Αντί ενός νέου άρθρου για τα αίτια που οδήγησαν στα Δεκεμβριανά παραθέτω τις απόψεις 15 ιστορικών, πολιτικών, δημοσιογράφων, ερευνητών και μελετητών της εποχής σε αυτό το δεύτερο μέρος του ιστορικού αφιερώματος.
Στο Μέρος 3ο μνημονεύονται τα ακόλουθα βιβλία: Κρις Γουντχάουζ «Το μήλο της Έριδος», Κώστα Τσουκαλά «Η Ελληνική τραγωδία», Σάκης Μουμτζής «Η Κόκκινη βία», Στάθης Καλύβας – Νίκος Μαραντζίδης «Εμφύλια πάθη»
Προσπάθησα να υπάρχει μια ισορροπία σε σχέση με τις πολιτικές τους ευαισθησίες, αν και οι περισσότεροι ανήκουν στο χώρο της αριστεράς για έναν απλό λόγο, η πλειονότητα της βιβλιογραφίας προέρχεται από την αριστερά. Τα Δεκεμβριανά είναι μια από τις πιο μελανές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, και έχουν γραφεί δεκάδες βιβλία.
Αυτό που απασχολεί το παρών άρθρο δεν είναι η εμφύλια σύρραξη που άρχισε στις 3 Δεκέμβρη, αλλά τι οδήγησε σ´ αυτή.
Είναι ένα μεγάλο ιστορικό λάθος να πιστεύουμε ότι τα Δεκεμβριανά άρχισαν εξαιτίας των θυμάτων στο συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου στο Σύνταγμα.
Όλα είχαν δρομολογηθεί πολύ νωρίτερα· καθοριστικό ρόλο έπαιξε η περίοδος των 40 ημερών περίπου, από την στιγμή της απελευθέρωσης της Αθήνας (18 Οκτωβρίου) μέχρι και την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου.
…
ΚΡΙΣ ΓΟΥΝΤΧΑΟΥΧ
«Το μήλο της Έριδος»
(Στρατιωτικός, διπλωμάτης, βουλευτής του βρετανικού κοινοβουλίου. Ήταν αρχηγός της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα)
Η πρώτη πρόταση του Παπανδρέου στο ζήτημα της Δημόσιας τάξεως ήταν να εκκαθαρισθεί η χωροφυλακή και να διαλυθεί η Ε.Π (Εθνική Πολιτοφυλακή-Αστυνομία του ΚΚΕ) ως τα τέλη Νοεμβρίου. Τότε, και τα δύο αυτά σώματα θα τα αντικαταστούν σε μία εθνοφυλακή. Σχετικά με την εθνική άμυνα, πρότεινε να διαλυθούν όλες οι ανταρτικές δυνάμεις και να λάβουν ηθικές και υλικές ανταμοιβές· να κληθούν τέσσερις κλάσεις για το νέο στρατό, μέσα στον Δεκέμβριο· να ενταχθούν σε αυτόν οι αξιωματικοί οι προερχόμενοι από τον τακτικό στρατό, που υπηρετούσαν στις δυνάμεις του εξωτερικού και στις ανταρτικές οργανώσεις· στους αξιωματικούς που είχαν ονομασθεί από αντάρτικες οργανώσεις να παρασχεθούν ειδικές διευκολύνσεις για εκπαίδευση.
Η πρόσκληση της κλάσεως 1936 άρχισε στις 24 Νοεμβρίου. Οι υπουργοί της ΠΕΕΑ δεν διατύπωσαν άμεσα επιφυλάξεις σχετικά με την Ε.Π και ο Παπανδρέου, ερμηνεύοντας την σιωπή τους σαν συναίνεση, δημοσίευσε το διάταγμα. Οι υπουργοί της ΠΕΕΑ όμως δεν θεώρησαν ότι δεσμεύονταν από το διάταγμα αυτό. Πιο συγκεκριμένα, ζήτησαν την αποστράτευσή της «Ταξιαρχίας του Ρίμινι». Η παρουσία της τελευταίας αυτής στην Αθήνα, όπου δεν εξυπηρετούσε κανένα στρατιωτικό σκοπό ανάλογο με εκείνο για τον οποίο χρειαζόταν στην Ιταλία, ήταν προκλητική, έστω κι αν δεν την υπαγόρευαν κακές προθέσεις. (Επειδή, κατά τη γνώμη μου, η άφιξη της ταξιαρχίας Ρίμινι στην Αθήνα ήταν ο πιο σοβαρός λόγος που γέννησε την δυσπιστία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είναι δίκιο να προσθέσω, ότι είχα υποδείξει με τρόπο κατηγορηματικό, από τρεις μήνες πριν, να αποτραπεί η μεταφορά της στην Ελλάδα.) Για το λόγο αυτό, ο Παπανδρέου δέχτηκε να της δοθεί «άδεια επ´αόριστον». Ύστερα απ’ αυτό, πρότεινε να ανατεθεί στον στρατηγό Σκόμπι η αποστράτευσή των ανταρτών, για να υπάρξει εγγύηση ότι θα διεξαγόταν κανονικά και ότι θα ολοκληρωνόταν ως τις 10 Δεκεμβρίου. Στο μεταξύ, έκανε διάφορες παραχωρήσεις στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ο στρατηγός Σπηλιωτόπουλος, τον οποίο το ΕΑΜ -ΕΛΑΣ θεωρούσε συνεργάτη των Γερμανών, αντικαταστάθηκε σαν στρατιωτικός διοικητής Αττικής από τον συνταγματάρχη Κατσώτα. Ο στρατηγός Οθωναίος, τον οποίο οι αντάρτες είχαν δεχτεί, θεωρητικά, σαν αρχιστράτηγό τους τον Φεβρουάριο, διορίστηκε αρχιστράτηγος του νέου Εθνικού στρατού. Σαν αναπληρωτής του διορίστηκε ο Σαράφης, ενώ ο Βεντήρης απομακρύνθηκε από τη θέση του αρχηγού του γενικού επιτελείου, με απαίτηση του Οθωναίου. Ο Λαμπριανίδης που είχε επιστρέψει από την Μακεδονία για να αναλάβει υπουργός στρατιωτικών, απομακρύνθηκε από τη θέση του, ύστερα από καταγγελίες, ότι είχε συντάξει χωρίς διάκριση του κατάλογο των αξιωματικών που θα επέβλεπαν την κλήση των κλάσεων στις επαρχίες. Αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Σαρηγιάννη, που ήταν υποψήφιος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και έτσι αριθμός των αντιπροσώπων της ΠΕΕΑ αυξήθηκε σε επτά.
Οι παραχωρήσεις όμως αυτές δεν ήταν καθόλου αρκετές, για να διαλύσουν τις υπόνοιες γύρω από το σχέδιο αποκλεισμού του ΕΛΑΣ και της Ε.Π. Καμία αντίρρηση δεν υπήρξε από την πλευρά του Ζέρβα, που άρχισε να προετοιμάζει τον Ε.Δ.Ε.Σ. για αποστράτευσή, την τελευταία εβδομάδα του Νοεμβρίου. Πολλά μέλη της κυβερνήσεως απείλησαν να παραιτηθούν, αν ο αφοπλισμός δεν γινόταν ως τις 10 Δεκεμβρίου.
Όταν όμως ο Σκόμπι συναντήθηκε με το Ζέρβα και τον Σαράφη στην Αθήνα, στις 22 Νοεμβρίου, για να συζητήσουνε το θέμα του αφοπλισμού, ήταν φανερό ότι ο Σαράφης δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να υπογράψει μία τέτοια διαταγή προς τον ΕΛΑΣ, αν ολόκληρη κυβέρνηση, μαζί με τα μέλη της ΠΕΕΑ δεν υπέγραφε διάταγμα αποστρατεύσεως. Το πρόβλημα ξαναγύρισε στο υπουργικό συμβούλιο, που ως τώρα δεν είχε δεσμευτεί ακόμη με κανένα σχετικό γραπτό κείμενο. Ο Παπανδρέου άφησε να εννοηθεί καθαρά ότι κανένα σχέδιο διατάγματος που θα πρότεινε ο ίδιος δεν θα γινόταν δεκτό από τους κομμουνιστές συνεργάτες του, που είχαν ήδη υπό τον έλεγχο τους τα υπόλοιπα μέλη της ΠΕΕΑ τουλάχιστον όπου χρειαζόταν να υποστηρίξουν το βέτο τους. Κάλεσε λοιπόν ο Παπανδρέου τα μέλη της ΠΕΕΑ να συντάξουν οι ίδιοι το σχέδιο διατάγματος .Το σχέδιο υποβλήθηκε στο υπουργικό συμβούλιο και εγκρίθηκε στις 28 Νοεμβρίου.
Τα κυριότερα σημεία του ήταν τέσσερα:
Πρώτο, ο ΕΛΑΣ, το ΕΛΑΝ (ναυτικό) και ο ΕΔΕΣ έπρεπε να αποστρατευθούν ως στις 10 Δεκεμβρίου, με εξαίρεση μόνο μία ταξιαρχία του ΕΛΑΣ και μία ανάλογης δύναμης μονάδα του ΕΔΕΣ( για την οποία ούτε ο Ζέρβας ,ούτε ό αντιπρόσωπός του στην κυβέρνηση δεν είχαν διατυπώσει αξίωση).
Δεύτερο, οι στρατιωτικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής έπρεπε να αποστρατευθούν αμέσως με την επιστροφή τους στην Ελλάδα, εκτός από την «Ταξιαρχία Ρίμινι» και τον Ιερό Λόχο.
Τρίτο, οι αποστρατευόμενοι θα παράδιναν τον οπλισμό τους.
Τέταρτον, η χωροφυλακή και η ΕΠ θα παράδιδαν την υπηρεσία τους στην Εθνοφυλακή – η οποία είχε αρχίσει να συγκροτείται την 1η Δεκεμβρίου και στην οποία θα κατατάσσονταν ένας αριθμός από αυτούς την 1η Δεκεμβρίου σε μερικά τμήματα της χώρας, στις 17 Δεκεμβρίου σε άλλα.
Ο Παπανδρέου έπεισε με δυσκολία τα άλλα μέλη της κυβερνήσεως να αποδεχτούν το σχέδιο διατάγματος της ΠΕΕΑ. Την επόμενη όμως τα ίδια μέλη της ΠΕΕΑ αρνήθηκαν να το υπογράψουν.
Ο Ζέβγος, εξουσιοδοτημένος από τους συντρόφους του, υπέβαλε τροποποιημένο το σχέδιο. Οι κύριες διαφορές του με το προηγούμενο ήταν δύο:
Πρώτο, ζητούσε να γίνει επίσης αποστράτευση της Ταξιαρχίας Ρίμινι και του Ιερού Λόχου. Δεύτερο, είχε απαλειφθεί σε αυτό η πρόβλεψη για παράδοση των όπλων. Δεν ζητούσε την διατήρηση της ΕΠ υπό τα όπλα, αν και αυτό ήταν προηγούμενα το κυριότερο σημείο διαφωνίας. Οι συνεργάτες του Παπανδρέου απέρριψαν τις τροπολογίες. Το Υπουργικό συμβούλιο ποτέ πια δεν συνεδρίασε σε απαρτία.
Από τη στιγμή αυτή, η επανάσταση είχε αποφασιστεί. Δεν έμενε παρά να παρουσιαστεί η ευκαιρία για την έκρηξη της, που όλοι την έβλεπαν να επέρχεται. Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που διατηρούσε κιόλας την έδρα ενός σώματος στρατού στην Αθήνα, υπό τον στρατηγό Μάντακα, μετακίνησε ενισχύσεις προς την πρωτεύουσα. Ήταν πιο βαριά οπλισμένοι τώρα από ότι ήταν στην κατοχή, επειδή οι Γερμανοί είχαν αφήσει πίσω τους πολλές αποθήκες με πολεμοφόδια σε μικρή απόσταση, γνωρίζοντας, έστω και χωρίς ρητή συμφωνία, σε τι θα χρησίμευαν. Όλμοι και πυροβόλα είχαν επισημανθεί σε επίκαιρα σημεία της Αθήνας αλλά κανένας πυροβολισμός δεν έπεφτε ακόμα. Η πρώτη προκλητική εκδήλωση ήταν η άρνηση της ΕΠ να παραδώσει την υπηρεσία της στην Εθνοφυλακή, την 1 Δεκεμβρίου. Την ίδια μέρα, ο Ζέβγος δημοσίευσε άρθρο στο «Ριζοσπάστη» όπου δήλωνε ότι ο καιρός των διαπραγματεύσεων είχε περάσει και μόνο τα όπλα μπορούσαν να λύσουν τις διαφορές. Το γενικό στρατηγείο του ΕΛΑΣ επανασυστάθηκε επίσημα, συμβολίζοντας την ανοιχτή αμφισβήτηση της εξουσίας της κυβερνήσεως. Ο Παπανδρέου, που δεν είχε ως τώρα προβεί σε καμία ενέργεια, πέρα από ένα λόγο που είχε εκφωνήσει στις 29 Νοεμβρίου κατηγορώντας το ΚΚΕ ότι «υποκινούσε το λαό σε εμφύλιο πόλεμο», χαρακτήρισε την άρνηση της Ε.Π σαν ανταρσία. Συγκάλεσε το υπουργικό συμβούλιο για το ίδιο βράδυ, χωρίς να ειδοποιήσει τους υπουργούς της ΠΕΕΑ. Οι αρχικοί έξι (υπουργοί) παραιτήθηκαν την ίδια εκείνη νύχτα και τους μιμήθηκε απρόθυμα λίγες μέρες αργότερα ο στρατηγός Σαρηγιάννης, που είχε ήδη την φήμη συνεργάτη των Γερμανών και δεν ήθελε να του προσαφθεί και η φήμη του κομμουνιστή. Στις 2 Δεκεμβρίου, το Υπουργικό Συμβούλιο συνήλθε και πάλι, χωρίς τα εφτά μέλη της ΠΕΕΑ, και ψήφισε διάταγμα διαλύσεως του ΕΛΑΣ, του ΕΛΑΝ, της ΕΠ και του ΕΔΕΣ. Όλοι οι αξιωματικοί οι προερχόμενοι από τον τακτικό στρατό διατάσσονταν να παρουσιαστούν στο υπουργείο Στρατιωτικών, στο οποίο επίσης έπρεπε να παραδοθούν όλα τα όπλα και πυρομαχικά.
Από τεχνική άποψη, οι δύο αυτές αποφάσεις έφεραν ολόκληρο το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ σε μειονεκτική θέση, ότι άλλο κι αν θα έκανε ύστερα εκτός από το να παραδοθεί. Πολλά όμως μέλη του ΕΛΑΣ, που τιμωρήθηκαν αργότερα επειδή δεν πειθάρχησαν σε αυτές, θα ήταν πρόθυμα να συμμορφωθούν, αν ήταν ελευθέρα να το πράξουν. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, το ΚΚΕ, στο οποίο είχε περάσει τώρα η πρωτοβουλία του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ στο σύνολό τους, ανάγγειλε συλλαλητήριο για την 3η Δεκεμβρίου και γενική απεργία για τις 4 Δεκεμβρίου.
Η κυβέρνηση στην αρχή επέτρεψε και ύστερα απαγόρευση απ’ το συλλαλητήριο, που έγινε παρόλα αυτά. Ταυτόχρονα άρχισε η γενική απεργία, 24 ώρες πριν από την ώρα για την οποία είχε αναγγελθεί. Εκείνο το πρωί της Κυριακής, 3 Δεκεμβρίου, η επανάσταση είχε ξεσπάσει. Όταν τα πλήθη των διαδηλωτών βρέθηκαν αντιμέτωπα με την αστυνομία, στην πλατεία Συντάγματος, πολλοί αστυνομικοί πυροβόλησαν κατευθείαν πάνω τους, πράγμα που, χωρίς αμφιβολία, ήταν ο σκοπός για τον οποίο τα είχε συγκεντρώσει εκεί το ΚΚΕ. Σύμφωνα με μερικές αφηγήσεις το πλήθος ανταπέδωσε τα πυρά. Σύμφωνα με άλλες, πυροβόλησε πρώτο και είχε ήδη ρίξει χειροβομβίδες στα παράθυρα πολιτικών αντιπάλων, πριν φθάσει στην πλατεία Συντάγματος. Η αλήθεια ίσως δεν θα γίνει ποτέ γνωστή επειδή η Αθήνα ήταν τόσο συνηθισμένη σε αδέσποτα πυρά και σε ανεύθυνες αιματοχυσίες κατά τις τελευταίες εβδομάδες, ώστε είναι δύσκολο να καθορισθεί ιστορικά η στιγμή που αποτέλεσε την έναρξη.
Το τι όμως έγινε ακριβώς δεν έχει ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη σημασία από οποιαδήποτε άλλη φαινομενική αφορμή πολέμου :αν η σύρραξη δεν ερχόταν μαυτόν τον τρόπο θα επερχόταν με κάποιον άλλο.
…
ΚΩΣΤΑ ΤΣΟΥΚΑΛΑ
«Η Ελληνική τραγωδία»
Τον Σεπτέμβριο, με την συμφωνία της Καζέρτας, οι Έλληνες κομμουνιστές όχι μόνο συμφώνησαν να υπακούουν στις διαταγές των συμμάχων, δηλαδή των Βρετανών, αλλά και να επιτρέψουν την αποβίβαση βρετανικών αγημάτων μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Ο ΕΛΑΣ τέθηκε υπό την άμεση καθοδήγηση του στρατηγού Σκόμπι, αρχηγού της Βρετανικής εκστρατευτικής δύναμης. Έτσι περιορίστηκαν σημαντικά οι φόβοι του Τσώρτσιλ για το κενό που θα δημιουργούσε η αποχώρηση των Γερμανών. Οι βρετανικές δυνάμεις θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εύκολα ένα πολιτικό προγεφύρωμα, αρκετά σταθερό ώστε να αποτρέψει τυπικά στην κυβέρνηση του Παπανδρέου να αναλάβει την εξουσία. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια των συνομιλιών της Καζέρτας η μοναδική αντίρρηση για την άνευ όρων παράδοση των ανταρτών προερχόταν από τον μη κομμουνιστή στρατηγό Σαράφη, γενικό διοικητή των δυνάμεων του ΕΛΑΣ που δεν είχε μυηθεί στα μυστικά της πολιτικής και εξετάζοντας τα πράγματα από στρατιωτική άποψη έβλεπε ότι λύση που προτεινόταν ήταν απαράδεκτη. Οι κομμουνιστές όμως αντιπρόσωποι του ΕΛΑΣ, που ακολουθούσαν την γραμμή της Μόσχας, κατάπνιξαν γρήγορα τις αντιρρήσεις αυτές. Έτσι λοιπόν αποδείχτηκε ότι δεν υπήρχε λόγος να εφαρμόσει το σχέδιο του Τσώρτσιλ «να χτυπήσουμε στα ξαφνικά πρωτού εκδηλωθεί η κρίσης» που «είναι η καλύτερη πρακτική για να προλάβουμε τις αντιδράσεις του ΕΑΜ». (Τσώρτσιλ τομ11 σελ. 251). Ακόμη και ο ίδιος ο Τσώρτσιλ δεν μπορούσε να προβλέψει μέχρι ποιο βαθμό ο Στάλιν και κατά συνέπεια το ΚΚΕ του έλυναν τα χέρια.
[…] Κατά το σύμφωνο της Καζέρτας οι ανταρτικές ομάδες έπρεπε να διαλυθούν για να αποτελέσουν, μαζί με τις ελληνικές δυνάμεις που επέστρεψαν από τη Μέση Ανατολή, τον πυρήνα του νέου ελληνικού στρατού, που θα υπακούει στις διαταγές της κυβέρνησης. Πολύ σύντομα προέκυψαν ως προς το θέμα αυτό, δισεπίλυτες διαφορές μεταξύ Βρετανών και κομμουνιστών. Τα βασικά σημεία στα οποία όπως αποδείχτηκε δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν ήταν τα εξής: η αναλογία των δυνάμεων που θα συγκροτούσαν το νέο στρατό, η διατήρηση του ανεξάρτητου χαρακτήρα των διαφόρων ομάδων ή η ισοπέδωση τους και το πρόβλημα της νέας στρατιωτικής ηγεσίας.
Το πλέον κρίσιμο σημείο ήταν το μέλλον της βαριάς εξοπλισμένης ταξιαρχίας της Μέσης Ανατολής η οποία, μετά τις εκκαθαρίσεις ήταν πλέον φανατικά φιλοβασιλική. Το ΕΑΜ ζητούσε ταυτόχρονη αποστράτευση των αντρών της Ταξιαρχίας και των ανταρτικών δυνάμεων, ενώ ο Παπανδρέου αρνήθηκε να δεχτεί κάτι τέτοιο. Στις 27.11 οι συζητήσεις διακόπηκαν ξαφνικά. Ο Παπανδρέου και το ΕΑΜ αρχίσει να εκτοξεύουν ο ένας εναντίον του άλλου κατηγορίες για αθέτηση υποσχέσεων και έτσι ολοκληρώθηκε το αδιέξοδο. Λόγω των κατηγοριών που ανταλλάχτηκαν είναι πλέον αδύνατον να βρεθεί η αλήθεια. Φαίνεται πάντως ότι κατέληξαν σε μία συμβιβαστική συμφωνία που υπογράφηκε από τον Παπανδρέου και από τους κομμουνιστές.
Την επόμενη (28 Νοεμβρίου) οι κομμουνιστές ανεκάλεσαν την υπογραφή τους κατηγορώντας τον Παπανδρέου για διπλό παιχνίδι. Πώς και γιατί κατέληξαν στην μοιραία αυτή απόφαση δε γνωρίζουμε ακόμη.
Είναι δύσκολο να ερμηνευθεί η ξαφνική ανένδοτη απόφαση, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη η πολιτική των κομμουνιστών τόσο στο παρελθόν όσο και μετά τα γεγονότα αυτά. Οπωσδήποτε είναι πιθανό ότι την ίδια νύχτα το ΚΚΕ πήρε την απόφαση να καταφύγει στον ένοπλο αγώνα, αν δεν μπορούσε να βρεθεί ένας ικανοποιητικός συμβιβασμός […]
[…] Ο Παπανδρέου αποφάσισε να υιοθετήσει σκληρότερη γραμμή, αφού εξασφάλισε την υποστήριξη των Βρετανών και συμβουλεύτηκε τον πρεσβευτή Λήπερ, δίχως την έγκριση του οποίου, κατά τον Woodhouse, δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Συνεκάλεσε το υπουργικό συμβούλιο και εξέδωσε επίσημη διαταγή κατά την οποία όλα τα αντάρτικα σώματα έπρεπε να διαλυθούν ως τις 10 Δεκεμβρίου. Την 1η Δεκεμβρίου η κρίση οξύνθηκε περισσότερο. Ο στρατηγός Σκόμπι θεώρησε σκόπιμο να υπενθυμίσει την απόφαση της κυβέρνησης απευθύνοντας ένα τελεσίγραφο […]
[…] Η διαταγή τους Σκόμπι να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ προκάλεσε την οριστική κρίση. Οι υπουργοί του ΕΑΜ παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας και στις 3 Δεκεμβρίου οργανώθηκε μία μαζική συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Ο Παπανδρέου επέτρεψε την πραγματοποίηση της συγκέντρωσης. Κατόπιν όμως, υποχωρώντας στις πιέσεις του Λήπερ αποφάσισε να την απαγορεύσει. Η συγκέντρωση δεν αναβλήθηκε και στις 3 Δεκεμβρίου μεγάλα πλήθη συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Συντάγματος. Το πλήθος άοπλο και ανυποψίαστο κραύγαζε συνθήματα εναντίον του Παπανδρέου όχι όμως και εναντίον των Βρετανών. Ξαφνικά ακούστηκαν πυροβολισμοί και εκατοντάδες, νεκροί και τραυματίες σκέπασαν το λιθόστρωτο. Η μάχη άρχιζε.
…
ΣΑΚΗΣ ΜΟΥΜΤΖΗΣ
(Απόφοιτος Νομικής, Δραστηριοποιήθηκε πολιτικά στο χώρο του ΚΚΕεσωτερικού).
Από το βιβλίο του «Η Κόκκινη βία»
Τα δύο καθαριστικά γεγονότα του Νοεμβρίου 1944.
Δύο καίριας σημασίας γεγονότα συνέβαλαν και αυτά, ίσως κατά τρόπο καθοριστικό, στην απόφαση που πήρε το πολιτικό γραφείο του ΚΚΕ για σύγκρουση στις 27-11-44. Αναφέρομαι στην σύσκεψη των καπετάνιων του ΕΛΑΣ στη Λαμία που συγκάλεσε ο Άρης Βελουχιώτης στις 17-11-1944 και στο αχτίφ των πολιτικοστρατιωτικών στελεχών Αθήνας-Πειραιά του ΚΚΕ που έγινε στην Αθήνα στις 20-22 Νοεμβρίου 1944, στο οποίο πρωτοστάτησε ο Μπαρτζώτας (γραμματέας της κομματικής οργάνωσης Αθήνας του ΚΚΕ) και συμμετείχε και χαιρέτησε και ο Σιάντος. Η σύσκεψη των καπετάνιων του ΕΛΑΣ, δεδομένο ότι όλοι ήσαν κομματικά μέλη, έγινε εκτός διαδικασιών ενός λενινιστικού κόμματος. Είχε όλα τα χαρακτηριστικά εκείνα που κατά την κομμουνιστική ορολογία συνθέτουν την αντικομματική συμπεριφορά. Αυτό όμως για την ηγεσία του ΚΚΕ εκείνη τη στιγμή ήταν το λιγότερο. Το βασικότερο και συγχρόνως πιο ανησυχητικό ήταν τόσο το περιεχόμενο της εισήγησης του Βελουχιώτη όσο και οι τοποθετήσεις των περισσότερων καπετάνιων που πήραν το λόγο.
Το κλίμα ήταν αυτό της προετοιμασίας της σύγκρουσης με τους Βρετανούς και την «αντίδραση». Μάλιστα, προτάθηκαν και συγκεκριμένα μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση. Είναι αυτονόητο πως όλοι όσοι συμμετείχαν σε σύσκεψη απέρριπταν κατηγορηματικά οποιαδήποτε σκέψη για αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Ο παριστάμενος Μάρκος Βαφειάδης, που ήταν και το μοναδικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ από τους παρόντες, αντιλήφθηκε έγκαιρα το που θα οδηγούσε αυτή η σύσκεψη -ρήξη στο εσωτερικό του κόμματος, σύγκρουση με τους Βρετανούς- και ανέλαβε να μεταφέρει τις απόψεις του Άρη και των καπετάνιων στο Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ. Με την διαδικαστικού χαρακτήρα παρέμβαση του Βαφειάδη η σύσκεψη στη Λαμία διακόπηκε, ουσιαστικά εκφυλίστηκε. Όμως, το Πολιτικό Γραφείο πήρε το μήνυμα. Οι πολιτικοί καθοδηγητές του ΕΛΑΣ, οι καπετάνιοι, αντιδρούν στην εθνικοενωτική γραμμή, επιζητούν την σύγκρουση, το ξεκαθάρισμα της κατάστασης στην Αθήνα και βεβαίως, απορρίπτουν κάθε σκέψη για παράδοση των όπλων.
Αυτά έγιναν 17/11/1944 στην Λαμία και ο Σιάντος ενημερώθηκε από τον Βαφειάδη στην Αθήνα στις 19/11/1944 ανήμερα της μεγάλης συγκέντρωσης του ΚΚΕ για την 26η επέτειο της ίδρυσης του κόμματος. Στις 20 -22 Νοεμβρίου 1944 γίνεται το αχτίφ των πολιτικοστρατιωτικών στελεχών της Αθήνας και του Πειραιά. Κατά τον Μπαρτζώτα αφορούσε την προετοιμασία των κομματικών οργανώσεων και του πρώτου σώματος στρατού του ΕΛΑΣ για την επερχόμενη σύγκρουση. Οι θέσεις των ομιλητών κατέληγαν στο σύνθημα «ή τώρα ή ποτέ».
Ο Σιάντος που παρίστατο στην έναρξη και την λήξη των εργασιών προσπάθησε να καθησυχάσει τα στελέχη του κόμματος ότι όλα θα πάνε καλά και η κρίση θα εκτονωθεί. Όμως, αντιλήφθηκε για δεύτερη φορά μέσα σε τρεις μέρες ότι η παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ είναι μία πολιτική που το Πολιτικό Γραφείο δεν μπορεί να ελέγξει και να επιβάλλει στα ανώτερα κομματικά στελέχη. Τα όπλα του ΕΛΑΣ αποτελούν για τον σκληρό κομματικό πυρήνα την εγγύηση για τον ρυθμιστικό και πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Η παράδοση τους αφαιρεί, κατά την αντίληψη και διαπαιδαγώγηση τους, πολιτική δύναμη από το κόμμα. Η συγκρότηση του εθνικού στρατού με όσες τυχόν εξασφαλίσεις εισπράξει το ΚΚΕ μέσω των τεχνικών ρυθμίσεων για την δημοκρατική του σύνθεση, αναπόφευκτα οδηγεί σε πολιτικές λύσεις και δημιουργεί ένα πολιτικό περιβάλλον που είναι ξένο και εχθρικό προς τις προσδοκίες και τους στόχους αυτών των στελεχών. Πολύ δε περισσότερο, όταν η αμοιβαία καχυποψία ακυρώνει αυτές τις τεχνικές ρυθμίσεις και καθιστά από την αφετηρία της διαβλητή τη σύνθεση του εθνικού στρατού.
Η διατήρηση της Ορεινής Ταξιαρχίας ακέραιης, επιτείνει το κλίμα ρήξης και οδηγεί το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ μπροστά στην διαπιστωμένη αδυναμία του να επιβάλει την πολιτική του αποκλεισμού στα ανώτερα κομματικά μέλη. Έτσι, λοιπόν, αποφασίζει την σύγκρουση με την κυβέρνηση και τα στηρίγματα της στον κρατικό μηχανισμό σε συνεδρίαση που έγινε στο Αρεταίειο νοσοκομείο στις 27 Νοεμβρίου 1944. Η σύσκεψη αυτή έγινε στο νοσοκομείο λόγω της ασθένειας του Ιωαννίδη.
Δεν πρέπει να λησμονεί ο αναγνώστης ότι η άλλη μεγάλη εθνικοενωτική επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ, δηλαδή αυτή για την συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, έγινε εναντίον της θέλησης της συντριπτικής πλειοψηφίας αυτών ακριβώς τον στελεχών που απαιτούσαν άλλες λύσεις. Η καταδίκη της συμφωνίας του Λιβάνου από τις μεγάλες κομματικές οργανώσεις της Μακεδονίας και της Αθήνας επιβεβαιώθηκε και από τις τοποθετήσεις τον Μπαρτζιώτα, Στρίγκου, Καραγιώργη και Μανιάτη (γραμματείς αντιστοίχως των γραφείων Αθήνας Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Στερεάς) στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ που έγινε αρχές Αυγούστου 1944 στα Άγραφα. Και αν το πολιτικό γραφείο μπόρεσε το καλοκαίρι και επέβαλε την εθνικοενωτική γραμμή του, το Νοέμβριο ήταν αδύνατον να την εφαρμόσει στο σκέλος που προέβλεπε τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Η παράδοση των όπλων συνιστούσε και διαμόρφωνε μία νέα πολιτική κατάσταση και ένα ιστορικό σημείο, από το οποίο δεν υπήρχε δυνατότητα επιστροφής. Η σύγκρουση πλέον ήταν μονόδρομος για την ηγεσία του ΚΚΕ.
…
ΣΤΑΘΗΣ ΚΑΛΥΒΑΣ -ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ
Από το βιβλίο τους «ΕΜΦΥΛΙΑ ΠΑΘΗ»
Τι ήταν τα Δεκεμβριανά;
Η εμφύλια σύγκρουση του Δεκεμβρίου 1944 συγκαταλέγεται στις στιγμές της ελληνικής ιστορίας που έχουν μελετηθεί όσο λίγες άλλες. Εντούτοις, οι ανακρίβειες και οι μύθοι φτάνουν μέχρι τις μέρες μας και μάλιστα αναπαράγονται και από σοβαρά έντυπα, ελληνικά και ξένα.
Τι όμως ήταν τα Δεκεμβριανά και πως ξεκίνησαν;
Ήταν μια αναπάντεχη σύγκρουση ή μήπως μια από καιρό προετοιμασμένη αναμέτρηση;
Γιατί το ΚΚΕ επέλεξε την στρατηγική της ένοπλης αντιπαράθεσης στην Αθήνα και ποιοί ήταν οι εσφαλμένοι υπολογισμοί του;
Ποιός ακριβώς ήταν ο απώτερος στόχος του ΚΚΕ όταν αρνήθηκε να δεχθεί την αποστράτευση των ένοπλων δυνάμεών του και επέλεξε την μετωπική ένοπλη σύγκρουση με την κυβέρνηση;
Τι ακριβώς επιζητούσε τελικά;
Την επαναστατική ρήξη και την κατάληψη της εξουσίας η την ενσωμάτωσή του σε κάποιου είδους μεταπολεμική κοινοβουλευτική ομαλότητα;
Με τον όρο Δεκεμβριανά περιγράφεται η ένοπλη σύγκρουση που έλαβε χώρα κυρίως, αλλά όχι μόνο, στην Αθήνα (εξ ου και η χρήση του όρου «μάχη της Αθήνας») από τις 3 Δεκεμβρίου 1944 ως τις 5-6 Ιανουαρίου 1945 μεταξύ, από τη μία, των δυνάμεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που ουσιαστικά ταυτίζονταν απολύτως πλέον με το ΚΚΕ και, από την άλλη, της ελληνικής κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου πίσω από την οποία στοιχιζότανε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων. Αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση της σύγκρουσης είχε η εμπλοκή των Βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων στο πλευρό της κυβέρνησης, χωρίς την παρουσία των οποίων είναι βέβαιο ότι τα πράγματα θα είχαν πάρει διαφορετική τροπή.
Συμβατικά ως αφετηρία των γεγονότων θεωρούνται οι πυροβολισμοί της αστυνομίας στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στο Σύνταγμα εναντίον του πλήθους που συμμετείχε στη διαδήλωση του ΕΑΜ.Η διαδήλωση αυτή είχε οργανωθεί ως απάντηση στο τελεσίγραφο της κυβέρνησης εθνικής ενότητας για τον αφοπλισμό όλων των ανταρτικών ομάδων και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο περίπου τριάντα διαδηλωτών και τον τραυματισμό δεκάδων άλλων.
Παρά τη συμβατική αυτή αφετηρία, τα Δεκεμβριανά δεν ήταν, όπως θα δούμε, μια αυθόρμητη εξέγερση που πυροδότησε το χτύπημα της διαδήλωσης του ΕΑΜ.
Ήταν η ένοπλη «απάντηση» του ΚΚΕ που είχε οργανωθεί λίγες μέρες πριν απέναντι στην προοπτική του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ.
Τα Δεκεμβριανά ήταν συγχρόνως τρία πράγματα: πραξικόπημα, εμφύλια σύγκρουση και επανάσταση.
Πραξικόπημα (με διαφορετικούς όρους: «στάση» ή «κίνημα»), καθώς ένα τμήμα του στρατού στασίασε εναντίον της κυβέρνησης.
Πράγματι, μέχρι την καταγγελία από το ΕΑΜ της απόφασης αφοπλισμού του σύμφωνα με τις αποφάσεις της Καζέρτας, ο ΕΛΑΣ υπαγόταν στην κυβέρνηση και είχε τεθεί υπό τις διαταγές του Βρετανού στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι. Όπως σε κάθε πραξικόπημα στόχος ήταν η άμεση ένοπλη επιβολή δίχως παρατεταμένες εχθροπραξίες.
Το ΚΚΕ, με άλλα λόγια δεν υπολόγιζε ότι θα χρειαζόταν να δώσει μια μάχη διαρκείας ενός μήνα, αλλά ότι λόγω του δεδομένου συσχετισμού δυνάμεων θα επέβαλλε στους αντιπάλους του τους όρους του πολύ σύντομα.
Εμφύλια σύρραξη επίσης, καθώς Έλληνες πολέμησαν εναντίον Ελλήνων για παρατεταμένο χρονικό διάστημα.
Αλλά και επανάσταση διότι αν το ΚΚΕ επικρατούσε η Ελλάδα θα μεταμορφωνόταν κατά πάσα πιθανότητα σε μια « λαϊκή δημοκρατία» όπως αυτές της Ανατολικής Ευρώπης.
Τι δεν ήταν τα Δεκεμβριανά;
Μια αυθόρμητη λαϊκή εξέγερση επειδή χτυπήθηκε μια διαδήλωση.
Ποιοι αναμετρήθηκαν στη μάχη της Αθήνας;
Ήταν η κυβερνητική πλευρά, ένας συνασπισμός Βρετανών και δωσιλόγων με σύσσωμο τον λαό απέναντι τους, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι και υπονοούν περισσότεροι; Όχι βέβαια. Ο πληθυσμός ήταν διαιρεμένος και όπως πάντα υπήρχε μια μεγάλη μάζα αναποφάσιστων που περίμενε τον νικητή για να συνταχθεί μαζί του. Στον κυβερνητικό χώρο υπήρχε πλειάδα αντιστασιακών του εσωτερικού και του εξωτερικού. Σε αυτούς προστέθηκαν μετά την έναρξη της μάχης οι υπό κράτηση ταγματασφαλίτες της Αθήνας και της Πελοποννήσου. Για αυτούς η συμπλοκή δεν ήταν παρά η τελική πράξη της σύγκρουσης εθνικοφρόνων και κομμουνιστών που τους είχε εξαναγκάσει να συμμαχήσουν με τους Γερμανούς στην τελευταία φάση της Κατοχής. Με τον τρόπο αυτό, τα Δεκεμβριανά έγιναν η αντικομμουνιστική κολυμβήθρα του Σιλωάμ στην οποία αναβαπτίστηκαν πολλοί δωσίλογοι. Η ένταξη των δωσιλόγων στη μεταπολεμική «εθνικοφροσύνη» υπήρξε όμως η συνέπεια και όχι η αιτία της σύγκρουσης.
Η μάχη της Αθήνας έληξε με την ήττα του ΕΛΑΣ, που αναγκάστηκε να αποσυρθεί από την πρωτεύουσα στις 5 Ιανουαρίου 1945.
Το τέλος των εχθροπραξιών επισφραγίστηκε με την ανακωχή στις 10 Ιανουαρίου 1945, ενώ ένα μήνα αργότερα, στις 12 Φεβρουαρίου, υπογράφτηκε η Συμφωνία της Βάρκιζας που έθετε όρους μετάβασης στο μεταπολεμικό πολιτικό καθεστώς.
Η μεγαλύτερη ίσως παρανόηση σχετικά με τα Δεκεμβριανά αφορά την ίδια τη φύση τους. Πολλοί πιστεύουν ότι ήταν ένα είδος αυθόρμητης λαϊκής εξέγερσης που προκλήθηκε εξαιτίας της αιματηρής καταστολής του συλλαλητηρίου του ΚΚΕ στις 3 Δεκεμβρίου 1944.
Αποτέλεσμα της παρανόησης αυτής είναι πολλές αναλύσεις να επικεντρώνονται στα γεγονότα της τραγικής εκείνης ημέρας, ενώ μια ολόκληρη παραφιλολογία έχει αναπτυχθεί γύρω από το ποιος πυροβόλησε πρώτος.
Τα Δεκεμβριανά όμως δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία και είναι αφελές να αντιμετωπίζεται η προσφυγή του ΚΚΕ στη βία ως αυθόρμητη, αντανακλαστική η αμυντική αντίδραση στους πυροβολισμούς της αστυνομίας εναντίον των διαδηλωτών.
Το ΚΚΕ και τα στελέχη του έβλεπαν ότι βάδιζαν προς την τελική ρήξη, όπως πίστευαν, βδομάδες πριν. Ήδη από τις 20 Νοεμβρίου είχα οργανωθεί αχτίφ πολιτικοστρατιωτικών στελεχών, προκειμένου να προετοιμαστεί η οργάνωση για την επερχόμενη κρίση.
Αν και ο Γ. Σιάντος από πλευράς της ηγεσίας του κόμματος καθησύχαζε τα στελέχη του ότι θα βρισκόταν κάποιος αποδεκτός συμβιβασμός με την κυβέρνηση και τους βρετανούς, οι περισσότεροι που πήραν το λόγο έστελναν το μήνυμα «ή τώρα ή ποτέ».
Κρίσιμη καμπή αποτέλεσε η συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ τη νύχτα της 27ης προς 28η Νοεμβρίου όπου δρομολογήθηκε η παραίτηση των Εαμικών υπουργών και κατά συνέπεια η σύγκρουση.
Τότε αποφασίστηκε να οργανωθεί μεγάλο συλλαλητήριο στις 3 Δεκεμβρίου και να κηρυχθεί γενική απεργία την επομένη – πρακτικές οικείες σε κομμουνιστές όταν επιδίωκαν να ασκήσουν πίεση και να ανατρέψουν κυβερνήσεις. Στις 30 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου έστειλε προς την ηγεσία του ΚΚΕ τελεσίγραφο με το οποίο της ζητούσε να σεβαστεί τη συμφωνία που είχε κάνει και να προχωρήσει στη διάλυση της Εθνικής Πολιτοφυλακής όπως προβλεπόταν.
Συγχρόνως διαβεβαίωνε αφελώς τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι ότι είχε συμφωνήσει με τον εκπρόσωπο του ΚΚΕ Ζέβγο για την διαδικασία της αποστράτευσης, λέγοντας χαρακτηριστικά, «σήμερα έσωσα την Ελλάδα».
Αντί γι ´αυτό όμως, σημειώθηκαν επιθέσεις σε σταθμούς χωροφυλακής στα προάστια της Αθήνας.
Όταν μετά την απόφαση του Σκόμπι την 1η Δεκεμβρίου να διατάξει τον αφοπλισμό των αντάρτικων ομάδων έγινε φανερό ότι η κυβέρνηση και οι Βρετανοί δεν υποχωρούν, το ΕΑΜ διέταξε το Α’ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο του για κατάληψη της Αθήνας, ενώ συγχρόνως οι υπουργοί του ΕΑΜ υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους.
Την ίδια μέρα ο Σιάντος διέταξε τον Σαράφη να προωθήσει περισσότερες δυνάμεις προς την Αθήνα και να επιτεθεί στις δυνάμεις του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο. Τελικά ο ρόλος της διαδήλωσης στις 3 Δεκεμβρίου ήταν αποκλειστικά συμβολικός, δυσανάλογα μικρός με τη σημασία που της αποδόθηκε αργότερα.
Η τεράστια συζήτηση δηλαδή για το ποιος πυροβόλησε πρώτος δεν έχει καμμιά σχέση μα την έκρηξη και το μέγεθος των συγκρούσεων διότι οι εξελίξεις είχαν πλέον δρομολογηθεί.