Νότο. Αν πας εντελώς αντίθετα από εκεί που θες να πας είναι σα να πας εκεί που θες να πας. Αρκεί να έχεις πίστη. Και λίγο έξτρα χρόνο”
-“Τζο, για όνομα του Θεού φιλαράκο, ήταν μισή ώρα δρόμος. Κι άλλα δέκα λεπτάκια αν κάναμε αναστροφή στην επόμενη έξοδο! Έπρεπε να κάνεις τέτοια ταξιδάρα;”
-“Κέρουακ, αγόρι μου, ναι. Έπρεπε. Και, επίσης, κατάφερα και κάτι άλλο. Κατέρριψα την θεωρία αυτών των ανώμαλων τύπων που λένε πως η γη είναι επίπεδη. Δεν είναι.”
-“Το νερό πως ήταν;”
-“Δεν έκανα μπάνιο, γαμώτο. Είχα ξεχάσει το μαγιό.”
Ο Τζουζέπε Λέρντι από την άλλη ήταν διαφορετικός τύπος. Καθόλου ξεροκέφαλος. Το εντελώς αντίθετο, όπως κι αν λέγεται. Ήταν Ιταλός, Μιλανέζος, αν και μιλούσε τα Ιταλικά του με μια έντονη Γερμανική προφορά. Τον ρώτησα κάποτε αν είχε κάποια Γερμανική ρίζα και αντέδρασε έντονα. Σα να προσβλήθηκε για κάποιο λόγο.
-“Τζουζέ, δεν καταλαβαίνω φιλαράκο, αφού μιλάς τα Ιταλικά σου σαν Γερμανός”
-“Κούντερα” μου λέει, δεν ξέρω γιατί, αλλά πάντα με έλεγε έτσι, “Κούντερα”, είναι άπλα ζήτημα αισθητικής.” … “Και αντίληψης” πρόσθετε, κοιτώντας με δασκαλίστικα. “Πρέπει, πάντα, να παντρεύουμε την Τέχνη με την Τεχνολογία, αγόρι μου”. Κουνούσα το κεφάλι μου, ότι και καλά καταλάβαινα και ότι συμφωνούσα. Το φιλαράκι μου, που λέτε, ήταν ένας “Μικροπωλητής της Επιτέλεσης”. Αλήθεια. Έτσι έλεγε. Μια φορά που ήμασταν στο ΝτάνΤε Μπαρ και είχαμε πιει λίγο παραπάνω, θέλησα να τον πειράξω και τον ρώτησα ” Ζε, γιατί μικροπωλητής και όχι χοντρέμπορας;”
-“Γιατί προτιμώ τον Γκράουτσο από τον Καρλ, φιλαράκο. Γι’ αυτό”
Ύψωσα το ποτήρι ως ένα είδος πρόποσης προς τιμή του. Κατάλαβα τι εννοούσε. Το ύψωσε κι αυτός.
-“Στο Σύμπαν!”
“Στο Σύμπαν” είπα κι εγώ κι ο αφρώδης οίνος γαργάλησε τα ήδη εύθυμα λαρύγγια μας.
-“Κου, να σου πω και κάτι άλλο;”
-“Ό,τι θες”
-“Θα κάνω μια περφόρμανς στην Όπερα. Με στηρίζεις;”
-“Εννοείται φίλε. Είμαι μαζί σου. Είμαι σίγουρος θα κάνεις κάτι εντυπωσιακό.”
Και ναι, είναι αλήθεια ότι μου έκανε τρομερή εντύπωση, δυο εβδομάδες μετά, ότι ενόσω παίζονταν η 8η του Μπετόβεν, ένας τύπος με λουκουμάδες έκοβε βόλτες σιωπηλός κάτω στην πλατεία. Ήταν ο κλασικός τύπος πωλητή λουκουμάδων σε παραλία. Κρατούσε ένα μικρό ρηχό ταψάκι που μέσα του είχε μίνι ντόνατς σε σχήμα νότας. Α, ρε Τζουζέπε, είσαι πολύ δυνατός! Το ένιωθες ότι αυτό που έκανε, για κάποιο περίεργο λόγο, κολλούσε με την όλη ενέργεια της Σκάλας. Τους έβλεπα από ψηλά, όλοι ήταν κατενθουσιασμένοι. Είχε όλο το φιλόμουσο Μιλάνο στα πόδια του! Τα παιδιά της Φιλαρμονικής επίσης το διασκέδασαν πολύ. Του αφιέρωσαν μάλιστα το τέταρτο μέρος. “Αλέγκρο Βιβάτσε για τον Τζουζέπε!” φώναξε χαρούμενα η τύπισσα με το φαγκότο. Από εκείνη την βραδιά κράτησα για ενθύμιο μια χαρτοπετσετούλα, από αυτές που είχε τυλιγμένες τις ζαχαροπασπαλισμένες νότες ζύμης. “Μικρή Γλυκιά Μου Φα Μείζονα” έγραφε, με μια κομψή γραμματοσειρά που μόνο ένας μεγάλος ντιζάινερ σαν αυτόν θα μπορούσε να διαλέξει.
Τέλος πάντων.
Ο Τζουζέπε ήταν το ίδιο ωραίος τύπος με τον Τζόρνταν. Βγήκαμε μια φορά όλοι μαζί και γίναν αμέσως κολλητοί. Αποφάσισαν μάλιστα να συνεταιριστούν. Ίδρυσαν το “Τζόρνταν & Τζουζέπε” το πιο γαμάτο “πολυχώρο” της πόλης. Με δυο αιθουσάρες για εκθέσεις, μια μεγάλη και μια μικρή, ένα βιβλιοπωλείο με τις καλύτερες εκδόσεις, ανθοπωλείο, καφέ, ένα ρεστοράν με σπιτικές συνταγές, σε ένα γυάλινο χώρο, σαν θερμοκήπιο- γεμάτο με φυτά και λαμπιόνια και δυο μικρές μπουτίκ του καλύτερου γούστου, η μια με αντικείμενα και η άλλη με ρούχα. Μέχρι και ένα μικρό δισκάδικο-κουρείο έχει. Εγώ αράζω συνήθως στις φερ-φορζέ του κήπου. Τους έκανα δώρο το σιντριβάνι εκεί.
Ένας μικρός αναμαλλιασμένος γύψινος Αϊνστάιν, με τη γλώσσα έξω, να κατουράει νερό.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: 1933, # george w gardner